Τίτος Πατρίκιος και Μανόλης Αναγνωστάκης: εκλεκτικές συγγένειες (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

1
13009

Ευριπίδης Γαραντούδης   [1]

 

Η μακρά συνοδοιπορία, τόσο η ποιητική όσο και η ιδεολογική, του Μανόλη Αναγνωστάκη, που γεννήθηκε το 1925, και του Τίτου Πατρίκιου, που γεννήθηκε το 1928, κορυφώθηκε και μπορούμε να πούμε ότι κρυσταλλώθηκε σ’ ένα εμβληματικό σημείο διαλόγου μέσα από το ποίημα του Αναγνωστάκη «Επίλογος». Αν και ο «Επίλογος» είναι ένα πολύ γνωστό ποίημα, ας το ξαναθυμηθούμε, για να ξετυλίξουμε εν συντομία το νήμα του διαλόγου του Αναγνωστάκη με τον «φίλο του τον Τίτο»:

 

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

 

Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη

Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.

 

«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,

«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες

Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.»

 

Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου.Κρίνε για να κριθείς.[2]

 

Ο «Επίλογος» είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής του Αναγνωστάκη, Ο στόχος, που στο μεγαλύτερο μέρος της συμπεριελήφθη στη συλλογική έκδοση Δεκαοχτώ κείμενα το 1970, στη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ως επιλογικό ποίημα στην περισσότερο και αμεσότερα πολιτική συλλογή του Αναγνωστάκη και συνάμα ως το θεωρούμενο τελευταίο ουσιαστικά ποίημά του, ο «Επίλογος» λειτουργεί ως μια ποιητική υποθήκη που αναπτύσσει τον προβληματισμό σχετικά με το τι μπορεί να κάνει η ποίηση. Δυστυχώς, σχολιάζει το ποίημα, δεν μπορεί να κάνει κάτι αποτελεσματικό απέναντι στη δύναμη της εξουσίας· ωστόσο προσφέρει τη δυνατότητα της προσωπικής αντίστασης μέσω της έκφρασης της άποψης και της διαμαρτυρίας. Στο κέντρο του «Επιλόγου» τοποθετούνται τα λόγια του φίλου Τίτου. Πρόκειται για στίχους από το ποίημα του Πατρίκιου, «Στίχοι, 2», που γράφτηκε τον Αύγουστο του 1957 και δημοσιεύτηκε στη συλλογή Μαθητεία το 1963:

 

Στίχοι που κραυγάζουν

στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες

στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη

και μέσα στους λίγους πόδες τους

κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,

άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,

γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα

κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.

(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα –

ποιοι σκέφτονται τις μάζες;

Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.)

Γι’ αυτό κι εγώ δε γράφω πια

για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια

όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια.

Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω

να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.

Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω.[3]

 

Το ποίημα του Πατρίκιου βάζει στο στόχαστρό του τους προγραμματικά αισιόδοξους και μαχητικά ορθόδοξους, εναρμονισμένους με την υψηλή ρητορική του Κόμματος, κομμουνιστές ποιητές, τους «δήθεν επαναστάτες», κατηγορώντας τους για αφέλεια ή και υποκρισία.[4] Από την ανάγνωση του «Στίχοι, 2» γίνεται φανερό ότι ο Αναγνωστάκης στον «Επίλογο» διαλέγεται συνολικά με το ποίημα του φίλου του, υιοθετώντας και προεκτείνοντας τον προβληματισμό του Πατρίκιου από την εποχή της μεταπολεμικής-μετεμφυλιακής Ελλάδας και του ψυχρού πολέμου στα σκληρά χρόνια της νεότερης ιστορικής περιπέτειας, της δικτατορίας. Και στα δύο ποιήματα, λοιπόν, η διαπίστωση της αδυναμίας της ποίησης είναι πικρή, αλλά πεισματική συνάμα ορθώνεται, απέναντι στην κάθε φορά αντίξοη κοινωνική πραγματικότητα, η οφειλή του χρέους της αλήθειας και της προσωπικής αντίστασης. Έτσι και τα δύο ποιήματα κάθε άλλο παρά εκφράζουν ηττοπάθεια, αλλά την επίγνωση μιας πραγματικότητας που οι ποιητές οφείλουν να αντιπαλέψουν.[5]

Με σημείο αφετηρίας τον διάλογο μεταξύ δύο πολιτικών ποιητών και φίλων και σε απόσταση έξι δεκαετιών από το «Στίχοι, 2» του Πατρίκιου και σχεδόν πέντε δεκαετιών από τον «Επίλογο» του Αναγνωστάκη, αξίζει σήμερα να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσά τους, δεδομένου μάλιστα ότι διαθέτουμε την εποπτεία του χρόνου που πέρασε. Πριν σχολιάσω τις συγγένειες, υπάρχει μια εξόφθαλμη διαφορά που σκόπιμο είναι να μην μείνει ασχολίαστη: Από τη μια πλευρά η ολιγογραφία του Αναγνωστάκη, από την άλλη η πολυγραφία του Πατρίκιου. Τα ποσοτικά δεδομένα είναι αναντίρρητα. Το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη εκτείνεται σε περίπου 90 όλα κι όλα ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1941-1970 και συγκεντρωμένα στην έκδοση Ποιήματα, 1941-1971 (1971), ενώ τα δύο μικρά μεταπολιτευτικά βιβλία του, Το περιθώριο ’68-’69 (1979) και ΥΓ. (1992), περιέλαβαν σύντομες το πρώτο και πολύ σύντομες το δεύτερο αυτοβιογραφικού τύπου εγγραφές. Αντιθέτως, μεγάλο μέρος της ποίησης του Πατρίκιου συγκεντρώθηκε σε τέσσερις τόμους Ποιημάτων, που οι τρεις πρώτοι καλύπτουν το έργο της περιόδου 1943-1973,[6] ενώ ο τέταρτος τα ποιήματα των χρόνων 1988-2002.[7] Κάνοντας, λοιπόν, μια σχηματική σύγκριση, διαπιστώνουμε ότι στον χρόνο της συνοδοιπορίας των δύο ποιητών μέχρι το τέλος της δικτατορίας το έργο του Πατρίκιου είναι τουλάχιστον τριπλάσιο σε έκταση σε σύγκριση με εκείνο του Αναγνωστάκη. Δεδομένου μάλιστα ότι ο Πατρίκιος παρέμεινε ποιητικά ενεργός στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αφενός δημοσιεύοντας πολλά ανέκδοτα μεταπολεμικά ποιήματά του και αφετέρου γράφοντας και δημοσιεύοντας αρκετά ποιητικά βιβλία και μετά το 2002,[8] όπως και παραμένει ποιητικά δραστήριος στη σύγχρονή μας εποχή της κρίσης, το ποιητικό έργο του είναι αρκετές ακόμα φορές μεγαλύτερο από εκείνο του Αναγνωστάκη, χωρίς μάλιστα να συνυπολογιστεί και η άλλη συγγραφική δημιουργική όψη του Πατρίκιου, η όψη των αφηγηματικών (ημερολογιακών, αυτοβιογραφικών, δοκιμιακών) κειμένων του.[9]

Αν είχε νόημα αυτή η σύγκριση με το ζύγι της ποσότητας είναι επειδή δίνει την αφορμή να επισημανθεί μια καίρια διαφορά ανάμεσα στους δύο ποιητές, η διαφορά της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας τους. Συγκεκριμένα, ο Αναγνωστάκης ήταν ένας πολύ αυστηρά αυτοκρινόμενος ποιητής που υπέβαλε την ποιητική λειτουργία του σε μια διαδικασία πολλαπλών μηχανισμών ελέγχου και, όπως έδειξαν τα μεταπολιτευτικά αυτοβιογραφικού τύπου ποιήματά του, σε μια διαδικασία συμπύκνωσης ή αφαίρεσης, αφαίρεσης που έτεινε να φτάσει μέχρι τη σιωπή. Γι’ αυτό και το έργο του είναι υφολογικά συνεκτικό κι έχει ένα εκφραστικό στίγμα που μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως διακριτά δικό του. Ο Πατρίκιος, αντίθετα, ήταν και παραμένει ένας ποιητής που αφήνεται πολύ περισσότερο ελεύθερος στο κάλεσμα της ποίησης, ελέγχοντας πολύ λιγότερο τον εαυτό του. Δεν υπονοώ πάντως ότι η ποιητική ολιγογραφία λειτουργεί ως προτέρημα κι η ποιητική πολυγραφία ως ελάττωμα. Ίσως αυτή η διαφορετική ιδιοσυγκρασία επηρεάστηκε από το γεγονός ότι ο Πατρίκιος μαθήτευσε, την εποχή ιδίως των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, στο ποιητικό εργαστήρι του Γιάννη Ρίτσου – βέβαια η μαθητεία αυτή μειώθηκε με το πέρασμα του χρόνου και με την κατάκτηση της ποιητικής ωριμότητας. Παράλληλη με αυτή του Πατρίκιου ως προς τη μαθητεία στο εργαστήρι του Ρίτσου και την πολυγραφία είναι η περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη. Σε συνδυασμό με την πολυγραφία του Πατρίκιου λειτουργεί και η υφολογική πολυτροπία του· η άφεσή του, με άλλα λόγια, σε εκφραστικές και θεματικές μετατοπίσεις που, χωρίς να αναιρούν την ύπαρξη ενός κέντρου, δείχνουν την εξακτίνωση αυτού του κέντρου προς διάφορες κατευθύνσεις, π.χ. άλλοτε τη λυρική και άλλοτε τη δραματική ποίηση, άλλοτε την ερωτική κι άλλοτε την κοινωνική ποίηση. Οι μετατοπίσεις αφορούν και στη μορφή, η οποία διακυμαίνεται μέσα στον χρόνο από τα μεγάλα συνθετικά ποιήματα μέχρι τα μικρά ολιγόστιχα ποιήματα. Παράλληλα, η υφολογική πολυτροπία του Πατρίκιου ήταν και είναι εύλογη απόρροια της μακράς διαδρομής του ως ποιητή μέσα στον ιστορικό χρόνο που αλλάζει και ώς ένα σημείο αλλάζει και τους ανθρώπους, μέσα στο διάστημα μάλιστα 74 ετών, από το 1943 μέχρι σήμερα.

Ανατρέχοντας, στη συνέχεια, στη βασική εποχή της συνοδοιπορίας Πατρίκιου και Αναγνωστάκη, στα μεταπολεμικά χρόνια, η συγγένειά τους είναι ιδιαίτερα έκδηλη και σε μεγάλο βαθμό ήδη διαπιστωμένη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνοι που προσέδωσαν στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά το ειδοποιό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικότητας είναι οι πολιτικοί ποιητές της. Οι πολύ γνωστοί και εμβληματικοί στίχοι του Αναγνωστάκη, «Όμως εγώ / δεν παραδέχτηκα την ήττα», στίχοι που συμπυκνώνουν απολογιστικά την άμεση εμπλοκή των πολιτικών ποιητών της γενιάς με τη σύγχρονή τους ιστορική εμπειρία, μπορούν να παραβληθούν με πολλούς ομοιόθεμους και ανάλογης διάθεσης στίχους και ποιήματα του Πατρίκιου. Η ιδεολογική σύμπραξη και η ένταξη του Αναγνωστάκη και του Πατρίκιου, όπως και των περισσότερων πολιτικών ποιητών της γενιάς τους, στην Αριστερά επέφερε οδυνηρές επιπτώσεις στη ζωή τους: διώξεις, φυλακίσεις, μιαν ανεκτέλεστη καταδίκη σε θάνατο (στην περίπτωση του Αναγνωστάκη), εξορίες, κοινωνικό στιγματισμό και άλλους αποκλεισμούς. Η αντίσταση, ωστόσο, και των δύο ποιητών και φίλων στην ήττα, που δεν αφορούσε στενά τη στρατιωτικοπολιτική έκβαση της εμφύλιας διαμάχης αλλά την αίσθηση της έκπτωσης και του διασυρμού κάθε ανθρώπινης αξίας, αποτέλεσε το βαθύτερο δημιουργικό κίνητρο και τον ουσιαστικό συνεκτικό πυρήνα του έργου τους. Ο προσδιορισμός της κοινωνικής ταυτότητας του «επιζώντα»[10] και η διατήρηση του αυθεντικού χαρακτήρα της ιδεολογικής πίστης τους έγινε η βασική μέριμνα και αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέματά τους. Παράλληλα η κρίση που προκλήθηκε στον κομματικό μηχανισμό της Aριστεράς, ως απόρροια της ήττας της πολιτικής παράταξης, λειτούργησε ως θεματικός ιστός της ποίησής τους. Βασικά θεματικά γνωρίσματα της ποίησης τόσο του Αναγνωστάκη όσο και του Πατρίκιου είναι η απολογιστική στάση ως προς το παρελθόν και η διάθεση για επανέλεγχο της ιστορίας, με γνώμονα το ερώτημα αν τα πράγματα συνέβησαν σωστά ή αν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αλλιώς. Γι’ αυτό είναι εύστοχη η επισήμανση του ποιητή και κριτικού Πάνου Θασίτη ότι οι πολιτικοί ποιητές της γενιάς του όχι μόνο βίωσαν αλλά και εξέφρασαν σταθερά τον «κοινωνικό πόνο»[11] – ο Αναγνωστάκης ηπιότερα και κρυπτικότερα, ο Πατρίκιος αμεσότερα και εντονότερα. Η πεισματική αντίσταση και των δύο ποιητών στην «ήττα», ανεξάρτητα από τους εκφραστικούς τρόπους και τις τεχνοτροπικές τάσεις με τις οποίες εκδηλώθηκε, συγκρότησε ποιητικά έργα που διακρίνονται για το ακλόνητο ήθος και τον ανθρωπισμό τους. Για τους πολιτικούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, και με σημείο αναφοράς το έργο τριών από αυτούς, του Άρη Αλεξάνδρου, του Αναγνωστάκη και του Πατρίκιου, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης το 1976 πρότεινε τον εύστοχο όρο «ποιητική και πολιτική ηθική».[12] Ο όρος αυτός σημαίνει ότι ο τρόπος έκφρασης αυτών των ποιητών είναι ομοούσιος και αδιαίρετος από την πολιτική ηθική τους, επειδή αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους όχι ως άτομο αλλά ως ενεργό πολίτη που διεκδικεί τη δημόσια παρουσία του μέσα σε μια ταραγμένη εποχή.

Τα βασικά χαρακτηριστικά, λοιπόν, της μεταπολεμικής εποχής, αποτυπωμένα στην προσωπική περιπέτεια τόσο του Αναγνωστάκη όσο και του Πατρίκιου, μεταπλάστηκαν σταδιακά στην ποίησή τους: το ιδεολογικό όραμα ενός κοινωνικά δικαιότερου κόσμου στην αρχή και η σκληρή διάψευση του οράματος στη συνέχεια, οι απηνείς πολιτικές διώξεις (όπως θεματοποιήθηκαν στη λεγόμενη «ποίηση της δοκιμασίας») και οι κατοπινές δυσκολίες επανένταξης στην κοινωνική ζωή, η βαθμιαία αμφισβήτηση των καταπιεστικών μηχανισμών του αριστερού κομματικού χώρου, η προσπάθεια για τη διατήρηση μιας αριστερής ιδεολογικής ταυτότητας προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες, η μαχητική και αξιοπρεπής προσωπική στάση απέναντι στη δικτατορία. Όσο κι αν στο έργο του Πατρίκιου είναι πολύ πιο διακριτή απ’ ό,τι στο έργο του Αναγνωστάκη μια πρώτη, πολιτικά «στρατευμένη» φάση, η μεταπολεμική ποίηση του Πατρίκιου μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους, την πολιτική και τη μεταπολιτική, που ωστόσο βρίσκονται σε παλινδρομική και διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, όπως πολύ εύστοχα έδειξε ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος.[13] Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τη μεταπολεμική ποίηση του Αναγνωστάκη. Εντέλει, η πολιτική ηθική τόσο του Αναγνωστάκη όσο και του Πατρίκιου συγκροτήθηκε στη βάση του διανοούμενου που εντάχτηκε και παρέμεινε στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, χωρίς όμως να συντάσσεται άκριτα και άβουλα με την κομματική ηγεσία. Παράλληλα ως ανήσυχοι δημιουργοί και οι δύο αφομοίωσαν, παρά τις μεταξύ τους αποκλίσεις, τα διδάγματα της μοντέρνας ποιητικής παράδοσης και τα μετέφεραν στο έδαφος του κοινωνικού ρεαλισμού, συνδυάζοντάς τα με την ειρωνεία του Καβάφη και την αυτοσαρκαστική διάθεση του Καρυωτάκη.

Διαβάζοντας, πάντως, την ποίησή τους σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι ο όρος «πολιτικός ποιητής» τους περιορίζει αμφότερους. Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο Αναγνωστάκης, που θεωρήθηκε τόσο κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής όσο και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ως πολιτικός ποιητής κατά βάθος είναι (και) ένας γνήσια υπαρξιακός ποιητής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, ο Αναγνωστάκης είναι κατά βάθος υπαρξιακός ποιητής, καθώς  «αντιμετωπίζει την ιδεολογική παρακμή ως επιμέρους, δραματική, πτυχή μιας γενικότερης και τραγικής πτώσης».[14] Το ίδιο ακριβώς πιστεύω ότι ισχύει και για την ποίηση του Πατρίκιου, όπου η όσμωση του πολιτικοκοινωνικού και του υπαρξιακού στοιχείου, η σύνδεση της συλλογικότητας με την ατομικότητα, η συνύπαρξη της ψυχοσυναισθηματικής εσωστρέφειας και της ιδεολογικής εξωστρέφειας διαπερνούν ολόκληρο το έργο του, ήδη από τη νεότητά του. Σήμερα είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε καλύτερα από ό,τι στα μεταπολεμικά χρόνια, επειδή η ανάγνωσή μας δεν περιορίζεται από τον φακό της ιδεολογικής ορθότητας, ότι και ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος εξέφρασαν τον ιδεολογικό και κοινωνικό προβληματισμό τους σταθερά μέσα από τον υπαρξιακό αντίκτυπό του. Πιστεύω ότι ο Αναγνωστάκης επιλέγοντας να αναφέρει και να τιμήσει στον «Επίλογό» του ειδικά τον Τίτο Πατρίκιο, αναγνώρισε συνολικά τη σύνθετη και πολύπλευρη  συνοδοιπορία τους στα μεταπολεμικά χρόνια.

Αλλά μεγαλύτερη ίσως σημασία έχει να αναλογιστούμε τι απέγινε η συνοδοιπορία Πατρίκιου και Αναγνωστάκη στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην εποχή της μεταπολίτευσης, τουλάχιστον στο διάστημα όσο ο Αναγνωστάκης ζούσε, που δεν ήταν μικρό, σχεδόν τρεις δεκαετίες, από το 1974 μέχρι τον θάνατό του, το 2005. Εκ πρώτης όψεως σχηματίζεται η εικόνα του τέλους της συνοδοιπορίας και της μεταξύ τους απόκλισης. Από τη μια πλευρά, ο Αναγνωστάκης υιοθέτησε τη στάση που ονομάστηκε και πολλαπλά σχολιάστηκε ως «σιωπή», την αποχή του, με άλλα λόγια, από τη γραφή ποιημάτων. Από την άλλη πλευρά, στα ίδια χρόνια ο Πατρίκιος φαίνεται να υιοθετεί, εκ πρώτης όψεως, την αντίθετη στάση μιας διαρκούς ποιητικής παρουσίας. Πράγματι, όμως, υπήρξε μια ουσιαστικά διαφορετική στάση των δύο ποιητών; Δεν νομίζω, όπως θα προσπαθήσω να δείξω. Η λεγόμενη «σιωπή» του Αναγνωστάκη υπερτονίστηκε και έτσι ώς ένα σημείο λειτούργησε ως δείκτης της θετικής αξιολόγησης του έργου του, θεωρημένου στη βάση πρωτίστως ιδεολογικών κριτηρίων. Η αλήθεια είναι ότι ο Αναγνωστάκης δεν σώπασε τόσο όσο θεωρήθηκε ότι σώπασε. Και δεν σώπασε επειδή, ως συνέχεια της ποιητικής μεταπολεμικής ολιγογραφίας τους, υπήρξαν τα δύο μικρά μεταπολιτευτικά βιβλία του, Το περιθώριο ’68-’69 και το ΥΓ., ακόμα κι αν τα διαβάσουμε ως κατάδειξη των αιτιών για τις οποίες σίγησε ο ποιητικός λόγος του, από τη στιγμή που ο φορέας του συνέχιζε να ζει, αλλά δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σε μια εποχή ξένη στην πραγματική του ανθρώπινη ταυτότητα. Κυρίως, όμως, ο Αναγνωστάκης δεν σώπασε καθώς έγραψε και εξέδωσε το 1987 το δοκίμιό του Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του.[15] Στο απολαυστικό αυτό «δοκιμιακό σχεδίασμα», όπως το ονόμασε, αποκάλυψε μια σημαντική, λανθάνουσα ποιητική όψη του. Επινοώντας ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Μανούσο Φάσση, ο Αναγνωστάκης τού απέδωσε, μέσα από ένα σατιρικό δοκίμιο, έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ποιημάτων που έγραψε ο ίδιος, μια σειρά από ιδιωτικά στιχουργήματα, όπου εκμεταλλεύεται την παραδοσιακή μετρική φόρμα και τις ομοιοκαταληξίες και προβάλλει ένα πηγαίο χιούμορ. Επιπλέον, με το ίδιο δοκίμιο ο Αναγνωστάκης άσκησε, μέσα από τη σάτιρα, αναδρομική και συγκαιρινή κριτική στην επικρατούσα, συμβατική και μονοδιάστατη ανάγνωσή του ως σοβαρού πολιτικού ποιητή, ως της ζωντανής ποιητικής συνείδησης της ελληνικής Αριστεράς. Αν μετά το 1987 και για τα υπόλοιπα 18 χρόνια της ζωής του ο Αναγνωστάκης σώπασε, αυτή η σιωπή είναι καταχρηστικό να ερμηνεύεται ως ιδεολογική στάση και πρέπει να αποδοθεί στην ιδιοσυγκρασία του, που αιτιολογεί και την ολιγογραφία του στα μεταπολεμικά χρόνια.

Με τη γραμμένη στην εποχή της μεταπολίτευσης ποίησή του ο Πατρίκιος αντικρίζει, στην ώρα της ηλικιακής και ποιητικής ωρίμανσής του, τον πρωτεϊκό χαρακτήρα της ποιητικής δημιουργίας· με άλλα λόγια, την ανάγκη, αναζητώντας την ποιητική του αλήθεια, να απεκδυθεί τα παλιά πρόσωπα και προσωπεία της ποίησής του, να αναζητήσει τη νέα ταυτότητά της, αυτήν που υπαγόρευσαν οι νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Κι αυτό κατορθώνεται με προαγωγή θεμάτων και μορφών που είχαν ήδη κατατεθεί στο παλαιότερο έργο του, αλλά που τώρα γνωρίζουν μιαν εντελή μετατροπή και μια νέα μορφοποίησή τους. Ο τόνος αλλάζει. Ο εξημμένος ή και οργισμένος, πικρόχολος και ενίοτε μεταφορικός λόγος των μεταπολεμικών ποιημάτων παραχωρεί τη θέση του σε έναν γυμνό από ψιμύθια και εμπράγματο, ήπιο, οικείο και νηφάλιο λόγο, που προσδέχεται το ύφος μιας κουβεντιαστής και συχνά απευθυνόμενης εις εαυτόν συνομιλίας. Ο διδακτισμός και η αντίδικη διάθεση των μεταπολεμικών ποιημάτων μετατρέπονται σε έναν λόγο που γίνεται εσωστρεφής, αυτοεξομολογητικός και αυτοσχολιαστικός. Το γνωστό από παλιά στοιχείο της ειρωνείας και του σαρκασμού, χωρίς να χάνει τους δημόσιους στόχους του, μεταλλάσσεται σ’ έναν χαμηλότονο, υπονομευτικό αυτοσαρκασμό. Ο Πατρίκιος, ασκώντας πλέον μια ειρωνική διάθεση πιο διακριτική και διαβρωτική, γίνεται και ο ίδιος θύμα της ειρωνείας που ασκεί. Το διανοητικό στοιχείο παραμένει έντονο, όπως και στην παλαιότερη ποίησή του, αλλά τώρα ενισχύονται περισσότερο τα ίχνη των εντοπισμένων σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο προσωπικών βιωμάτων, από ταξίδια, έρωτες, αναγνώσματα, ως η κύρια θεματική ύλη των ποιημάτων του.[16]

Πιστεύω ότι με το μεταπολιτευτικό έργο τους τόσο ο Πατρίκιος όσο και ο Αναγνωστάκης συνέχισαν, με λιγότερο ορατό τρόπο, τη συνοδοιπορία τους, καθώς πέρασαν σε μία νέα φάση, όπου η πολιτική και ποιητική ηθική τους, όπως προσδιορίστηκε από τον Μαρωνίτη για το μεταπολεμικό έργο τους, άλλαξε. Σε ό,τι αφορά τον Πατρίκιο η αλλαγή γίνεται με λιγότερο εξόφθαλμο αλλά ίσως πιο δραστικό τρόπο απ’ ό,τι στον Αναγνωστάκη (κυρίως με το δοκιμιακό σχεδίασμά του για τον Φάσση). Συγκεκριμένα, η ποιητική πράξη του Πατρίκιου, που παλαιότερα οριζόταν σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική ένταξη και την πολιτική δράση, παραχωρεί τώρα τη θέση της σε ένα ποιητικό απολογισμό που αποτιμά το τίμημα, θετικό και αρνητικό, του ενεργού πολιτικού παρελθόντος, και τελικά διατρανώνει την πίστη στη στάση ενός πάντα ενεργού, αλλά και αποξενωμένου από την πολιτική δράση, ερωτηματικά αμήχανου και εναγώνια υποψιασμένου διανοούμενου. Κάποιες στιγμές διαπιστώνει συντελεσμένη πια την έκπτωση των ιδεολογικών οραμάτων του – κάποτε και την επιμελώς καλυμμένη φενάκη τους, και κάποιες άλλες εκτιμά βέβαια θετικά την παρελθούσα πολιτική του σύμπραξη, αλλά απολυτρώνεται από το φάσμα του χαμένου οράματος, υιοθετεί τη διαλλακτικότητα ως μια νέα στάση ζωής, αντιλαμβάνεται την ιδεολογικά κατευθυνόμενη και πλασματική διάκριση καλού-κακού ή και τον πειρασμό να δικαιώσει την αντιηρωική στάση. Η όποια μάχη δίνεται πλέον στο πεδίο της ποίησης, και αν η μάχη αυτή κερδίζεται είναι επειδή διατηρείται το ήθος της ειλικρίνειας και η τόλμη να καταξιώνεται ποιητικά ακόμα και η ηττοπάθεια.

Ως δείγμα αυτής της νέας, όψιμης ποιητικής και πολιτικής ηθικής του Πατρίκιου, θα παραθέσω, αντί επιλόγου, το ποίημα «Στίχοι, 3», ακριβώς επειδή διαλέγεται, από απόσταση 25 χρόνων, με το ποίημα «Στίχοι, 2»:

 

Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα

είχα γράψει πριν από χρόνια

κι ως σήμερα μου το καταλογίζουν.

Όμως οι στίχοι κάνουν τη δική τους τη δουλειά

δείχνουν τα καθεστώτα, τα κατονομάζουν

ακόμα κι όταν πάνε να εξωραϊστούν

ν’ ανακαινίσουν λίγο τη βιτρίνα

ν’ αλλάξουν επωνυμία και ταμπέλα.

Μάλιστα οι στίχοι κάποτε πετυχαίνουν

σ’ απρόσμενες στάσεις τους ηγέτες

βέβαιους πως κανένας δεν τους βλέπει

με σώβρακο κιτρινισμένο κι ανοιχτό

πριν φορέσουν περισκελίδα ή παντελόνι

με καλαμένια πόδια παντόφλες στραβοπατημένες

πριν βάλουν μπότες ή σκαρπίνια

με την κοιλιά να ξεχειλάει πριν τη ρουφήξουν

για να κουμπώσουν το αμπέχονο ή το σακάκι

με τις μασέλες αφημένες στο ποτήρι

πριν ξαναπροβάρουν τον ιστορικό τους λόγο

με τα προγούλια τους να κρέμονται, τις λάπες

πριν θεληματικό υψώσουν το πηγούνι

πριν ατενίσουν πάντα νέοι το μέλλον.

Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα

μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ

απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες.[17]

 

Το ποίημα «Στίχοι, 3», σύμφωνα με την ένδειξη που το ακολουθεί, γράφτηκε στις  20 Νοεμβρίου 1982, τον δεύτερο χρόνο ύστερα από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και την τότε περίφημη άνοδο του λαού στην εξουσία. Αν στην περιγραφή των ηγετών διακρίνεται, κάπου στο βάθος, η τότε ισχυρή μορφή του Ανδρέα Παπανδρέου,[18] η μορφή που συνεπήρε και τα δικά μου νιάτα, μήπως στη σημερινή ανάγνωση του ποιήματος δημιουργούνται άλλοι συνειρμοί, μήπως αχνοφαίνεται η μορφή ενός σύγχρονου ηγέτη, απ’ όσους «ατενίζουν πάντα νέοι το μέλλον»; Ένα ερώτημα όπως αυτό βρίσκεται στην αφετηρία για τη γραφή ενός ακόμα ποιήματος, μακάρι από τον Τίτο Πατρίκιο, του ποιήματος «Στίχοι, 4».

 

 

[1] Συνεπτυγμένη μορφή αυτής της μελέτης διαβάστηκε στην εκδήλωση «Κι όπως έλεγε ο φίλος μου ο Τίτος… Αφιέρωμα στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο», Ρούστικα Ρεθύμνου, 2 Αυγούστου 2017, που διοργανώθηκε από τον Πανελλήνιο Όμιλο Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, σε συνεργασία με το Πνευματικό-Πολιτιστικό Κέντρο Ρουστίκων «Ανέστης και Μανόλης Αναγνωστάκης» και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ρουστίκων.

[2] Μανόλη Αναγνωστάκη, Τα ποιήματα, Θεσσαλονίκη 1971, Αθήνα, Πλειάς 198010, σ. 167.

[3] Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ, 1953-1959. Τέλος του καλοκαιριού, Τα κοιτάσματα του χρόνου, Αντιδικίες, Μαθητεία, Αθήνα, Κέδρος 1998, σ. 178, με την ένδειξη κάτω από το ποίημα «Αύγουστος 1957». Πρώτη δημοσίευση στη συλλογή Μαθητεία, Αθήνα, Πρίσμα 1963.

[4] Διεξοδική εξέταση του ποιήματος «Στίχοι, 2» και επισήμανση των συνθηκών και των κινήτρων που το γέννησαν, βλ. στη μελέτη του Βασίλη Λέτσιου, «“Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα / Κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες”: Ο “μη πολιτικός” Τίτος Πατρίκιος», Πόρφυρας, τχ. 150, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014, σ. 357-366. Η φράση «δήθεν επαναστάτες» είναι του Λέτσιου.

[5] Ο Λέτσιος, ό.π., σ. 362, που συνεξετάζει τα ποιήματα «Στίχοι, 2» και «Επίλογος», εύστοχα σκέφτεται ότι ο Αναγνωστάκης επιλέγει να αναφέρει τους στίχους του Πατρίκιου κάνοντάς τον έτσι παρών στον τόμο Δεκαοχτώ κείμενα, με δεδομένο ότι ο Πατρίκιος δεν συμμετείχε σ’ αυτόν τον συλλογικό τόμο, καθώς εκείνη την εποχή ήταν αυτοεξόριστος στο εξωτερικό.

[6] Βλ. Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, Ι, 1943-1953. Πρώτα ποιήματα, Επιστροφή στην ποίηση, Largo, Μεγάλο γράμμα, Ασκήσεις, Χωματόδρομος, Χρόνια της πέτρας, Αθήνα, Κέδρος 1998, σσ. 251· Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙ, 1953-1959, ό.π., σσ. 221· Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙΙ, 1959-1973. Μαθητεία ξανά, Θάλασσα επαγγελίας, Παραμορφώσεις, Προαιρετική στάση, Αθήνα, Κέδρος 1998, σσ. 186.

[7] Βλ. Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, IV, 1988-2002. Αντικριστοί καθρέφτες, Η ηδονή των παρατάσεων, Η αντίσταση των γεγονότων, Η πύλη των λεόντων, Αθήνα, Κέδρος 2007, σσ. 223. Μέσα στο φθινόπωρο του 2017 θα εκδοθεί νέα επίτομη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Πατρίκιου από τις εκδόσεις Κίχλη.

[8] Συγκεκριμένα, μετά το 2002 εκδόθηκαν τα ποιητικά βιβλία του: Η νέα χάραξη, Αθήνα, Κέδρος 2007, 20082, 20103· Λυσιμελής πόθος, Αθήνα, Καστανιώτης και Διάττων 2008, Κίχλη 20142·  Το σπίτι, Θεσσαλονίκη, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Καλώς Κείμενα 1 2011· Συγκατοίκηση με το παρόν, Αθήνα, Κέδρος 2011, 20122· Σε βρίσκει η ποίηση, Αθήνα, Εκδόσεις Κίχλη 2012, 20132, 20143.

[9] Τα βιβλία του Πατρίκιου με αφηγηματικά κείμενα είναι: Η συμμορία των δεκατριών, Αθήνα, Διάττων 1990, Κέδρος 20022· Συνεχές ωράριο, Αθήνα, Διάττων 1993, Κέδρος 20002· Στην ίσαλο γραμμή, Αθήνα, Κέδρος 1997, 19982, 19993· Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες, Αθήνα, Κέδρος 2006, 20072· Ο πειρασμός της νοσταλγίας. Σημειώσεις καθημερινότητας, Αθήνα, Εκδόσεις Κίχλη 2015.

[10] Σύμφωνα με το βασικό υπαρξιακό θέμα που επισήμανε η Δώρα Μέντη, «Tο θεματικό μοτίβο του “επιζώντος” στην ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη», Aντί, τχ. 537-538, 1993, σ. 79-84.

[11] Βλ. Πάνος Θασίτης, «Κοινωνικοί προσδιορισμοί στην ποίηση», Επτά δοκίμια για την ποίηση, Αθήνα, Κέδρος 1979, σ. 72. Η πρώτη δημοσίευση έγινε το 1966.

[12] Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά: Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Αθήνα, Κέδρος 1995. Πρώτη δημοσίευση σε επιφυλλίδες τα έτη 1975-1976.

[13] Βλ. Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τίτος Πατρίκιος, ποιητής πολιτικός και μεταπολιτικός», στον συλλογικό τόμο Για τον Πατρίκιο, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη 2016, σ. 13-32. Ο Ραυτόπουλος διευκρινίζει: «Λέω “μεταπολιτική” […] με τη γενικότερη έννοια του λόγου πάνω στον ανθρώπινο βίο και τη συμβίωση σε εποχή ιστορικής παρουσίας συντριπτικής, δηλαδή σε εποχή τραγωδίας, που αφήνει μια χαοτική συνείδηση» (σ. 27). Και προσθέτει: «Δεν υπάρχει καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο περιόδους (πολιτική – μεταπολιτική), αλλά παλινδρόμηση και διαλεκτική σχέση» (σ. 27).

[14] Νάσος Βαγενάς, «Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη», Το Βήμα, 17 Απριλίου 1994. Αναδημοσίευση: Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Αθήνα, Στιγμή 1994, σ. 125-132.

[15] Βλ. Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Στιγμή 1987, σσ. 141. Βλ. σχετικά τη μελέτη μου «Tα ποιήματα του Mανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης», Πόρφυρας, τχ. 86, Aπρίλιος-Iούνιος 1998, σ. 615-631. Σε εμπλουτισμένη μορφή στο βιβλίο μου, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση (1930-2006), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2007, σ. 91-. Τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί αρκετές μελέτες για τον Μανούσο Φάσση.

[16] Οι παρατηρήσεις αυτές πρωτοδιατυπώθηκαν στη βιβλιοκρισία μου για το βιβλίο του Πατρίκιου, Αντικριστοί καθρέφτες, Η λέξη, τχ. 87, Σεπτέμβριος 1989, σ. 840-843, αλλά πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό ισχύουν για το σύνολο της ποιητικής παραγωγής του Πατρίκιου από την αρχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα. Για την εξέλιξη της ποίησης του Πατρίκιου μέσα στον χρόνο, με κύριο γνώμονα ή «ενιαία μήτρα εκπόρευσης και συγκρότησης την προβληματική μιας πολιτικής ανρθωπολογίας», βλ. Παναγιώτης Νούτσος, «Τ. Πατρίκιος: Από την παλαιότερη στη νεότερη ποίησή του», στον συλλογικό τόμο Για τον Πατρίκιο, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη 2016, σ. 79-88.  Βλ. επίσης του ίδιου το βιβλίο Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση. Για τον Τίτο Πατρίκιο, Αθήνα, Σαββάλας 2006.

[17] Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, IV, 1988-2002, ό.π., σ. 34. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στη συλλογή, Αντικριστοί καθρέφτες, το 1988.

[18] Βλ. τον σχολιασμό του ποιήματος από τον Βασίλη Λέτσιο, ό.π., σ. 363-364, όπου το ποίημα συσχετίζεται με τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του 1982, στη βάση μιας αναφοράς του Πατρίκιου σε δήλωση της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μαρκούρη.

Προηγούμενο άρθροΗ Ζυράννα που πάει παντού (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)
Επόμενο άρθρο Η μυθιστορία της ζωής και η πορεία προς την ωρίμανση (της Ειρήνης Σταματοπούλου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ