Τασούλα Τσιλιμένη
Τα αγαπούσε από παιδί τα σκυλάκια. Και μέχρι σήμερα η αγάπη της παραμένει ζεστή.
Ακούμπησε τον σάκο στο πρώτο σκαλί και έψαξε για τα κλειδιά. Εκείνο το μικρό του λουκέτου χάνεται πάντα και περνά όλα τα υπόλοιπα μια και δυο φορές με τα δάχτυλα για να το πετύχει. Στο άνοιγμα της ξύλινης πόρτας-παραδοσιακή με «καρφιά» μασίφ που με τα ίδια της τα μάτια είδε να σφυρηλατούνται σε ένα παραδοσιακό αμόνι στα Σκόπια τέλη της δεκαετίας του 1990- την έπιασε απελπισία. Ακούμπησε τον σάκο στο πρώτο σκαλί και ανέβηκε με αργά βήματα κοιτώντας δεξιά και αριστερά. Χάος! Αυτή η λέξη ήρθε και την έπιασε από το λαιμό. Με το βλέμμα διέτρεξε όλο το χώρο και προσπάθησε να αξιολογήσει πιθανές ζημιές. Η αλήθεια είναι ότι οκτώ μήνες απουσίας δεν είναι και λίγοι! Τι περίμενε δηλαδή! «Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη» Που την θυμήθηκε τώρα αυτή την ταινία; 2003 και βγήκε από τον κινηματογράφο μαγεμένη, από εικόνες, χρώμα, μουσική… «Φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι», σκέφτηκε για την περίπτωσή της. Δηλαδή και τις τέσσερις εποχές… σχεδόν απούσα.
Δεν ήταν ίσως οι υποχρεώσεις της που την κράτησαν μακριά τόσο καιρό φέτος. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πολλές. Τώρα που κοιτά με απελπισία γύρω της την φύση να έχει οργιάσει, η απάντηση έρχεται απρόσκλητη. Κάτι γλυκόπικρο την κρατούσε μακριά απ΄το σπίτι αυτή τη χρονιά. Το είχε ζήσει σε όμορφες στιγμές. Στιγμές που συντηρούσαν την επιθυμία της να ξαναγυρίζει με μια εμμονή ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, ότι όλα παραμένουν όπως τα άφησαν φεύγοντας με διαφορά 2 χρόνια σχεδόν ο καθένας. 7 χρόνια μετά- μια και δυο απώλειες σε 5 χρόνια- και σήμερα εδώ μπροστά στο χάος η απάντηση ήταν καταπέλτης. Τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Κυρίως αυτή η ίδια! Ένα σκληρό περίβλημα κατάφερε αυτά τα χρόνια σιγά σιγά να κλείσει μέσα του την εμμονή της, σαν εκείνες τις προνύμφες που εγκλωβίζονταν με ανεπαίσθητες κινήσεις και σχεδόν αόρατες κλωστές, σε έναν κολλώδη θύλακα.
Κι όσο κοιτούσε αυτό το χάος και προσπαθούσε να κοστολογήσει σε χρόνο και κόπο τη δουλειά που χρειάζονταν για να έρθει στα ίσα του όλο αυτό μπροστά της, η απελπισία της άρχισε να μαλακώνει. Σαν τη ζύμη που σκληρή στην αρχή, αλλάζει όσο τη δουλεύεις. Αναμετρήθηκε μαζί τους. Τα περισσότερα έφταναν σχεδόν στο ύψος του στήθους της. Δίστασε να περπατήσει. Ήξερε ότι με το πρώτο βήμα κάποια θα τραυματίζονταν. Θαύμασε το πείσμα και την θέληση για ζωή. Στο τίποτα! Εκεί στο τίποτα, στο λίγο, ανάμεσα σε ανεπαίσθητες ρωγμές είχαν σηκώσει το μπόι τους και λικνίζονταν κάτω από τη σκιά της κερασιάς, με τα τιτιβίσματα των πουλιών που κρύβονταν στο έλατο. Γιατί το προτιμούσαν από τη μηλιά, ποτέ της δεν κατάλαβε. Αρχές καλοκαιριού και όλα ολάνθιστα. Υψόμετρο 2050 βλέπεις και η φύση εδώ αργεί να ξεδιπλωθεί. Δεν ήξερε το όνομα κανενός! Κίτρινα, μοβ, άσπρα και άλλα κίτρινα….πλατύφυλλα, σχοινοειδή… όλα τους να της μιλούν για τη δύναμη της φύσης. Έκανε πίσω σ΄αυτή την ομορφιά του χάους.
Έψαξε για περάσματα στο σχεδόν καλυμμένο από έρποντα κάθε λογής και απόχρωσης, πετρόχτιστο δάπεδο της αυλής. Ο ίδιος ο πατέρας της είχε κουβαλήσει τις πέτρες από τα «μεταλλεία», πίσω από τις σάπιες πια εγκαταστάσεις του νοσοκομείου που είχε στηθεί στον εμφύλιο στον Κάτω Όλυμπο. Τις είχε πελεκήσει και μόνος τους τις έστρωσε με τον παλιό τρόπο χωρίς τσιμέντο. Τον έβλεπε με τι σκεπτικισμό τις έθαβε λες τη μια δίπλα στην άλλη, στο χώμα. Να αγγίζονται αλλά και να έχουν έναν «αέρα», να αναπνέουν. Στις μύτες περπάτησε ανάμεσα στη βλάστηση που είχε ξεπεταχτεί σε αυτόν τον «αέρα», αφήνοντας κάθε λογής να την αγγίζει. Κι αυτό το άγγιγμα μαλάκωσε ακόμη πιο πολύ το μέσα της. Κι έφτασε εκεί που ένα έντονο φουξ ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα.
«Σκυλάκια!» είπε και χαμογέλασε. Χρόνια είχε να τα δει. Στα παιδικά της χρόνια ήταν οι φύλακες σε κάθε αυλή, αλλά η αρχιτεκτονική κήπου και οι νέες αντιλήψεις τα είχαν εξοστρακίσει πια. Πιέζοντας με αντίχειρα και δείκτη, ένα ολάνοιχτο στόμα της γάβγισε τη νοσταλγία.
Τα αγαπούσε από παιδί τα σκυλάκια.