Τέλος χρόνου

0
125

της Λίλας Κονομάρα.

 

 

Γιατί διάολε είχε φορέσει αυτά τα παπούτσια αφού ήξερε ότι τον στένευαν; Μετά από δυο ώρες πτήσης, το πράγμα θα γινόταν αφόρητο. Θα μπορούσε φυσικά να τα βγάζει πού και πού και να τα σπρώχνει διακριτικά κάτω απ’ το κάθισμά του, για κάποιο λόγο όμως η εικόνα αυτή τον ενοχλούσε ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι ο πόνος στα δάχτυλα των ποδιών.

Το ρολόι έδειχνε πεντέμισι, στην αίθουσα των αναχωρήσεων ο κόσμος λιγοστός. Έξω ακόμα σκοτάδι. Δυο καθαρίστριες σφουγγάριζαν το πάτωμα μετακινώντας με θόρυβο τα καθίσματα στο εστιατόριο που δεν σέρβιρε πια τέτοια ώρα. Η μία ανασηκωνόταν κάθε τόσο και με το ένα χέρι έπιανε τη μέση της. Του φάνηκε πως τον αγριοκοίταζε κι έσκυψε το κεφάλι να δει μήπως πατούσε πάνω στα βρεγμένα. Όχι, ευτυχώς. Την προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς το βάθος της αίθουσας. Εκεί θα έβρισκε περισσότερη ησυχία. Είχε πάνω από μία ώρα μπροστά του, μάλλον θα έπαιρνε έναν υπνάκο ενεργοποιώντας πρώτα την αφύπνιση στο κινητό του. Καθώς προχωρούσε, πήρε το μάτι του ένα γάντι ξεχασμένο πάνω σ’ ένα κάθισμα. Ήταν πολύχρωμο και διατηρούσε ακόμα κάτι από το σχήμα του χεριού εκείνου στον οποίο ανήκε μέχρι πριν από λίγο. Προσπέρασε έναν άντρα με χοντρά γυαλιά που διάβαζε εφημερίδα και συγχρόνως έριχνε κλεφτές ματιές σ’ ένα ζευγαράκι που σαλιάριζε απέναντί του. Ήταν ξεκάθαρο πως επρόκειτο για καθαρή περιέργεια που μεταβαλλόταν όμως σε επιδεικτική αποδοκιμασία όποτε οι νεαροί τον έπιαναν στα πράσα. Εκείνοι απλώς γελούσαν.

Διάλεξε μια θέση άκρη άκρη, κοντά στο παράθυρο. Έξω ψιλόβρεχε εδώ και ώρα, το τζάμι σχημάτιζε κατά τόπους υδρατμούς. Η κούραση του έφερνε ρίγη κι ένα γλυκό μούδιασμα στα άκρα. Ενεργοποίησε το κινητό, έγειρε πίσω στο κάθισμά του και έκλεισε τα μάτια. Σε λίγα λεπτά θα είχε αποκοιμηθεί, η σκηνή αυτή είχε άλλωστε επαναληφθεί δεκάδες φορές στο παρελθόν. Ωστόσο, ένας θόρυβος από ρόδες βαλίτσας που πλησίαζε τον έκανε να τεντώσει το αυτί του. Δεν άνοιξε τα μάτια ελπίζοντας έτσι να αποθαρρύνει τον πιθανό εισβολέα, το τράνταγμα που ένιωσε όμως ύστερα από λίγο δεν του άφησε καμιά αμφιβολία. Τα καθίσματα, κολλημένα μεταξύ τους, μετέφεραν τους κραδασμούς. Ο νεοφερμένος ή μάλλον η νεοφερμένη, καθώς ανακάλυψε μισανοίγοντας τα μάτια, δεν ήταν άλλωστε και πολύ διακριτική. Ακούμπησε δυο πλαστικές σακούλες πάνω στο διπλανό κάθισμα κι άρχισε κάτι να ψάχνει. Χοντρές σταγόνες γυάλιζαν στο μπεζ αδιάβροχο και στις μπότες της. Ύστερα άνοιξε την τσάντα της, κοίταξε το κινητό της και την ξανάκλεισε. Ανασήκωσε το κεφάλι στυλώνοντας το βλέμμα στην άλλη άκρη της αίθουσας και τότε πρόσεξε ότι και το πρόσωπό της ήταν βρεγμένο. Όχι όμως από τη βροχή, όπως τον έκανε να καταλάβει ένα απότομο τράνταγμα των ώμων. Ωχ, τι μπλέξιμο κι αυτό τώρα… Μικροσκοπική καθώς ήταν, την φαντάστηκε προς στιγμήν να λιώνει  μέσα σε μια λίμνη νερού που αμέσως θα εξαφάνιζε η καθαρίστρια με μια επιδέξια κίνηση της σφουγγαρίστρας. Απ’ το πλάι, δεν φαινόταν όμορφη, ούτε και άσχημη. Κάπου εκεί γύρω στα σαράντα, όπως κι αυτός. Έντονο πιγούνι που έτρεμε και καστανόξανθα μαλλιά, πιασμένα στο πλάι μ’ ένα χτενάκι. Τα νύχια απεριποίητα, τα δάχτυλα όμως μακριά, καλοσχηματισμένα, κείτονταν σαν άψυχα πάνω στην τσάντα. Καθόταν εντελώς ακίνητη, τα δάκρυα εξακολουθούσαν να κυλούν και το αδιάβροχο να στάζει. Όσο περνούσε η ώρα, εκείνος συνειδητοποιούσε πως, αντί να εξαφανιστεί, η παρουσία της εδραιωνόταν μ’ έναν τρόπο που τον έκανε να μην μπορεί πια να την αγνοήσει. Σχεδόν άθελά του, έγειρε προς το μέρος της και της πρόσφερε ένα πακέτο χαρτομάντιλα.

«Τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται», της είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή του να ακουστεί ανάλαφρη. Εκείνη δεν φάνηκε να δίνει σημασία στα λόγια του. «Ω, ελάτε τώρα», συνέχισε εκείνος, «μια νέα και όμορφη γυναίκα σαν κι εσάς…» Είχε σε μεγάλη εκτίμηση την αλήθεια, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να λέει πού και πού και κανένα ψέμα.

«Το πιστεύετε στ’ αλήθεια αυτό που λέτε;» τον ρώτησε εκείνη στρέφοντας το πρόσωπό της προς το μέρος του. Τα χαρακτηριστικά της ήταν άχρωμα και τα δάκρυα δεν βοηθούσαν την κατάσταση, αντίθετα το αποτέλεσμα θύμιζε μια ελαφρά ξεπλυμένη μουντζούρα. Γιατί διάολε απ’ όλη την αίθουσα έπρεπε να διαλέξει να κάτσει δίπλα του;

«Μα φυσικά και το πιστεύω!» της απάντησε ενθαρρυντικά και έτεινε ξανά τα χαρτομάντιλα προς το μέρος της. Θα της τα άφηνε και θα πήγαινε να καθίσει στο μπαρ. Εκεί επιτέλους θα έβρισκε λίγη ησυχία. Τέτοια ώρα δεν θα υπήρχε ψυχή.

«Γύρισα σπίτι και τα πράγματά του έλειπαν», είπε εκείνη ξαφνικά. «Κουβαλούσα δυο μεγάλες σακούλες με χριστουγεννιάτικα στολίδια, είπα φέτος να αλλάξω κάπως τη διακόσμηση. Τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια, κουράζεσαι. Έτσι είπε κι αυτός. Όχι βέβαια για τα στολίδια. Μου άφησε ένα γράμμα. Ήταν πάνω στον πάγκο της κουζίνας, εκεί που ακουμπάμε τα κλειδιά. Ήθελε να ‘ναι σίγουρος πως θα το έβλεπα με το που θα μπω. Αγαπάει άλλη, έγραφε, εδώ και ένα χρόνο, θέλει να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Την είδα, ξέρετε. Την επομένη, μετά τη δουλειά, τον ακολούθησα κρυφά. Είναι πολύ όμορφη. Δείχνει τόσο σίγουρη για όλα, έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία της φαντάζομαι. Ή μπορεί και όχι. Τι σημασία έχει άλλωστε. Στο γυρισμό, τα έκαψα όλα τα στολίδια. Η γιρλάντα ειδικά έκανε τεράστια φλόγα. Καλά λένε ότι το πλαστικό είναι εύφλεκτο υλικό. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μεγάλη φλόγα…» Ξαφνικά εκείνη σώπασε κι απόμεινε να κοιτάζει το τσαλακωμένο χαρτομάντιλο στη χούφτα της.

Αποσβολωμένος μετά από τον καταιγισμό των αποκαλύψεων, έμεινε κι εκείνος για λίγο σιωπηλός με την εικόνα των πολύχρωμων στολιδιών να λιώνουν σχηματίζοντας ένα δύσοσμο πολτό.

«Μα καλά, δεν είχατε αντιληφθεί τίποτα τόσο καιρό;» ρώτησε τελικά.

«Εκ των υστέρων, όλα φαίνονται ξεκάθαρα, για κάποιο λόγο όμως όταν συμβαίνουν δεν τα βλέπεις. Ή δεν πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε σένα, μετά από δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια».

«Έτσι είναι, δεν το πιστεύεις. Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι όλα πήγαν τόσο λάθος».

«Κι όμως, ξέρετε, δεν ήταν έτσι στην αρχή. Κάναμε τόσα όνειρα. Έλεγε πως μ’ αγαπούσε. Πως θα ‘μασταν για πάντα μαζί».

«Ξέρω, ξέρω… Στην αρχή, όλα δείχνουν εντελώς διαφορετικά» είπε εκείνος αργά και έγειρε πίσω στο κάθισμα..

«Θα κάναμε πολλά παιδιά, θα είχαμε μια μεγάλη οικογένεια. Τελικά, δεν κάναμε ούτε ένα».

«Ίσως και να ‘ναι καλύτερα έτσι, πιστέψτε με. Δεν θα ‘κανε αυτό τη διαφορά.»

«Τώρα εκείνη είναι έγκυος. Είναι σαν να μου τα έκλεψε όλα, καταλαβαίνετε;»

«Πώς, ναι, καταλαβαίνω», απάντησε εκείνος με κάποια καθυστέρηση, «έτσι είναι κάποιοι άνθρωποι, ζουν κλέβοντας τις ζωές των άλλων».

«Μα αυτό είναι άδικο…»

«Και ποιος δίνει δεκάρα για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο; Έπειτα, ας μη γελιόμαστε, κάποιο μερίδιο ευθύνης έχουμε κι εμείς».

«Βάζετε τον εαυτό σας στην ίδια θέση με μένα. Σας συνέβη κι εσάς το ίδιο;»

«Όχι, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ξαφνικά όμως μοιάζει τόσο πιθανό. Ω ναι, τώρα που το σκέφτομαι, δεν αποκλείω να συμβεί ακόμα και μέσα στις γιορτές. Το τέλος του χρόνου δίνει στους ανθρώπους όλες αυτές τις περίεργες ιδέες για αλλαγές, πίστη στη ζωή, όνειρα για ένα καινούριο ξεκίνημα, ξέρετε, τα γνωστά…»

«Δεν δείχνετε πάντως ευτυχισμένος», του είπε και άρχισε να τον περιεργάζεται σκουπίζοντας με αργές κινήσεις το πρόσωπό της. Δεν βρήκε τι να της απαντήσει και τα λόγια της έπεσαν πάνω τους βαριά. Ο πόνος από τα παπούτσια επανήλθε εκείνη τη στιγμή δριμύτερος. Μα πώς είχε αφήσει να φτάσουν εκεί τα πράγματα; Τι τις ήθελε τις εκμυστηρεύσεις με μια άγνωστη νυχτιάτικα; Η κατάσταση άρχιζε να γίνεται αφόρητη. Πώς θα ξέμπλεκε τώρα;

«Με συγχωρείτε, δίψασα. Λέω να πάω να πιω κάτι στο μπαρ» είπε, θέλοντας να βάλει τέλος στη συζήτηση.

«Α, καλή ιδέα, θα έρθω κι εγώ» απάντησε εκείνη και με μια αποφασιστική κίνηση σηκώθηκε όρθια και μάζεψε τα πράγματά της.

Την ακολούθησε στωικά.

«Αλήθεια, για πού ταξιδεύετε;» την ρώτησε όταν είχαν πια εγκατασταθεί σε μια γωνιά του μπαρ.

«Λέω να περάσω τις γιορτές με τη μητέρα μου, στο νησί. Θα χαρεί τόσο πολύ η καημένη. Δεν άντεχα να μείνω στο σπίτι, άλλωστε. Κι εσείς;»

«Επαγγελματικό ταξίδι, σε δυο μέρες θα είμαι πάλι πίσω».

Απέναντί τους ένα κόκκινο φωτάκι άναψε στον πίνακα αναχωρήσεων και παράλληλα ακούστηκε μια βελούδινη γυναικεία φωνή που ανακοίνωνε την άμεση επιβίβαση των επιβατών με προορισμό το Ελσίνκι.

«Πόσες πολλές πτήσεις, πόσα άγνωστα μέρη…» είπε εκείνη. «Αλήθεια, αν σας δινόταν η ευκαιρία να κάνετε πράγματι ένα καινούριο ξεκίνημα, τι θα διαλέγατε;»

«Σίγουρα όχι το Ελσίνκι», απάντησε εκείνος και γέλασε. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς τον πίνακα κι έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Θα διάλεγα ένα μέρος ζεστό, κάπου στο νότο. Ένα μικρό χωριό πάνω σ’ ένα λόφο και γύρω γύρω κάμπος. Μετά τη βροχή θα μύριζε το χώμα και το καλοκαίρι θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος κάτω απ’ τα δέντρα με τα τζιτζίκια να τραγουδάνε».

«Και πώς θα ζούσατε; Τι δουλειά θα κάνατε;»

«Ω, αυτό το έχω ονειρευτεί πολλές φορές. Τις νύχτες, ξέρετε, δυσκολεύομαι να κοιμηθώ, κάθε τόσο ξυπνάω, σκέφτομαι διάφορα. Ε λοιπόν, θα έκανα αυτό που σπούδασα. Θα έχτιζα σπίτια. Απλά, μικρά, όμορφα σπίτια».

Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε να της μιλάει για τα παλιά του σχέδια, για τη σημασία που έδινε στο φως, στο παιχνίδι με τις προοπτικές και άλλα πολλά. Εκείνη τον παρακινούσε να συνεχίσει, κάνοντας πού και πού μια σύντομη ερώτηση. Η έκφραση στο πρόσωπό της είχε αλλάξει εντελώς, όταν κάποια στιγμή σταμάτησε να μιλάει, του έκανε εντύπωση η μεταμόρφωση.

«Τι υπέροχα σχέδια», του είπε, «πρέπει να έχετε πολύ ταλέντο».

«Έτσι έλεγαν κάποτε για μένα».

«Και γιατί τα παρατήσατε;»

«Έμπλεξα με την επιχείρηση του πεθερού μου. Ήθελε να δουλέψω μαζί του, να έχει έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης πλάι του. Έπαιξε ρόλο κι η γυναίκα μου, η οποία θαύμαζε απεριόριστα τον πατέρα της και μου το ζήτησε πολλές φορές. Ήμουν, βλέπετε, τρελά ερωτευμένος μαζί της, δεν θέλησα να της χαλάσω χατίρι. Ίσως να νόμισα ότι έτσι θα κέρδιζα κι εγώ λίγο από εκείνον το θαυμασμό. Έπειτα, ας μη γελιόμαστε, θαμπώθηκα. Τα πλούτη, η δύναμη της εξουσίας, καταλαβαίνετε. Εκείνος με καλόπιανε, μου έλεγε πως μια μέρα όλα αυτά θα γίνονταν δικά μου. Κι εγώ ο ηλίθιος τον πίστεψα. Τον άφησα να κουμαντάρει τη ζωή μου, πέρασα είκοσι χρόνια κάνοντας κάτι που με άφηνε παγερά αδιάφορο. Γιατί τι ενδιαφέρον μπορεί να βρει κανείς στα ελαστικά, όχι πείτε μου».

«Δεν έχετε άδικο. Και τελικά;»

«Όταν τελικά αποφάσισε να ψοφήσει, άφησε το πενήντα ένα τοις εκατό στον ανιψιό του, ένα εξίσου σιχαμερό υποκείμενο που μου μιλάει με συγκατάβαση κι όποτε με συναντάει στο ασανσέρ με χαιρετάει λες κι απευθύνεται στον πιο ασήμαντο κλητήρα».

«Πιστεύετε δηλαδή πως μπορεί να σας απολύσει;»

«Μπα, δεν θα φτάσει ως εκεί, για χάρη της γυναίκας μου. Όχι τόσο λόγω συγγένειας όσο γιατί εκείνη έχει το υπόλοιπο σαράντα εννιά τοις εκατό. Δεν θέλει πόλεμο, καταλαβαίνετε, δεν τον συμφέρει. Μόνο που σιγά σιγά θα μου αφαιρεί αρμοδιότητες έως ότου καταντήσω ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο στην εταιρεία. Εκτός εάν μέχρι τότε αλλάξουν τα σχέδια της γυναίκας μου, οπότε συμφωνήσουν να με ξεφορτωθούν από κοινού. Τελευταία, το ύφος της απέναντί μου θυμίζει όλο και πιο πολύ το δικό του».

«Μα δεν υπάρχει κανείς που θα του λείψετε;»

«Για το γιο μου δεν θα είμαι παρά μια παράπλευρη απώλεια. Η κόρη μου είναι ίσως η μόνη που με αγαπάει. Τις προάλλες όμως την άκουσα να λέει στις συμμαθήτριές της ότι εγώ είμαι ο διευθυντής της εταιρείας. Μάλλον ντρέπεται για μένα».

«Τι σας κρατάει λοιπόν αφού είναι έτσι τα πράγματα;» τον ρώτησε εκείνη χωρίς να πάψει να περιεργάζεται το πρόσωπό του.

«Δεν ξέρω…Η συνήθεια…οι υποχρεώσεις…» της αποκρίθηκε διστακτικά.

«Αν δηλαδή σας έλεγα τώρα ότι μπορείτε να ξεφύγετε απ’ όλα αυτά και να κάνετε ένα καινούριο ξεκίνημα σε κάποιο άλλο μέρος της γης όπου δεν σας ξέρει κανείς, τι θα απαντούσατε;»

«Θα σας απαντούσα ότι αυτά τα πράγματα απλά δεν γίνονται», της αποκρίθηκε γελώντας.

«Κι όμως γίνονται, κύριε Γρηγορίου…» συνέχισε εκείνη σκύβοντας λίγο προς το μέρος του.

«Μα πώς ξέρετε το όνομά μου;» την ρώτησε ανασηκώνοντας έκπληκτος το κεφάλι.

«Ξέρω πολλά για σας. Πάνω στο γραφείο μου υπάρχει μια πλήρης αναφορά σχετική με το άτομό σας. Ιστορικό υγείας, οικογενειακή κατάσταση, επαγγελματική σταδιοδρομία, κρυφές συνήθειες, σχέσεις πάσης φύσεως, δραστηριότητες κλπ. Πάντα το κάνουμε αυτό πριν προσεγγίσουμε κάποιον».

«Μα ποια είστε τέλος πάντων;» φώναξε σχεδόν αφήνοντας απότομα το φλιτζάνι του καφέ στο τραπέζι, με αποτέλεσμα να χυθεί λίγο πάνω στη γυαλιστερή αλουμινένια επιφάνεια. Εκείνη πήρε μια χαρτοπετσέτα και το σκούπισε. Αντίθετα με προηγουμένως, οι κινήσεις της ήταν απόλυτα ακριβείς.

«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η εταιρεία μας βοηθάει ανθρώπους που θέλουν να αλλάξουν ταυτότητα, να εγκαταλείψουν τη χώρα, να εξαφανιστούν. Οι λόγοι είναι πολλοί όπως φαντάζεστε, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας τους αναλύσω. Εμείς αναλαμβάνουμε τα πάντα: σκηνοθετημένα ατυχήματα, πλαστικές επεμβάσεις, καινούρια  έγγραφα και φυσικά εγγυόμαστε απόλυτη εχεμύθεια…»

«Για μισό λεπτό! Δηλαδή όλα αυτά τα κλάματα και οι ιστορίες που μου είπατε πριν ήταν ψέματα;»

«Φοβάμαι πως ναι. Έπρεπε όμως να βρω έναν τρόπο να σας πλησιάσω. Αν σας έλεγα εξαρχής την αλήθεια, θα με ακούγατε;»

«Ε… τι να σας πω, δεν ξέρω… Εξακολουθώ όμως να μην καταλαβαίνω. Τι θέλετε ακριβώς από μένα;» την ρώτησε κάνοντας πίσω ανήσυχος.

«Κοιτάξετε, είναι απλό. Όπως και ο πελάτης μας, δεν έχετε κανένα λόγο να συνεχίσετε τη ζωή που κάνετε. Επαγγελματικά θεωρείστε αποτυχημένος, η γυναίκα σας, όπως σωστά υποψιάζεστε, σας απατά, όσο για τα παιδιά σας, μάλλον αδιαφορούν για σας. Όχι ότι κι εσείς υπήρξατε υπόδειγμα πατέρα, για να λέμε την αλήθεια… Όπως και να ‘χει, τίποτα δεν σας κρατάει εδώ. Αυτό που σας προτείνουμε είναι μια ανταλλαγή. Μέσα στην τσάντα μου έχω το διαβατήριο του πελάτη μας, ο ίδιος βρίσκεται ήδη στο αεροδρόμιο και περιμένει. Μου δίνετε το δικό σας και παίρνετε τη θέση του. Σηκώνετε τις καταθέσεις σας και αποχαιρετάτε την παλιά σας ζωή. Ο προορισμός σας είναι το Παρίσι, εκεί δεν χρειάζεστε καν διαβατήριο, όπως ξέρετε. Θα έχετε όλο το χρόνο να διαλέξετε το μέρος όπου επιθυμείτε να εγκατασταθείτε. Κανείς δεν θα μπορεί να σας εντοπίσει. Αν πάλι καταλήξετε σε χώρα εκτός Ευρώπης, αρκεί ένα τηλεφώνημα στο νούμερο που θα σας δώσω και το ζήτημα θα τακτοποιηθεί αμέσως. Θα σας εφοδιάσουμε με όλα τα απαραίτητα έγγραφα και σε ένα μήνα από τώρα θα βρίσκεστε σε κάποιο ηλιόλουστο μέρος και θα χτίζετε μια καινούρια ζωή…»

Η φωνή της ήταν αργή, απαλή, τo χαμόγελό της, φιλικό και καθησυχαστικό μαζί, όλο μαγεία, όπως σ’ εκείνες της διαφημίσεις με τις εξωτικές παραλίες και τις όμορφες κοπέλες που δοκιμάζουν μισόγυμνες ένα καινούριο γιαούρτι με μηδέν λιπαρά. Αναρωτήθηκε προς στιγμήν μήπως ονειρευόταν.

«Μα πώς περιμένετε να τα πιστέψω όλα αυτά;» της είπε τελικά. «Είναι εντελώς εξωφρενικά! Αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι, με περνάτε για ηλίθιο; Είναι δυνατόν να τα εγκατέλειπα όλα έτσι;»

«Η αντίδρασή σας είναι απόλυτα φυσιολογική, όταν περάσει όμως το πρώτο ξάφνιασμα, θα εκτιμήσετε τα πράγματα διαφορετικά. Έχουμε δει πολλούς να το κάνουν μέχρι σήμερα» του απάντησε εκείνη ατάραχη. «Γιατί αν το καλοσκεφτείτε, θα δείτε πως η πρότασή μας είναι εξαιρετικά συμφέρουσα. Αν μείνετε, τίποτα δεν σας εγγυάται, όπως το είπατε και ο ίδιος, ότι σε λίγο καιρό θα έχετε σπίτι και δουλειά. Ακόμα χειρότερα, κινδυνεύετε να μείνετε και στον άσο αν η γυναίκα σας μπλοκάρει τις καταθέσεις. Τι θα κάνετε τότε;»

«Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πριν υπερέβαλλα μάλλον. Ίσως επειδή φαινόσασταν τόσο στενοχωρημένη. Ήμουν κι εγώ κουρασμένος, η κούραση πάντα μας κάνει να τα βλέπουμε όλα μαύρα. Είναι κι αυτά τα αναθεματισμένα παπούτσια που με χτυπάνε… Μ’ έχουν τρελάνει τόσες ώρες…»

«Ξέρετε πώς σας αποκαλούν οι υπάλληλοι της εταιρείας, κύριε Γρηγορίου; Το ύφος σας μου λέει πως ναι. Το σιγοψιθυρίζουν στους διαδρόμους μόλις γυρίσετε την πλάτη σας. Ο ξάδερφός σας το σφύριξε και στη γυναίκα σας. Εκείνη το βρήκε πολύ χαριτωμένο, γελούσε ώρα στο τηλέφωνο. Κάτι μου λέει πως δεν κρατήθηκε και κάποια στιγμή σάς το πέταξε κατάμουτρα…»

«Με ποιο δικαίωμα σκαλίζετε την προσωπική μου ζωή;» φώναξε εκείνος έξαλλος. «Θα σας καταγγείλω στην αστυνομία!»

«Ω, ελάτε τώρα, αφήστε τους μελοδραματισμούς. Ξέρετε καλά πως έχω δίκιο. Αργά ή γρήγορα θα το παραδεχτείτε. Αυτό που σας προτείνω είναι η καλύτερη λύση, κάποια μέρα θα με ευγνωμονείτε. Το θέμα είναι όμως ότι δεν έχουμε και πάρα πολύ χρόνο μπροστά μας. Η πτήση σας φεύγει σε τρία τέταρτα και στο μεταξύ πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα. Το υποκατάστημα της τράπεζας ανοίγει όπου να ‘ναι…»

«Σταθείτε, όχι, δεν γίνεται… Δεν το χωράει ο νους μου… Πώς είναι δυνατόν…Κι έπειτα … Υπάρχουν πολλά ύποπτα πράγματα στην υπόθεση…Ναι, έτσι είναι… Πού ξέρω εγώ για παράδειγμα ότι ο πελάτης σας δεν καταζητείται από την αστυνομία; Ότι δεν θα βρω τον μπελά μου, ε;»

«Η ανταλλαγή θα γίνει μετά τον έλεγχο διαβατηρίων. Ελάτε, ησυχάστε, τα έχουμε σκεφτεί όλα, σας είπα, δεν είναι η πρώτη φορά.»

«Ναι, αλλά αργότερα; Τι θα γίνει με τη φωτογραφία στο διαβατήριο; Δεν φαντάζομαι να μοιάζουμε τόσο πολύ…»

«Ω, αυτό είναι απλό. Δεν χρειάζονται παρά λίγες μικρές διορθωτικές κινήσεις. Γι’ αυτό σας λέω, δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Πρέπει να πάρετε κάποια απόφαση.»

«Μα δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Ακόμα δεν μπορώ καλά καλά να το χωνέψω… Κι έπειτα είναι τόσα που πρέπει να σκεφτώ…»

«Δεν νομίζω ότι έχετε να σκεφτείτε και πολλά. Δεν αφήνετε πίσω σας και τίποτα σπουδαίο. Σε πόσους ανθρώπους δίνεται, νομίζετε, μια δεύτερη ευκαιρία; Είστε σαράντα έξι χρόνων, ευπαρουσίαστος, ειδικά αν χάσετε κάποια περιττά κιλά, και τα προσόντα σας δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα. Πολλές γυναίκες θα επιθυμούσαν να είναι στη θέση της συζύγου σας, το ξέρετε ήδη άλλωστε αν κρίνω από τις περιπετειούλες που είχατε. Όσο για δουλειά, το ταλέντο δεν χάνεται, απλώς περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να βγει πάλι στην επιφάνεια. Για σκεφτείτε, απλά, μικρά, όμορφα σπίτια… Λουσμένα στο φως…»

Η φωνή της, αργή, τον τύλιγε μέσα της. Σκέψεις αλλόκοτες διασταυρώνονταν στο μυαλό του. Επιτέλους διαφαινόταν μια νέα δυνατότητα, λαχταριστή σαν ζεστό σιρόπι σοκολάτας που έπεφτε πάνω σε όλες τις παλιές επιφάνειες σκεπάζοντας λάθη και αποτυχημένες προσπάθειες. Ξαφνικά όλα φάνταζαν τόσο όμορφα… Τι θα γινόταν όμως αν αυτό κρατούσε λίγο; Αν δεν επρόκειτο για ένα καινούριο λάθος και προσπαθούσε μάταια να γίνει κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ; Σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά μια φούσκα τελικά, θα άντεχε τις συνέπειες; Αν απ’ την άλλη, απέρριπτε αυτή την πρόταση, τι άλλο του απέμενε;

«Τέλος χρόνου», κατέληξε εκείνη, «πάμε;»

«Μισό λεπτό, σταθείτε! Η αλήθεια είναι ότι τα ‘χω λίγο χαμένα. Η πρόταση ακούγεται πολύ δελεαστική, δεν λέω, μου ήρθαν όμως όλα τόσο ξαφνικά. Δώστε μου τρία λεπτά. Θέλω να πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, να σιγουρευτώ για την απόφασή μου».

«Εντάξει λοιπόν, σας περιμένω».

Η αίθουσα του αεροδρομίου γέμιζε σιγά σιγά. Ένα-δυο μαγαζιά άνοιξαν, ακούστηκε ο χαρακτηριστικός θόρυβος από τις ταμειακές μηχανές. Κρατώντας τη μαμά του απ’ το χέρι, ένα κοριτσάκι αναποδογύριζε στα χέρια του μια γυάλινη μπάλα και το χιόνι έπεφτε πάνω στο έλκηθρο του Αι-Βασίλη. Οι αναγγελίες των πτήσεων πύκνωσαν, αγουροξυπνημένα πρόσωπα κατευθύνονταν βιαστικά προς τον έλεγχο διαβατηρίων, αγκαλιές, φιλιά, οι καθιερωμένοι αποχαιρετισμοί. Δυο πιλότοι με ατσαλάκωτες στολές σαν παιδικό παιχνίδι που μόλις βγήκε από το κουτί του προσπέρασαν αδιάφοροι. Εκείνη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε αργά προς τον πλησιέστερο τηλεφωνικό θάλαμο. Σήκωσε το ακουστικό, τοποθέτησε στη σχισμή μια κάρτα που έβγαλε απ’ την τσάντα της και σχημάτισε ένα νούμερο.

«Έλα, καλημέρα», είπε μετά από λίγο με φωνή στακάτη. «Ξέχασα μήπως το κινητό μου στο γραφείο; Α, ευτυχώς! Λοιπόν, όπως ακριβώς το είχα προβλέψει. Ο τύπος έγινε καπνός! Μα φυσικά, τι περίμενες; Είναι θέμα ηλικίας, σ’ το είπα. Τα ποσοστά στις ηλικιακές ομάδες μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα είναι πολύ υψηλότερα, το ξέρεις. Πώς; Όχι, δεν φταίω εγώ, δεν είμαι καθόλου προκατειλημμένη. Είναι απ’ τους τύπους που δεν αντέχουν την πίεση. Από τη στιγμή που του είπα ότι έπρεπε να πάρει γρήγορα μια απόφαση, άρχισε να ξύνει νευρικά το δεξί του μπράτσο. Φυσικά και ήμουν πειστική. Ω, έπρεπε να ήσουν από μια μεριά να τον δεις… Του σέρβιρα την ιστορία με το σύζυγο που με εγκατέλειψε για μια μικρούλα, πάντα πιάνει, τους δημιουργεί ενοχές. Άσε τα δάκρυα, νιώθουν τέτοια αμηχανία που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να σταματήσεις. Στα πέντε επόμενα λεπτά τα είχε ξεράσει όλα. Μα ναι, σου λέω, εντελώς προβλέψιμος ο τύπος. Να, για παράδειγμα, όταν πέρασα στη δεύτερη φάση, παρουσίασε όλα τα κλασικά συμπτώματα: γρήγορες οφθαλμικές κινήσεις, δείγμα πανικού, που συνοδεύονται από διαστολή της ίριδας. Έντονη εφίδρωση, ελαφρύ ερύθημα, αναδίπλωση του σώματος, σταδιακή επιβράδυνση των αντιδράσεων. ‘Δεν το εννοούσα έτσι ακριβώς’, ‘ίσως να υπερέβαλλα και λίγο’, ξέρεις, τα γνωστά. Εντυπωσιακό πάντως, λες και ήξερε με ποια σειρά είναι καταγεγραμμένες οι αντιδράσεις στο ερωτηματολόγιο και τις παρουσίαζε μία μία με τη σειρά. Όχι σου λέω, τίποτα που να ξεφεύγει, καμία άλλη παρατήρηση, δεν έχω παρά να συμπληρώσω τα τετραγωνάκια, ούτε δέκα λεπτά δεν θα μου πάρει να συντάξω την αναφορά. Το διαβατήριο; Φυσικά και του το έδειξα.  Ε λοιπόν, πάντα εκπλήσσομαι σ’ αυτό το στάδιο με την αφέλεια που επιδεικνύουν οι περισσότεροι. Δεν το ανοίγουν καν, δεν ρωτάνε ούτε τα βασικά. Στα δύο χρόνια που κρατάει η έρευνα, ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις. Απορώ πώς δεν βλέπουν τα κενά στη διήγησή μου. Ναι, ξέρω, φταίνε οι πολλές ταινίες θα μου πεις. Αν αμφιταλαντεύτηκε καθόλου; Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, κυριάρχησε ο φόβος, φυσικά. Αν έβλεπες πώς έσφιγγε με τους καρπούς του την άκρη του τραπεζιού! Σαν να άνοιξε η γη κάτω απ’ τα πόδια του. Ίσως να υπήρξε μια φάση αμφιταλάντευσης, όταν είδα ξαφνικά το βλέμμα του να αφαιρείται. Όμως αυτό κράτησε ελάχιστα. Μετά, υπερίσχυσε πάλι ο φόβος. Πώς; Δεν σ’ άκουσα, μόλις πέρασε ένα γκρουπ Γιαπωνέζων. Μα φυσικά υπάρχει και το θέμα της αδράνειας, φάνηκε εξάλλου από το επεισόδιο με τον καφέ. Συνέχισε να τον πίνει, παρόλο που ομολόγησε πως ήταν χάλια. Διέκρινα επίσης και τη γνωστή δόση αυταρέσκειας που αναπτύσσει πάντα το θύμα. Φοβερό ε; Όλοι τα ίδια. Έχουν φαίνεται ένα λόγο να κλαίγονται, να υποφέρουν. Ίσως φοβούνται πως αν τους τον στερήσεις δεν θα τους απομείνει τίποτα. Κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ‘εκπαιδευμένοι’ στην απόλαυση, έτσι δεν λέει και ο καθηγητής; Ποιον λες; Α, εκείνον τον τύπο με την παράλυτη σύζυγο που τον έβριζε από το πρωί μέχρι το βράδυ; Ναι, ναι, τον φαλακρό, πώς δεν τον θυμάμαι! Μάλλον νομίζουν ότι εκπληρώνουν κάποια αποστολή, ξέρεις κάτι σαν οσιομάρτυρες. Πώς; Ναι, είναι αλήθεια ότι στα προχωρημένα στάδια κατάθλιψης, ο πάσχων αδυνατεί να δει την οποιαδήποτε διέξοδο ακόμα κι αν βρίσκεται μπροστά στα μάτια του. Αυτή η ιδιωτική λογική που αναπτύσσει είναι πράγματι εντυπωσιακή. Μερικές φορές φτάνει στον πιο άκρατο παραλογισμό. Το είδαμε και τις προάλλες, θυμάσαι; Μην ξεχνάς βέβαια ότι η κλινική εικόνα μπορεί να είναι παραπλανητική. Αντιμετωπίσαμε ήδη τρεις φορές περιπτώσεις φαινομενικής ευφορίας. Τώρα που το θυμάμαι, αναφέρθηκε κάποια στιγμή σε διαταραχές του ύπνου. Σε γενικές γραμμές όμως δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα κατάθλιψης ή διπολικής διαταραχής. Όσο για τα υπόλοιπα, δεν μαρτυρούν κάποια έντονη παθολογία. Ίσως όμως να υπάρχει κάτι άλλο. Το έχω επισημάνει σε αρκετές περιπτώσεις, ξέρεις, το ερωτηματολόγιο παρουσιάζει κενά. Υπάρχει μάλλον κάποιο έλλειμμα όσον αφορά τη σύγχρονη επιστημονική ορολογία για τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, δεν καλύπτεται όλο το φάσμα των αντιδράσεων. Ναι, το διάβασα, έχουν ήδη γίνει κάποια πειράματα προς αυτή την κατεύθυνση, ανακοινώσεις που εισάγουν νέες παραμέτρους, τίποτα όμως που να είναι εκατό τοις εκατό πιστοποιημένο και ευρέως αποδεκτό. Αναρωτιέμαι αν πρόκειται για ένα κενό στη μεθοδολογία ή για μη μετρήσιμες μεταβλητές. Να, ξέρεις, για στοιχεία, αναγωγές και συμπεράσματα που απαιτούν άλλου είδους προσέγγιση και τα οποία δεν έχουμε καταφέρει να εντάξουμε στο σωστό πλαίσιο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως καταλαβαίνεις, έχουμε να κάνουμε με σημαντική παράλειψη η οποία πιθανόν να αλλοιώνει τα αποτελέσματα της έρευνας και να θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητά της.  Συμφωνώ, το θέμα χρήζει μεγαλύτερης διερεύνησης, πρέπει οπωσδήποτε να το θέσουμε στην επόμενη συνάντηση. Πω, πω, πήγε κιόλας οκτώμισι! Λοιπόν, πρέπει να κλείνω. Έχω υποσχεθεί στα παιδιά να βγούμε για δώρα. Ναι, σίγουρα θα περάσω απ’ το γραφείο, αργότερα όμως, κατά το μεσημέρι. Μου τέλειωσε άλλωστε και η αλοιφή για τα δάκρυα.

 

Προηγούμενο άρθροMEZ
Επόμενο άρθροΈφυγε η Νόρα Αναγνωστάκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ