της Γεωργίας Λαδογιάννη (*)
Το βιβλίο της Ευθυμίας Γιώσα υπό τον τίτλο «Σώματα πτερόεντα» (Εκδόσεις Σοκόλη, 2016) έχει τη μορφή πεζού ποιήματος -μία φόρμα ανοιχτή στα γεγονότα- και εκπέμπει έναν λόγο που θυμίζει ραδιοφωνική εκπομπή ή θεατρική παράσταση ή ακροαματική διαδικασία σε δικαστήριο.
Το ποίημα καταγράφει την μαρτυρία ενός σώματος κι από την αποψη αυτή είναι ένας αυτοβιογραφικός μονόλογος. Στον μονόλογο, το σώμα παίρνει το ρόλο του προσώπου και νομιμοποιεί αυτή του την ιδιότητα από μια σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, που σφηνώνεται κάπου μέσα στο κείμενο: «δεν είμαι παρά αποκλειστικά και μόνο κορμί και τίποτα εκτός από κορμί· και ψυχή είναι μια λέξη μόνο για κάτι του σώματος».
Στον ρόλο, λοιπόν, του προσώπου, το σώμα αποπειράται με πολλούς τρόπους να μας δώσει την ταυτότητά του. Με τρόπο ρητό εμφανίζεται να έχει ποιητική υπόσταση, που κάνει νοηματικά διάφανη την κοινωνική του ιδιότητα. Αυτο-ορίζεται από το ποίημα «Είπε ο τρομοκράτης» του γνωστού Ηπειρώτη ποιητή Γιάννη Δάλλα, την ποίηση του οποίου «ακούμε» και σε άλλα σημεία του ποιήματος. Όπως «ακούμε» κι άλλους Ηπειρώτες ποιητές: τον Πάνο Κυπαρίσση και τον αείμνηστο Νίκο Χουλιαρά. «Ακούγεται» όμως και ο Ρίτσος (Τα Ερωτικά, 1981, π.χ. το ποίημα Ι). Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να λογαριάσουμε και την πηγή, στην οποία μας πάει η διπλή ανάγνωση του τίτλου του βιβλίου: την ομηρική φράση «έπεα πτερόεντα» (Ιλιάδα, Α 201), που δίνει στον τίτλο, ταυτόχρονα, την αμφισβήτηση και τον διασκορπισμό.
Θα λέγαμε πως ένας λεξοκεντρισμός ανήκει στα χαρακτηριστικά της γλωσσικής στάσης του ποιήματος. Η γλώσσα κατασκευάζεται. Κι όχι μόνο με τα δικά της μέσα. Κατασκευάζεται π.χ. φιλοσοφικά: από την (επαναστατική) άρνηση να αποδεχτεί μια «ήσυχη κανονικότητα». Με τα μέσα της γλώσσας, ωστόσο, η κατασκευή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αυτό το επιτυγχάνει ενεργοποιώντας α) την αναφορική της δυναμική, β) την ενσωμάτωση συγκεκριμένης αστικής εμπειρίας, ώστε να μεταλλάσσεται δείχνοντας νέα νοηματική κατεύθυνση (κατεύθυνση ανατρεπτική). Έτσι, την γλώσσα του βιβλίου θα μπορούσα να την περιγράψω ως μια ποιητική (‘κοινωνική’) γλώσσα που δέχεται την εισβολή φράσης ή λέξης ανοίκειας. Το αποτέλεσμα είναι να αποξενώνει, άρα να καθιστά δυναμική νοηματοδοτικά μια ανενεργή και φθαρμένη από την πολλή χρήση κοινωνική πρόταση. Ένα παράδειγμα: από την φράση «προσοχή στο κενό» που ακούμε στο Μετρό, η μεταλλαγή της, στο κείμενο, μάς δίνει την φράση «Αγαπητοί επιβάτες, παρακαλείστε να προσέχετε τις σωματικές σας αντενδείξεις. Ευχαριστώ». Αυτό σημαίνει μια εξόχως σοφή διέξοδο προς ένα επιθυμητό νόημα, με τα ίδια τα εργαλεία-όργανα (νοήματα/γλώσσα) ενός συστήματος της κανονικότητας, όπως ονομάζεται. Η γλώσσα του βιβλίου θα μπορούσε, επίσης, να περιγραφεί και ως γλώσσα που βασίζεται σε φράσεις–κλισέ, αποχρωματισμένες από την χρήση, που, με τον τρόπο αυτόν, αναζωογονούνται. Αν έτσι περιγράψουμε την γλώσσα, τότε το σχόλιο είναι προφανές: πόσο ευάλωτο είναι το σύστημα της ‘κανονικότητας’, πόση προχωρημένη φθορά έχει ενσωματώσει, ώστε η προσπάθεια για την κατάρρευσή του να μην είναι θέμα μεγάλης αλλά επινοημένης προσπάθειας.
Μερικές φορές αυτός ο ιδιαίτερος γλωσσικός «δανεισμός» γίνεται από την λογοτεχνική συνάφεια. Ο τίτλος αίφνης «Εφήμερον σώμα», που έχει μια ενότητα του βιβλίου, μας πάει στο γνωστό «εφήμερον σπέρμα»: αξιοποιημένο από τον Γιώργο Σεφέρη ως μότο στο έργο «Κίχλη» αλλά και από τον αείμνηστο Γιώργο Σαββίδη που το χρησιμοποιεί ως τίτλο βιβλίου του, όπου συνδέει το «εφήμερον σπέρμα» με τον Ελπήνορα. Μπορούμε και εδώ να φανταστούμε ότι η φράση φέρνει μέσα στο κείμενο διά της «Κίχλης» την μυθολογική απάντηση: του Σειλινού στον βασιλιά Μίδα για το τι είναι ο άνθρωπος, δηλαδή «εφήμερον σπέρμα».
Είναι φανερό ότι έχουμε μια γλώσσα που ξέρει πολύ καλά α) την ειρωνεία, πώς δηλαδή να εκθέτει σε θέα (σε κριτική) την συνήθεια, αλλά, ταυτόχρονα, ξέρει πολύ καλά και έχει την ικανότητα να κρύβει τα όπλα της και να κάνει πιο αποτελεσματική την δράση της (βλ. σελ. 16-7) και β) να στροβιλίζει σε περιγραφές λέξεις γραμματικά ανάκατες, χρησιμοποιώντας ένα απνευστί ύφος που νομίζεις ότι θα φέρει την άπνοια. Εδώ, στοβιλίζονται ουσιαστικά, επίθετα φθοράς και ρήματα που καταλήγουν σε μια εικονοπλασία σαρκοβόρου γεύματος (βλ. σελ. 14). Ακόμη, ένας στροβιλισμός που δημιουργεί ένα «λεκτικό γαϊτανάκι» (βλ. σελ. 16). Βεβαίως, ξέρει και γ) την θεατρική γλώσσα στον σχηματισμό της εικόνας: να σκηνοθετεί ένα πλαίσιο αισθητικό, ερωτικό και εκεί να τοποθετεί, βγάζοντας το αντικείμενο από το πραγματικό, και να το παρατηρεί μέσα στο νέο πλαίσιο. Θα λέγαμε, εδώ, ότι έχουμε μια γλώσσα με την δυναμική της μεταφοράς στον σχηματισμό της εικόνας.
Θεωρώ ότι με το βιβλίο αυτό η ποίηση ξαναβρίσκει τις πηγές της, γίνεται το «αγριόφιδο» (βλ. σελ. 23) που μαζεύει δηλητήριο από την έμπειρη γλώσσα του επιστήμονα της Βιολογίας, η οποία και πλαισιώνει την ποιητική γλώσσα και εμπλουτίζει την μυθολογική και ρεαλιστική της εικονοπλασία. Κάτι ανάλογο φέρνει στην ποιητική μας γλώσσα η ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου. Και μιας και θυμηθήκαμε τον αείμνηστο φίλο μας Έκτορα και την συμβολή του στον υπερρεαλισμό, να αναφέρουμε σύντομα και ένα ακόμη στοιχείο. Στα Σώματα πτερόεντα είναι το γυναικείο σώμα που γίνεται πηγή έμπνευσης όπως στον υπερρεαλισμό. Αλλά, επίσης, είναι και αυτό που λέει ο Maurice Marleau-Ponty, o Γάλλος φαινομενολόγος, ότι το σώμα είναι το μέτρο των αξιών των άλλων πραγμάτων και όχι μόνον ένα πράγμα. Είναι το σημείο Μηδέν όλων των αποστάσεων του κόσμου (Le Visible et l’invisible,1964, Gallimard, Paris). Στο σώμα προβάλλεται ο κόσμος. Ας θυμηθούμε ακόμη ότι στον υπερρεαλισμό προβάλλεται ταυτόχρονα ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος, δηλαδή έχουμε την ταυτόχρονη αντανάκλαση της ατομικής και της συλλογικής Ιστορίας.
Από αυτή την άποψη, το βιβλίο Σώματα πτερόεντα, σώματα ελεύθερα από φορτία συμβάσεων, θέλει να ιστορήσει την σύγχρονη φθορά και να προβάλλει το σώμα ως τον πιο πειστικό καταγραφέα του ανθρώπινου πολιτισμού. Αν αφήσουμε την δυιστική πλατωνική θεώρηση του σώματος ή αυτήν του Ιπποκράτη, των Ελεατών, του Σπινόζα κ.α., στην ουσία, πρόκειται για την φαινομενολογική πρόταση, όπου το σώμα θεωρείται ως φύση και πολιτισμός μαζί, ως έδρα μελέτης της ιστορίας, των συμπεριφορών, της τέχνης. Και νομίζω ότι από αυτήν την συνάφεια θα έπρεπε να ξεκινήσει κανείς για να δει ένα ποιητικό λόγο, ευαίσθητο σε αυτήν την πολιτισμική σύλληψη της σύγχρονης αντίληψης.
Ένα σώμα, λοιπόν, τρομοκράτης, μας καταθέτει σε περίπου 60 σελίδες όλη του την ζωή και την μετά από αυτήν ζωή ως αντικειμένου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος: την καταθέτει από την μαγική γέννηση μέχρι την σκόνη που αφαιρεί από τις κοιλότητες των οστών ο αρχαιολόγος. Aνάμεσα σε αυτά τα δύο όρια η ποιητική αφήγηση αναδείχνει τα τραύματα του σώματος και αναγνωρίζει τον αντίπαλο: είναι η αστική ομαλότητα/κανονικότητα και τάξη που σαν ηλεκτροφόρο σύρμα τυλίγεται γύρω από το πτερόεν σώμα που διεκδικεί ύπαρξη, δηλαδή να γίνει αποδεκτή η μοναδικότητά του.
(*) Η Γεωργία Λαδογιάννη είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
info: Ευθυμία Γιώσα, «Σώματα πτερόεντα» (Εκδόσεις Σοκόλη, 2016)