Της Κατερίνας Σχινά.
Τις προάλλες μια φίλη μου έκανε τη βαρυσήμαντη ανακοίνωση: «Θα χαρίσω τους κλασικούς μου! Αγόρασα i-pad». Είχε κατεβάσει όλον τον Ντοστογιέφσκι, τον Προυστ, τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ, τον Τζόυς και τη Βιρτζίνια Γουλφ. «Τέρμα η σκόνη και τα ακάρια», δήλωσε ενθουσιασμένη. «Τέρμα τα βάρη. Μονάχα τα εξακόσια γραμμάρια της ταμπλέτας». Έριξα μια ματιά στην εικονική βιβλιοθήκη της. Ήταν όλοι εκεί, εύτακτοι, πειθήνιοι, οργανωμένοι και κυρίως ανέπαφοι από το κιτρίνισμα του χρόνου, τους λεκέδες του καφέ, τις ανυπόμονες μολυβιές στα περιθώρια.
Παραμένω, ωστόσο, αμφίθυμη. Εξακολουθώ μάλλον να προτιμώ τις παραδοσιακές, σκονισμένες, επιτοίχιες βιβλιοθήκες. Ακραία υποκειμενικές, είναι η επιτομή των αναγνωστικών μας παθών, των βιβλιοφιλικών μας εμμονών, των λογοτεχνικών μας ερώτων. Αν, φυσικά, επενδύουμε έρωτες στα ράφια μας και δεν αρκούμαστε να τα επιδεικνύουμε σαν διακοσμητικά στοιχεία των σαλονιών μας, σειρές «ωραίων δεσιμάτων και ηχηρών τίτλων» που τόσο εξόργιζαν, ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. τον Σενέκα.
Θέλησα να τακτοποιήσω τη βιβλιοθήκη μου προχθές, να υποτάξω σε μια σκιώδη οργάνωση το απείθαρχο πλήθος των τόμων που όλο και μεγαλώνει, καταπίνοντας τον έναν ελεύθερο χώρο μετά τον άλλον. Πάλεψα για ώρες με τη φυσική συνθήκη των βιβλίων, που δεν είναι παρά η ακαταστασία. Ταξινομούσα μέχρι που σουρούπωσε, αν κι ήξερα, από την αρχή, ότι ο κόπος μου ήταν μάταιος. Υπήρχαν τόμοι που αρνούνταν να οργανωθούν, που αντιστρατεύονταν τη σύμβαση της κατάταξης. Και, καθώς τεντωνόμουν για να φτάσω τα ψηλότερα ράφια της βιβλιοθήκης, αναρωτιόμουν μήπως ο πλοίαρχος Νέμο ήξερε καλύτερα: οι δώδεκα χιλιάδες τόμοι του, αραδιασμένοι χωρίς καμιά διάκριση στα «ψηλά έπιπλα από μαύρο παλίσανδρο, στολισμένο με χαλκό» της ειδικής αίθουσας του Ναυτίλου, επισφράγιζαν μιαν αλήθεια που ο Ιούλιος Βερν φαίνεται να κατείχε: ότι ζωντανή βιβλιοθήκη είναι εκείνη που διαβάζεται και όχι εκείνη που επιδεικνύεται. Διαβάζω ανιδιοτελώς, σημαίνει διαβάζω για την απόλαυση· και απόλαυση σημαίνει βουτιά στο τυχαίο.
Αλλά τι θα ήταν μια βιβλιοθήκη χωρίς τη μανία της ταξινόμησης; Ο Ζωρζ Περέκ δεν θα ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Δαμάζοντας τους τίτλους, θαρρεί κανείς πως δαμάζει την ίδια τη γνώση. Κατατάσσοντας, φαντάζεται πως ανακεφαλαιώνει, οργανώνοντας πως συνοψίζει. Χαϊδεύοντας τις ράχες των βιβλίων που διάβασε και όσων υπόσχεται πως κάποτε θ’ ανοίξει κι όμως συνέχεια αναβάλλει, πείθεται πως ο Μίλτον δεν υπερέβαλε: τα βιβλία είναι ζωντανά. Κι ακούει μέσα του το λαχανιασμένο μουρμουρητό του Κην, του αρχετυπικού βιβλιομανούς επιστήμονα που γέννησε η φαντασία του Ελίας Κανέτι: «Σύμφωνοι, τα βιβλία είναι άψυχα, δεν έχουν αισθήματα. Αλλά ποις έχει αποδείξει ατράνταχτα την αναισθησία του ανόργανου;»
Ίσως, αύριο, η βιβλιοθήκη που τακτοποίησα προχθές με τόσο ζήλο, να είναι άχρηστη. Ίσως τα παιδιά μου να διαβάζουν – αν διαβάζουν – ηλεκτρονικά. Ίσως να ξεθωριάσουν οι σελίδες, να χαθούν οι λέξιες, και οι τόμοι που με τόση αγάπη συγκέντρωσα να καταντήσουν tabulae rasae. Αλλά, καθώς αγγίζω τα βιβλία μου, παρηγοριέμαι. Για την ώρα βρίσκονται ακόμα εδώ, πρόθυμα, χρήσιμα. Και θυμάμαι τον Μπόρχες: «Φυλάω τα βιβλία/ που ίσως είναι τα τελευταία/ Εδώ είναι στα ράφια τα ψηλά/ την ίδια ώρα μακρινά και κοντινά/ κρυφά και φανερά, όπως τα άστρα».
Εξοχο!!! … και παρηγορητικό …
όταν αποφασίζω να ξελαφρώσω κάπως τη δική μου βιβλιοθήκη χαρίζοντας η ανακυκλώνοντας κάποιο βιβλίο, νιώθω στενόχωρα, είναι σαν να πετάω φωτογραφία αγαπημένου προσώπου, που δεν υπάρχει πια…
(Υπάρχει και η οδός της συνύπαρξης…)
Σε μια γωνιά, το Άι-παντ
Library, δε, αεί και πάντα!
μ’αρεσει να έχω βιβλιοθήκη με αρκετούς σημαντικούς συγγραφείς, συνθέτες, μουσικούς να με συντροφεύουν τον ελεύθερο χρόνο μου
οπτικα δικτυα
Κάθε φορά που διαβάζω κάποιο άρθρο σας κυρία Σχινά, διαπιστώνω εκ νέου την ευαισθησία που ενυπάρχει φανερά στον τρόπο της γραφής σας.. Ναι, οι βιβλιοθήκες μας-παρά τον όγκο των βιβλίων που φέρουν πάνω τους- αποτελούν συνήθως την πιο αγαπημένη γωνία του σπιτιού μας, γιατί κάθε φορά που καταφεύγουμε εκεί και επιλέγουμε να βγάλουμε κάποιο βιβλίο από τα ράφια τους, μας έρχονται στο νου οι στιγμές που μας συντρόφευσαν την ώρα που το διαβάζαμε και τώρα πια η αφή του βιβλίου είναι για εμάς τόσο γλυκιά, θερμή και παρηγορητική! Αυτό το συναίσθημα κανένα i-pod δε δύναται να το αντικαταστήσει…
[…] Τις προάλλες μια φίλη μου έκανε τη βαρυσήμαντη ανακοίνωση: «Θα χαρίσω τους κλασικούς μου! Αγόρασα i-pad». Είχε κατεβάσει όλον τον Ντοστογιέφσκι, τον Προυστ, τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ, τον Τζόυς και τη Βιρτζίνια Γουλφ. «Τέρμα η σκόνη και τα ακάρια», δήλωσε ενθουσιασμένη. «Τέρμα τα βάρη. Μονάχα τα εξακόσια γραμμάρια της ταμπλέτας». Έριξα μια ματιά στην εικονική βιβλιοθήκη της. Ήταν όλοι εκεί, εύτακτοι, πειθήνιοι, οργανωμένοι και κυρίως ανέπαφοι από το κιτρίνισμα του χρόνου, τους λεκέδες του καφέ, τις ανυπόμονες μολυβιές στα περιθώρια.Παραμένω, ωστόσο, αμφίθυμη. Εξακολουθώ μάλλον να προτιμώ τις παραδοσιακές, σκονισμένες, επιτοίχιες βιβλιοθήκες. Ακραία υποκειμενικές, είναι η επιτομή των αναγνωστικών μας παθών, των βιβλιοφιλικών μας εμμονών, των λογοτεχνικών μας ερώτων. Αν, φυσικά, επενδύουμε έρωτες στα ράφια μας και δεν αρκούμαστε να τα επιδεικνύουμε σαν διακοσμητικά στοιχεία των σαλονιών μας, σειρές «ωραίων δεσιμάτων και ηχηρών τίτλων» που τόσο εξόργιζαν, ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. τον Σενέκα. […]
[…] Της Κατερίνας Σχινά.Τις προάλλες μια φίλη μου έκανε τη βαρυσήμαντη ανακοίνωση: «Θα χαρίσω τους κλασικούς μου! Αγόρασα i-pad». Είχε κατεβάσει όλον τον Ντοστογιέφσκι, τον Προυστ, τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ, τον Τζόυς και τη Βιρτζίνια Γουλφ. «Τέρμα η σκόνη και τα ακάρια», δήλωσε ενθουσιασμένη. «Τέρμα τα βάρη. Μονάχα τα εξακόσια γραμμάρια της ταμπλέτας». Έριξα μια ματιά στην εικονική βιβλιοθήκη της. Ήταν όλοι εκεί, εύτακτοι, πειθήνιοι, οργανωμένοι και κυρίως ανέπαφοι από το κιτρίνισμα του χρόνου, τους λεκέδες του καφέ, τις ανυπόμονες μολυβιές στα περιθώρια…. […]
τον Οκτώβριο αποφάσισα να τακτοποιήσω τις δύο βιβλιοθήκες μου μετά από χρόνια. Αφαίρεσα περίπου 20 βιβλία που δεν ήθελα πια να έχω, καποια τα έβαλα στο ειδικό κουτί γνωστού πορτοκαλί βιβλιοπωλείου ώστε να δοθούν, κάποια τα έδωσα στην θεία μου όντας σίγουρη οτι σε κείνη θα αρέσουν, κάποια τα χάρισα για την σχολική βιβλιοθήκη γυμνασίου στην Λιβαδειά και μερικά περιμένουν ακόμη να σταλούν σε φίλη στην Γαλλία καθότι γαλλικά και στην Ελλάδα δεν ξέρω κανέναν που να διαβάζει σ’αυτή τη γλώσσα. Επειδή όμως όταν αγοράζω βιβλίο αμέσως καταγράφω στην πρώτη σελίδα ημερομηνία και συναισθήματα της ημεράς αγοράς, για εκείνα που έδιωξα από μένα έσκισα την πρώτη σελίδα την οποία κρατάω σε ειδικό σημείο. Ναι μεν το βιβλίο έφυγε από εμένα για άλλους αναγνώστες αλλά επ’ουδενί δεν φέυγουν οι αναμνήσεις που το συνόδευσαν, οι μυρωδιές, ο καιρός, τα γεγονότα