Του Γιώργου Λίλλη.
Δηλώνω ευθύς εξαρχής θαυμαστής της ποίησης του Σταμάτη Πολενάκη. Από το πρώτο του βιβλίο Το χέρι του χρόνου έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα συμπαγές ποιητικό κόσμο. Τα ποιήματά του είναι ελεγείες που έχουν ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρό, χωρίς να χάνουν όμως το αίσθημα, απαραίτητο για την ποιητική ολοκλήρωση.
Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Πολενάκης γράφει δυο μακροσκελή ποιήματα, με θεατρικό τρόπο όμως. Γνώστης του θεάτρου, έχει ήδη γράψει δυο θεατρικά που ανέβηκαν στην σκηνή με επιτυχία, ο ποιητής χρησιμοποιεί την δραματουργία και τα τεχνικά μέσα ενός θεατρικού έργου για να δημιουργήσει περισσότερη ένταση στα κείμενά του. Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες είναι το πιο ώριμο έργο κατά την γνώμη μου του ποιητή.
Το πρώτο ποίημα διαδραματίζεται στην Ισπανία του 1936, τη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη και τη Γρανάδα και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ο αφηγητής, είναι ένας ηλικιωμένος που βίωσε τον Ισπανικό Εμφύλιο ως εθελοντής των Διεθνών Ταξιαρχιών. Στο γηροκομείο όπου βρίσκεται, συναντά τον τρόφιμο Βίνσεντ Λούκας που στα νιάτα του ήταν πρωταθλητής βαρέων βαρών και πρωτοπαλίκαρο του μαφιόζου Μπαμπίνο. Ο Πολενάκης στήνει το σκηνικό του σε αυτό το γηροκομείο, περιγράφοντας με γλαφυρό τρόπο μέσω του ηλικιωμένου αφηγητή την ήττα του ανθρώπου από τον χρόνο και πως η νοσταλγία είναι ότι απέμεινε ανθηρό στο γερασμένο του κορμί.
Ετοιμοθάνατος, φέρνει στον νου την εποχή που πολεμούσε στην ταξιαρχία Λίνκολν και την όμορφη τσιγγάνα Μερσέδες που: ” ήξερε τον τρόπο να περνά ανέπαφη μέσα από τις φλόγες“, όπου πέρασε ατρόμητη την ναρκοθετημένη πεδιάδα για να τους φέρει τσιγάρα και χοιρομέρι και τους είχε δείξει “πως να διασχίζουμε ατάραχοι τα φοβερά ναρκοπέδια απλώς μ΄ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα“. Ο αφηγητής αναζητά στα όνειρά του εκείνη την γυναίκα “ο έρωτας μου υπήρξε μάταιος όπως όλοι οι έρωτες”, διασχίζοντας τα Πυρηναία, μαζί με τους πρόσφυγες, τους “σακατεμένους και τους ετοιμοθάνατους που διέσχισαν μαζί μου τα σκοτεινά και αφιλόξενα βουνά και πολλοί έκλαιγαν με λυγμούς σαν μικρά παιδιά έκλαιγαν με λυγμούς“.
Ο έρωτας του αφηγητή, έστω και μάταιος, τον κρατά στην ζωή. Είναι μια φλόγα που του δίνει δύναμη μέσα σε αυτό τον κυκεώνα της καταστροφής και της απώλειας. Και εδώ είναι που ο ποιητής, έρχεται να δοξάσει την εσωτερική αυτή δύναμη του ανθρώπου, την μοναδική, που αντιστέκεται με σθένος σε ότι φθείρεται και πεθαίνει: “η Μερσέδες θολή οπτασία και όνειρο του ποιητή εμφανίζεται για λίγο/ εμφανίζεται φευγαλέα όπως μια λάμψη/ που φωτίζει την κατασκότεινη νύχτα“.
Στο γηροκομείο όπως ανέφερα πιο πάνω ο αφηγητής συναντά τον παλαιστή Λούκας, που κάποτε είχε αναμετρηθεί μαζί του στο ρινγκ, και που τον νίκησε γι΄ αυτό και δεν τον συγχώρεσε ποτέ: “και μου ψιθύρισε στ΄αφτί ότι/ θα με βρει μια μέρα και θα με λιανίσει“, γεγονός που δεν έγινε γιατί δεν τον βρήκε ποτέ, παρά μόνο τώρα, χρόνια αργότερα, σε αυτό το γηροκομείο.
Ο αλλοτινός παλικαράς και πυγμάχος Λούκας, κατάκοιτος, του πέφτουν τα σάλια και έχει ακράτεια. Ο Πολενάκης περιγράφει με ειρωνεία την τωρινή του κατάσταση, θέλοντας να υπερθεματίσει την στιγμή όταν συνειδητοποιούμε πως ο χρόνος έχει επιφέρει τεράστιες αλλαγές πάνω μας: “λυπάμαι πραγματικά τον καημένο τον Βίνσεντ Λούκας/ ο χρόνος τον ξεδόντιασε αλύπητα όλους/ μάς ξεδόντιασε ο χρόνος αλύπητα αυτό είναι/ που προσπαθώ εδώ να πω όλοι/θα τελειώσουμε την ζωή μας έγκλειστοι/ σ΄ ένα άσυλο γερόντων αλλά/ κάτω από το παράθυρό μου περνά κάθε νύχτα/ μια σιωπηλή λιτανεία/ οι εργάτες του Σικάγου με αναμμένα κεριά/ ο χαμένος χρόνος επιστρέφει ξανά/ τα μισόκλειστα βλέφαρα τα κατάμαυρα μαλλιά/ της Μεσρέδες/ ο χαμένος χρόνος επιστρέφει ξανά/ ολόχρυσο νόμισμα που κάποιος πέταξε κάποτε/ στα βάθη της λίμνης”.
Στο δεύτερο ποίημα με τίτλο Όνειρο 1914 ο ποιητής ως φανταστικός μάρτυρας μιλά για δύο ιστορικά γεγονότα που άλλαξαν το ρου της Ιστορίας: της δολοφονίας του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας, στο Σαράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914 και τα εγκαίνια της Διώρυγας του Παναμά στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Τι θα είχε συμβεί αναρωτιέται ο ποιητής αν εκείνος ο φοιτητής με το όνομα Γκαβρίλο Πρίντσιπ είχε αποφασίσει να μην διαπράξει εκείνη την δολοφονία που οδήγησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο; Ή αν οι ίδιοι οι οργανωτές είχαν σχεδιάσει να την αποτρέψουν; “Ξέρουμε ότι υπάρχει και μια άλλη/ εκδοχή της ιστορίας”, γράφει ο Πολενάνης, ” σύμφωνα με/ την οποία την τελευταία στιγμή/ οι οργανωτές της απόπειρας/ αποφάσισαν να την ματαιώσουν/ για άγνωστα αίτια/ προαισθανόμενοι ίσως/ με τρόμο τις ηφαιστειακές/ εκρήξεις που θα προκαλούσε/ έστειλαν λοιπόν γι΄ αυτό το σκοπό/ επειγόντως έναν άνθρωπο/ στο Σεράγεβο με αποστολή/ να προειδοποιήσει τον αρχιδούκα/ αλλά αυτός ο άνθρωπος αυτός/ συνελήφθη τυχαία από την αστυνομία/.”
Πολλές φορές η τύχη καθορίζει το μέλλον μας. Σε αυτό το ποίημα φαίνεται πολύ ξεκάθαρο πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ο ρους της ιστορίας, πόσο εύκολα μπορούμε να δούμε την ζωή μας, την συνηθισμένη μας ζωή, να καταστρέφεται ολοσχερώς εξαιτίας γεγονότων που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Το φαινόμενο που αφορά στο ανθρώπινο σύμπαν, τη γέννηση, την εξέλιξη, τον έρωτα, την δημιουργικότητα, πρέπει να το αντιπαραβάλλουμε με τη σκοτεινή του πλευρά, το θάνατο, για να ανακαλύψουμε, ίσως, ότι αυτό που μας περιορίζει και μας προδίδει, μπορεί κάλλιστα να είναι και αυτό που μας καθορίζει και μας αποκαλύπτει. Η κατανόηση της ψυχής είναι από μόνη της ένα ταξίδι μέσα στο χώρο και το χρόνο. Ένα ταξίδι που έχει ως στόχο να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας, να εκτιμήσουμε τον αφανή θρίαμβο του να υπάρχουμε σ΄ ένα αχανές περιβάλλον, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει.
Με τα δυο αυτά ποιήματα ο Πολενάκης χτίζει μια ποιητική ελεγεία για τον χρόνο και τις ζωές μας. Με δραματικό τόνο και μια γλώσσα λιτή, μεστή όμως νοημάτων. Ένα βιβλίο που αξίζει διαβαστεί.
info: Σταμάτης Πολενάκης, Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες, εκδόσεις Μικρή Άρκτος