Κατερίνα Σχινά.
Η κατάληψη της Βαστίλλης, στις 14 Ιουλίου του 1789 είναι μια μυθολογημένη και συμβολοποιημένη στιγμή, πολύ συχνά διογκωμένη σε ηρωικές διαστάσεις που δεν είχε· αλλά παρ’ ότι – καθώς γράφει ο Ρενέ Σατωμπριάν στις “Αναμνήσεις πέραν του τάφου” – “ο λαός δεν θα κατάφερνε ποτέ μπει στο φρούριο”, αν ο “δειλός διοικητής” της φυλακής Μαρκήσιος Ντε Λωναί “είχε κρατήσει κλειστές τις πύλες”, παρ’ ότι η εισβολή των αστών δεν είχε σπουδαίο αποτέλεσμα – απελευθερώθηκαν παρά μονάχα επτά ανθρώπινες σκιές, “ δύο τρελοί, τέσσερις παραχαράκτες κι ένας αιμομείκτης, ο μαρκήσιος ντε Σαντ”, και όχι οι ορδές των κολασμένων που ανασυνθέτει η συλλογική φαντασία – το συμβολικό βάρος του γεγονότος είναι μεγάλο: “Η παλαιά Γαλλία είχε προσέλθει για να πεθάνει και η νέα για να γεννηθεί”, γράφει ο Σατωμπριάν.
Φλόγισε την λαϊκή φαντασία, αναστάτωσε τα έθνη, παρέσυρε συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς στην παλίρροια της αλλαγής και της αισιοδοξίας, συνάρπασε στον Σέλεϊ και τους ρομαντικούς ποιητές, έκανε τον Γουίλιαμ Χάζλιτ να γράψει στη συλλογή δοκιμίων του “Το πνεύμα της Εποχής” ότι η άλωση της Βαστίλλης υπήρξε η θεμελιώδης ιστορική εμπειρία της γενιάς του, ενέπνευσε στον Τόμας Καρλάιλ μια τρίτομη ιστορία γραμμένη στο ανορθόδοξο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (λες και συγγραφέας και αναγνώστης μαζί είναι παρατηρητές, αν όχι συμμέτοχοι των γεγονότων), και σε έναν επικό-ποιητικό τόνο πλούσιο σε μεταφορές ο οποίος ανανέωσε το ιστοριογραφικό ύφος, και αποτέλεσε το πλαίσιο για το κατ’ εξοχήν πολιτικο-ιστορικό μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς “Ιστορία δύο πόλεων”. ‘Ηταν “ο πτερνιστήρας που κέντρισε τα άλογα της νεωτερικότητας”, καθώς έγραψε ένας σχολιαστής. Όμως η Βαστίλλη δεν αφύπνισε συγγραφικές συνειδήσεις μόνο με την πτώση της, αλλά και με την ύπαρξή της. Αποτέλεσε ένα εργαστήριο γραφής, όπου πολλοί έγκλειστοι λάξευσαν μια νέα ταυτότητα δημιουργού και διανοουμένου. Οι δυσκολίες (ανεπάρκεια ή και πλήρης ανυπαρξία χαρτιού ή μελάνης) τους πείσμωναν και τους ατσάλωναν. Καταφύγιο και παραμυθία, η γραφή έθαλλε μέσα στα κελιά. Το εχθρικό, ζοφερό περιβάλλον γίνεται πλαίσιο στοχασμού, τόπος λογοτεχνικής ανακάλυψης. Εκεί, σύμφωνα με τον μύθο και τις λαϊκές εικονογραφήσεις, θα γράψει το 1723 ο Βολταίρος το επικό του ποίημα Henriade, αφιερωμένο στη μνήμη του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, του πρώτου Γάλλου μονάρχη του οίκου των Βουρβώνων. Εκεί θα συνθέσει ο Μαρκήσιος ντε Σαντ τις “120 μέρες στα Σόδομα”, εκεί θα σφυρηλατήσει το κριτικό, πολιτικό-φιλοσοφικό του ύφος, θα αποϊεροποιήσει την μοναρχία και θα αποκαθηλώσει τις τάξεις των ευγενών: “Μπήκα άνθρωπος και βγήκα συγγραφέας”, θα σημειώσει αργότερα. Ανάμεσα στους υγρούς τοίχους της Βαστίλλης, ο ντε Σαντ θα αντιστρέψει την αυθαιρεσία του καθεστώτος που τον έχει σύρει σιδηροδέσμιο στο κάτεργο και θα την αποδώσει καθ’ υπερβολήν στους λιμπερτίνους του..
Η φυλακή εντείνει την απελπισία, πολλαπλασιάζει την οδύνη. “Ναι, επί τριάντα πέντε χρόνια έχω μάταια κουραστεί κάτω απ’ αυτούς τους καταχθόνιους θόλους των στεναγμών και της απελπισίας μου. Η ψυχή συντρίβεται κάθε στιγμή από τις επιθέσεις της οργής και κομματιάζεται αδιάκοπα από την οδύνη. Όλα μου τα άκρα μελανά, ξεσκισμένα από το βάρος και την τριβή των αλυσίδων μου, το σώμα λεηλατημένο από τα πιο αποκρουστικά τρωκτικά, να μην ανασαίνει παρά τη μολυσμένη αποφορά του κελλιού μου. Και, για να ολοκληρωθεί η φρίκη, να νιώθω ανακούφιση κάθε φορά που φαινόταν ότι ο θάνατος θέλει να θέσει ένα τέρμα στην δοκιμασία μου, να με σώσει από τους βασανιστές μου. Να ποια ήταν η μοίρα μου τόσα χρόνια”, γράφει ο δυστυχής μηχανικός Ανρί Μασέρ ντε Λατύντ, έγκλειστος στη Βαστίλη επί τριάντα πέντε χρόνια, επειδή έπεσε στη δυσμένεια της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ. Ωστόσο, η φυλακή ενδέχεται επίσης να αποτελέσει εμπειρία μυστικιστική ( ο φυλακισμένος στη Βαστίλλη ιανσενιστής Λουί Ισαάκ Λε Μαιτρ ντε Σασί θα αρχίσει να μεταφράζει την Καινή Διαθήκη από τις 13 Μαΐου 1666 ως τις 31 Οκτωβρίου 1668), αλλά και τόπο μεταστροφής, επανανακάλυψης της πίστης. Δεν είναι η πλατωνική μεταφορά του σώματος ως τάφου, που οδηγεί ευθέως στην ιδέα ότι η φυλακή χειραφετεί την ψυχή από τα σαρκικά της δεσμά, προσφέροντας μέσω του αποχωρισμού από τον κόσμο την δυνατότητα του αναπεπταμένου στοχασμού;