Της Μαρίζα Ντεκάστρο.
Συγγραφέας: Ένρικ Γιουκ
Το μπαούλο με τα τέρατα: Η μάγισσα, Το βαμπίρ, Η μούμια, Ο γίγαντας
Εικονογράφιση: Οσκαρ Τ. Πέρεζ, Φερνάντο Φαλκόνε, Πάολο Ταμπούσιο, Σεσίλια Μπαρέλα
Μετάφραση: Ασημίνα Γιαννοπούλου
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Τέρατα που στοιχειώνουν… η μάγισσα τα όνειρά μας, ο γίγαντας τα παραμύθια, η μούμια την Ιστορία, το βαμπίρ τη λογοτεχνία. Ο Έρικ Γιουκ είναι πασίγνωστος στην Ισπανία, πολυβραβευμένος. Τώρα ήρθε η ώρα να τον γνωρίσουν και τα δικά μας παιδιά.
Ο συγγραφέας και εικονογράφος βγάζει τέσσερις στερεοτυπικούς ήρωες από το πιθάρι του πολιτισμού και τους προσγειώνει με χιούμορ δίπλα μας, στα δικά μας. Κι από κει αρχίζουν οι περιπέτειες των άγριων τεράτων γιατί όλα τους βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, ανάμεσα στα παραμύθια που ξέρουμε και στην ανθρώπινη πραγματικότητα. Πώς θα φτάσει η μούμια που το έσκασε από το μουσείο, στην Αίγυπτο; Ποιος οδοντογιατρός θα φτιάξει τα δόντια του βαμπίρ; Τι θα φάει ο γίγαντας που κανένα ανθρωπάκι δεν του κάθεται; Και η μάγισσα, πώς θα ξεγελάσει τον Χάνσελ και τη Γκέτελ;
Στη δεκαετία του ’80 εμφανίστηκε στην Ελλάδα η γερμανική σειρά του Μικρού βρικόλακα και πολλοί δάσκαλοι ένιωσαν ρίγη επειδή ένας βρικόλακας σε παιδικό βιβλίο δεν ήταν πολιτικά ορθή πράξη. Τριάντα χρόνια αργότερα οι λυκάνθρωποι και τα βαμπίρ πήραν τη μορφή γοητευτικών νεαρών που σαγηνεύουν μαθήτριες. Τι είναι όλα αυτά τα μυθιστορήματα; Αφελείς ρομαντικές ιστορίες, πλην όμως σαγηνευτικές, για εφήβους που αναζητούν τον αιώνιο δυνατό έρωτα ο οποίος είναι άπιαστος. Καλλιεργούν πολύ αποτελεσματικά τη λαγνεία του τρόμου, που δεν τρομάζει κανέναν στ’ αλήθεια γιατί όλα διαδραματίζονται στο φως και είναι προβλέψιμα. Όμως επιτρέπουν στο έπακρο τις φαντασιώσεις.
Ο Γιουκ παίζει με τη φαντασία και όχι με τις φαντασιώσεις. Παίζει και δεν ενδιαφέρεται καθόλου να απαλύνει τους φόβους των παιδιών γι αυτά τα πλάσματα, όπως θεωρούν ότι πρέπει πολλοί μελετητές και δάσκαλοι που διαβάζουν τα βιβλία του σε μικρά παιδιά. Κατά τη γνώμη μας ο σουρεαλισμός των καταστάσεων μέσα στην οποία ζουν τα τέρατα είναι το στοιχείο που τα απογυμνώνει από την ‘τρομακτικότητά’ τους, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Με τον ίδιο τρόπο τα αντιμετωπίζουν και τα ανθρώπινα όντα που τα συναντούν στις σελίδες. Μερικά παραδείγματα: Η μούμια ζητάει από τον ταξιτζή να την πάει δωρεάν στην Αίγυπτο, μπαίνει σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο για να προφυλαχτεί από τη βροχή και τη μαζεύουν οι νοσοκόμοι καθώς πιστεύουν ότι είναι τραυματισμένη. Ή το βαμπίρ έχει τραβήγματα με την αστυνομία γιατί, σαν καλός πολίτης που είναι, τους ζητάει να του πουν που είναι ο οδοντογιατρός για να ακονίσει τους κυνόδοντές του, αλλά… ‘Δεν είναι απόκριες’ του απαντούν. Ο βασιλιάς διώχνει άγρια τον γίγαντα από το κάστρο που ζουν οι τρυφερές πριγκίπισσες – δυστυχώς δεν περνάει η μπογιά του, και η μάγισσα γλύφει τη σοκολάτα από το σπιτάκι της Γκρέτελ που έλιωσε και παράτησε το κυνηγητό των αθώων παιδιών.
Επιπλέον δεν υπάρχει κανένα υπόγειο ή φανερό ηθικό δίδαγμα του στυλ ‘ψεύτικα είναι όλα αυτά’. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη διαφορά με τις ελληνικές παρόμοιες ιστορίες, όπου πάντα οι κακοί καταλήγουν μετά από περιπέτειες να αλλάξουν χαρακτήρα: γίγαντες γίνονται χορτοφάγοι, μάγισσες μετατρέπονται σε καλές νεράιδες κι όλοι ζουν καλά κι εμείς καλύτερα.
Τα τέρατα του Γιουκ θα εξαφανιστούν μόλις κλείσουμε το βιβλίο, όμως θα εξακολουθήσουν να είναι καταγραμμένα ως απαίσια και τρομερά πλάσματα, και οπωσδήποτε αστεία.
Μικρή παρατήρηση: Η απόδοση των ονομάτων στα ελληνικά θέλει προσοχή αν δεν μεταφράζουμε από το πρωτότυπο. Συχνά τα ονόματα αγγλοποιούνται . Ο Γιουκ είναι καταλανός και το μικρό του όνομα προφέρεται Ενρίκ και όχι Ένρικ.