Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος,
Το πρώτο που με σταμάτησε σ’ αυτό το έργο ήταν ο τίτλος: «Σκοτεινή ρίζα. Ανθολογία λυρισμού». Κάτι δε μου πήγαινε σ’ αυτό το συνδυασμό, με βάση την εντύπωση που είχα σχηματίσει για το νεοελληνικό λυρισμό· τουλάχιστον όπως τον διάβαζα στο εξώφυλλο, προτού ν’ ανοίξω το βιβλίο. Από την άλλη, αυτή η “ρίζα”, σκοτεινή ή όχι, με παρέπεμπε σε κάτι οικείο, ιδιαίτερα θελκτικό. Ρίχτηκα στη μελέτη αποφασισμένος να ξεκαθαρίσω αυτή την αμφιθυμία. Η ανάγνωση μού ξυπνούσε βαθιά βιώματα της βρεφικής ηλικίας, καθώς συναντούσα και αναγνώριζα ένα-ένα, τα ποιήματα που η φιλόλογος μητέρα μου συνήθιζε ν’ απαγγέλλει, καθώς μας θήλαζε. «Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη», προτού ακόμη ν’ αρχίσω να καταλαβαίνω τη γλώσσα μου.
Νά την, λοιπόν, η δική μου «σκοτεινή ρίζα», που μ’ έδενε με την ποίηση. Που μ’ έμαθε, από την αρχή, να δέχομαι το ποίημα ως ερέθισμα των αισθήσεων· της ακοής, πρώτ’ απ’ όλα, μα που έσερνε πίσω της μια μυρωδιά και μια γεύση από μητρικό γάλα· κι ένα ηδονικό μερμίδισμα στις άκρες των δαχτύλων, συνοδευόμενο από ένα νευρικό ερέθισμα, μια παράξενη ταραχή, μια ψυχική έξαρση, που με παράσερνε να κουνιέμαι σύμφωνα με το ρυθμό της απαγγελίας. Και σιγά σιγά, η θαυματουργία· το ερέθισμα της φαντασίας, που έπλαθε κόσμους μαγικούς, σε διαρκή ροή και μεταμόρφωση. Έτσι, αβίαστα και ασύνειδα, ασκήθηκα να δέχομαι την ποίηση ως μια δέσμη ερεθισμάτων, αισθητηριακών, συναισθηματικών και διανοητικών, που τα απολαμβάνεις, χωρίς να πρέπει – σώνει και καλά – να τα εξηγήσεις με τη λογική.
Πολύ αργότερα, ήρθε η θεωρία της λογοτεχνίας να εκλογικεύσει αυτή τη σχέση· και να τη μεταγράψει σε θεωρητική αρχή: «Το ποιητικό μήνυμα, με την υλικότητά του, παράγει σύνθετα ερεθίσματα στο δέκτη, αισθητηριακά και ψυχοδιανοητικά».[1] Αυτή η αρχή υπήρξε για τον ομιλούντα βιωματική εμπειρία της νηπιακής ηλικίας. Και του έμαθε καλά πως την ποίηση την προσλαμβάνεις με όλη σου την ύπαρξη, με τις αισθήσεις, το συναίσθημα, τη νόηση. Έτσι, δεν δυσκολεύτηκα καθόλου, αργότερα, να καταλάβω το Σικελιανό, όταν περιγράφοντας τη διαδικασία πρόσληψης του ποιητικού λόγου, έγραφε ότι αυτά τα πολλαπλά ερεθίσματα των αισθήσεων, με τη ρυθμιστική παρέμβαση του νευρικού συστήματος του «μεγάλου συμπαθητικού», εναρμονίζουν όλες τις λειτουργίες του οργανισμού και παράγουν αυτή την ευφορική κατάσταση που κατά καιρούς ονόμασαν «αισθητική απόλαυση», «διανοητική συγκίνηση» ή «κάθαρση παθών».
Ιδού, λοιπόν, το προνόμιο της ποίησης: απευθύνεται σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο και τον καλλιεργεί ολόπλευρα, και όχι μόνο κάποιες μεμονωμένες δεξιότητες όπως συμβαίνει με άλλα διδακτικά αντικείμενα. Γι’ αυτό και αποτελεί μοναδική παιδευτική αξία στα χέρια του δασκάλου, του εκπαιδευτικού.
– Θέλω να τονίσω αυτή την αντιστοιχία βιωματικής και θεωρητικής προσέγγισης, γιατί συχνά πυκνά μας έρχονται απ’ έξω κι απ’ αλάργο ως προοδευτικές μόδες τα αντιθεωρητικά ρεύματα, που στρέφουν τους αφελείς ενάντια στην κατεξοχήν ελληνική επιστήμη, που είναι η θεωρία της λογοτεχνίας. Τι άλλο είναι η θεωρία παρά η εκλογίκευση της εμπειρικής γνώσης για το υπό μελέτη αντικείμενο;
– Και θέλω να εκφράσω τη ριζική μου αντίθεση στην υποβάθμιση και εξουδετέρωση της ποίησης ως παιδευτικού αγαθού στη Μέση Εκπαίδευση με το αστείο επιχείρημα πως δεν παρέχει αντικειμενικά κριτήρια βαθμολόγησης. Εκεί μας οδήγησε η θεωρητική ένδεια και ημιμάθεια των φορέων που χειρίζονται τον εκπαιδευτικό προγραμματισμό: στην αξιοθρήνητη «διαθεματική προσέγγιση», που γίνεται το άλλοθι των αμαθών, για να διολισθαίνουν από το αισθητικό φαινόμενο, που δεν ξέρουν πώς να το χειριστούν, στο προαισθητικό θεματικό υλικό, σύμφωνα με την παλιά καθαρευουσιάνικη συνταγή, που μετέτρεπε τα αριστουργήματα της κλασικής μας λογοτεχνίας σε υλικό θεματογραφίας!
Μάλιστα, οι τωρινοί έχουν μια πρόσθετη ευκολία κι ένα ισχυρό κίνητρο, για να ξαναγυρίσουν πίσω, στην έκθεση ιδεών: έχουν έτοιμες, κονσερβαρισμένες, τις κοινοτοπίες μιας ψευδώνυμης παγκοσμιοποίησης, που μεγεθύνει και αγιοποιεί το περιθωριακό και ασήμαντο, θέτοντας έτσι εκποδών τα επικίνδυνα κείμενα, φαινόμενα ή συγγραφείς, που έχουν τη δύναμη να συσπειρώσουν τους ανθρώπους γύρω από κοινές αξίες και ιδανικά.
Ένα βασικό πλεονέκτημα της παρούσας ανθολογίας είναι ότι περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ποιητών, μάλιστα από τις νεότερες γενιές, που δεν είχαν ως σήμερα επαρκώς εκπροσωπηθεί σε ανάλογες ανθολογίες πανεπιστημιακής χρήσης. Πάνω σ’ αυτό θα λέγαμε ότι η ανθολόγηση της Γεωργίας Λαδογιάννη είναι μια ανθολόγηση, δίκαιη, τίμια, χωρίς ιδεολογικούς αποκλεισμούς και προνομιακές μεταχειρίσεις. Και προπάντων, άξια του ονόματος· ξέρει να ανθολογεί, συνδυάζοντας τα δύο κριτήρια του ανθολόγου: το αντιπροσωπευτικό της τέχνης του ανθολογούμενου και το αισθητικό, τις ανώτερες ποιητικές επιτεύξεις του. Έτσι, πετυχαίνει μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική εικόνα του εύρους, της πολλαπλότητας και της αισθητικής ποιότητας της νεοελληνικής ποίησης. Και παρέχει μια επαρκή εικόνα για τη μέγιστη αξιοποίηση των εκφραστικών δυνατοτήτων της ελληνικής γλώσσας από τους Έλληνες ποιητές, προσφέροντας αντίστοιχα πλούσιο ερευνητικό υλικό για τις συναφείς επιστήμες της γλώσσας· και βέβαια, για τη γλωσσική – που θα πει, διανοητική – καλλιέργεια των σπουδαστών.
Ένα άλλο πλεονέκτημα της έκδοσης είναι η ιστορικότητά της, δηλ. η αποτύπωση της ποιητικής παραγωγής σε δύο εύστοχα επιλεγμένες φάσεις: 1900 ως 1940 και 1940 ως 2000. Έτσι, μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της ποιητικής γραφής σε μια σειρά δημιουργούς, από τη φάση των ζυμώσεων που προκάλεσε η ανάπτυξη των μοντερνιστικών κινημάτων, στη φάση της διαλεκτικής αφομοίωσης και των ώριμων καρπών. Κι αυτό μας επιτρέπει να διακρίνομε ορισμένα φαινόμενα. Πρώτα, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία κάθε περιόδου αλλά και τις σημαδιακές διαφοροποιήσεις που συντελέστηκαν στο σύνολο και σε κάθε δημιουργό χωριστά από την πρώτη στη δεύτερη φάση. Η διαπίστωση έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί μας βοηθά να διακρίνομε ένα άλλο φαινόμενο, που αφορά τη σχέση της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης με τα διεθνή λογοτεχνικά ρεύματα, ένα πεδίο όπου η ακραία ιδεολογικοποίηση της λογικής της υποτέλειας έχει επιβάλει μια τρομοκρατική ομοφωνία, εξοβελίζοντας την αντικειμενική έρευνα. Παρακολουθούμε με αισθήματα οίκτου την αγωνιώδη προσπάθεια των ανθρώπων με το δανεικό μυαλό (που νομίζουν πως η καλή ποίηση γράφεται με συνταγές) να εξισώσουν και να υπαγάγουν ολόκληρη τη νεοελληνική ποίηση στα διεθνή λογοτεχνικά ρεύματα. Με σημαία το προκρούστειο ιδεολόγημα «Ανήκομεν εις την Δύσιν», αγωνίζονται με ιερό ζήλο να αποδείξουν το αναπόδεικτο, ότι ο αρχαιότερος ζων πολιτισμός της Μεσογειακής λεκάνης είναι εξ ολοκλήρου ετερόφωτος και περιφερειακός και αν έχει κάτι που ν’ αξίζει, αυτό μετριέται από το βαθμό στον οποίο καταφέρνει να μιμηθεί τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά πρότυπα. Ευτυχώς, υπάρχει εκείνο το ανοικονόμητο «μακρύ ποδάρι» που ξεπροβαίνει σχεδόν σε κάθε σελίδα του υπό κρίση έργου και χαλάει τη συνταγή. Η οργάνωση της Ανθολογίας σε δύο τόμους αναδεικνύει επαρκώς το φαινόμενο. Άλλος ποιητής είναι, λ.χ., ο Εμπειρίκος του πρώτου τόμου και άλλος ο Εμπειρίκος του δεύτερου.
Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι, είναι καιρός να το παραδεχτούμε επιτέλους όλοι. Το μέγιστο επίτευγμα της νεοελληνικής ποίησης είναι η μεταϋπερρεαλιστική ελληνική ποίηση. Ας πάρομε ένα καθαρό παράδειγμα, όπου η διαλεκτική με τα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα δεν είναι υποθετική ούτε αμφισβητήσιμη: οι Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, αφού αξιοποίησαν στο μέγιστο βαθμό τα απελευθερωτικά μηνύματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού – και κατ’ εξοχήν, του υπερρεαλισμού – τον άφησαν πίσω, καθώς δεν «έδενε» με το ύφος και το ήθος της ελληνικής γλώσσας. Και δημιούργησαν μια πολύτροπη και πολυφωνική μεταϋπερρεαλιστική ποίηση, που δε μιμείται κανένα διεθνές ρεύμα. Μα που πραγματώνει με πολλούς ομόλογους τρόπους ένα ιδεώδες κλασικής ισορροπίας μορφής – νοήματος, μια καθαρά ελληνική νεωτερική ποίηση, που δεν έχει να κάμει με τη δυτική έννοια της νεωτερικότητας, από την οποία μας χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα στο πεδίο των αξιών.
Και καθώς ξέρομε, η ποίηση είναι ο αυθεντικότερος φορέας ενός πολιτισμικού προτύπου: συλλαμβάνει και συνθέτει τις διάχυτες τάσεις, ιδέες, αξίες, αιτήματα της κοινωνίας και τα συγκροτεί σε ένα εσωτερικά συνεπές, συνεκτικό και ευκρινές σύστημα, όπου κάθε μέλος της κοινότητας αναγνωρίζει το βαθύτερο εαυτό του. Η ποίησή μας είναι, λοιπόν, η αστείρευτη πηγή πολιτισμικής αυτογνωσίας και γι’ αυτό, μοναδικό παιδευτικό αγαθό.
Θα κλείσομε με μια απόφανση: Η μεταϋπερρεαλιστική ποιητική μας παραγωγή δικαιώνει πλήρως τη διαπίστωση ότι η ποίηση είναι η κορυφαία εκδήλωση της νεοελληνικής δημιουργικότητας, το ανώτερο επίτευγμα του πνευματικού μας πολιτισμού. Είμαστε ένας πολιτισμός του λόγου, τί να κάνομε!
[1] Βλ. Ερατοσθένης Γ.Καψωμένος, Ποιητική ή Περί του πώς δει των ποιημάτων ακούειν. Θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης των ποιητικών κειμένων, Σειρά: Θεωρία της Λογοτεχνίας, Διεύθυνση σειράς και Επιμέλεια Ε.Γ. Καψωμένος, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2005: 100.
info: Γεωργίας Λαδογιάννη, Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Η Ρ Ι Ζ Α. Ανθολογία λυρισμού. Τόμοι Α΄- Β΄, Εκδόσεις Παπαζήση, 2016.