Του Νίκου Θρασυβούλου
Ο Σωτήρης Δημητρίου χρησιμοποιεί στα βιβλία του, τη γλώσσα την οποία έμαθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην Πόβλα Θεσπρωτίας και με αυτή ανατράφηκε. Γυρίζοντας λοιπόν στα παιδικά του χρόνια μου είπε στη ραδιοφωνική συνάντηση μας στο ΒΗΜΑ FM 99.5.
«Έζησα μαγικά παιδικά χρόνια, στο βουνό της Μουργκάνας στην Πόβλα όπου έζησα όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια εκεί μαζί με τα αδέρφια μου μαζί με τη γιαγιά μας. Η Πόβλα είναι ένα χωριό που σε απόσταση αναπνοής βλέπεις το αλβανικό έδαφος.
Η γενέτειρα μου επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα λογοτεχνική μου διαδρομή, αλλά κυρίως η λακωνικότητα της γλώσσας των κατοίκων. Ο λόγος τους είναι εξαιρετικά πυκνός, αλλά και η λυρικότητα αυτού του λόγου εκ μέρους των γυναικών, και οι ιστορίες των κατοίκων, αφού αυτοί οι άνθρωποι βίωναν και μια μαγική διάσταση της ζωής στα χωριά».
Αυτή τη λακωνικότητα της γλώσσας των κατοίκων την διαπιστώνει κανείς και στα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου τα οποία πολλές φορές είναι εξαιρετικά σύντομα.
«Μα η λακωνικότητα είναι το χαρακτηριστικό όλων των ηπειρωτών και το βλέπει κανείς και στις τέχνες. Στους Πετράδες επί παραδείγματι βλέπει κανείς ότι η κατασκευή τους ότι είναι σιωπηλή και απέρριτη. Γενικά στην Ήπειρο κατευθύνονται στο καίριο και στο σημαντικό, δεν παραδρομούν. Όμως όλα αυτά γίνονται με ποιητικό τρόπο».
Όλα αυτά μας τα λέει ο Σωτήρης Δημητρίου που στο σχολείο του ήταν ένας μέτριος σε επιδόσεις μαθητής. Από μία οικογένεια του μόχθου προέρχεται. Διαχωρίζει βέβαια πολύ περιγραφικά τη γνώση από τη μόρφωση.
«Η γνώση είναι το καρπούζι και η μόρφωση το κουκούτσι. Υπάρχουν άνθρωποι με πολλά πτυχία και έχουν το κουκούτσι, υπάρχουν και άνθρωποι σαν την μάνα μου ας πούμε που είχε πάει μόνο στο δημοτικό και είχε το καρπούζι, δηλαδή τη γνώση. Η αδιαμεσολάβητη παιδεία της μάνας μου, που ευτυχώς δεν πέρασε από τη διαμεσολάβηση της εκπαίδευσης, κράτησε την ομορφιά που πήρε από τη φύση και την έκανε γλώσσα, όπως και όλες οι γυναίκες αυτών των χωριών, μια γλώσσα που θα την ζήλευε και ο καλύτερος ποιητής. Δεν αντάλλασαν με τη γλώσσα τους απλά πληροφορίες αλλά εψυχαγωγούντο ερήμην τους και πως γινόταν αυτό; Γινόταν με τις μεταφορές, με τις παρομοιώσεις. Αυτές οι γυναίκες για να δείξουν την αγάπη της εγγονής με τη γιαγιά έλεγαν -“ένας ύπνος τις χωρίζει”-, για μία όμορφη γυναίκα θα έλεγαν –”της βλέπεις το νερό στο λαιμό”-, μια τρελή μεταφορά, τελείως λοξή αλλά θα την ζήλευε ο κάθε ποιητής. Για μια καλή γυναίκα έλεγαν ότι αυτή είναι –”καλανέβατη συκιά”-. Ο νους των γυναικών της Ηπείρου σπινθηροβολεί προς την ψυχαγωγία δια της γλώσσης και ξέρουμε πολύ καλά ότι εξέφραζαν με τη γλώσσα τους και τις λεπταποχρώσεις, όλα τα ακραία της ψυχής. Ότι εκφράζεται γλωσσικά δεν τελματώνει μέσα σου αλλά εξαχνούται. Άλλωστε το εξέφραζαν εκτός από τις λεπταποχρώσεις και με περισσή ποιητικότητα. Ήταν πάντοτε θαλερές και είχαν την ευχαρίστηση της ομιλίας από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Καλοήθης ζήλια με έκανε να ασχοληθώ με αυτή τη γλώσσα, άκουγα τη μάνα μου και όλες τις χωριανές μου γιατί αυτές διαφύλασσαν την γλωσσική εστία. Οι άνδρες έφευγαν στη ξενιτιά, έλεγαν ότι υπήρχε φτώχεια. Όπως το άσχημο βλέμμα βλέπει άσχημα έτσι και ο φτωχός νους στην Ελλάδα βλέπει φτώχεια. Αυτές οι γυναίκες λοιπόν που έμεναν πίσω στο χωριό διαφύλασσαν αυτόν τον γλωσσικό πλούτο. Στα βιβλία μου έχει αποδοθεί ένα της χιλίοις από αυτή την πάμπλουτη γλώσσα, πραγματικά πάμπλουτη. Το ελληνικό κράτος αυτή την γλώσσα όχι μόνο την περιφρόνησε αλλά σιγά σιγά μας έφτασε να αποκαλούμε βλάχικα τα ήθη μας, τις φορεσιές μας, τους τόπους μας, οτιδήποτε δικό μας το ονομάσαμε βλάχικο με απαξιωτικό και περιφρονητικό τρόπο».
Παρά την αγάπη για τη γενέτειρα του τελικά ο Σωτήρης Δημητρίου συμφιλιώθηκε με την Αθήνα όπου διαμένει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
«Συμφιλιώθηκα με την Αθήνα, ναι, αλλά παρόλα αυτά είμαι παρουσία απόντος και θέλω να τονίσω ότι όταν είμαι στη φύση απαλείφονται όλες οι στενοχώριες μου κατά ένα μυστήριο τρόπο ίσως γιατί είμαστε και εμείς φύση και όταν είμαστε στην αγκαλιά της όλα ξεχνιούνται».
Είναι πραγματικά πάρα πολύ ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση του Σωτήρη Δημητρίου πάνω στο θέμα της συνύπαρξης του ανθρώπου και της φύσης.
«Πρέπει να υπακούσουμε στο αναγκαίο και το αναγκαίο είναι πάρα πολύ λίγο. Είναι ελάχιστη τροφή (φυσική τροφή) και λίγο νερό και ελάχιστα ρούχα γιατί τα πολλά ρούχα έχουν μέριμνες. Οι πιο πολλές από τις υποχρεώσεις μας είναι πλαστές και επιβαλλόμενες από τις παγκόσμιες εταιρείες πραγμάτων».
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι πραγματικά ευτυχισμένος από τον τρόπο ζωής του. Κινείται κυρίως με τα πόδια, εννοείται ότι δεν έχει αυτοκίνητο, έχει ελάχιστες ανάγκες και επιμένει ότι όλοι μπορούμε να ζήσουμε έτσι και θα είμαστε ευτυχισμένοι χωρίς μέριμνες και χωρίς να σπαταλάμε τον χρόνο μας που είναι πολύτιμος.
«Με το καλημέρα λέμε και καληνύχτα στη ζωή, αφαιρούμε χρόνο αυτό το πολύτιμο αγαθό για να δουλεύουμε για να αγοράσουμε πράγματα τα οποία θέλουν άλλο χρόνο για τη μέριμνα τους και έτσι υπάρχει ένας φαύλος κύκλος. Κλαίμε άδαρτοι όπως λένε και οι γυναίκες στα χωρία της Ηπείρου, τρέχουμε, μοχθούμε για τα υλικά αγαθά, για το δεύτερο αυτοκίνητο και άλλα περιττά. Πρέπει να κάνουμε έναν επαναπροσανατολισμό της ζωής. Οτιδήποτε πωλείται έχει πάντα μικρή αξία και η πλάκα είναι ότι οτιδήποτε δεν πωλείται είναι αυτό το οποίο θέλουμε π.χ. ο αέρας, η θάλασσα, ο ύπνος, το γέλιο, οι συγγενείς μας, τα τραγούδια μας, η ξεγνοιασιά μας, ποιο μαγαζί τα πουλάει αυτά; Κάνουμε το παν να χάσουμε αυτά τα ανεκτίμητα που δεν πωλούνται για να αγοράσουμε όλα αυτά τα μπιχλιμπίδια που πωλούνται».
Η απλότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό του Σωτήρη Δημητρίου και ο αγώνας του για αυτή είναι δια βίου. Κλείσαμε την ραδιοφωνική κουβέντα μας και πραγματικά ήταν μαγευτικός ο επίλογος του Σωτήρη Δημητρίου, σας τον παραθέτω αυτολεξεί:
«Ξεκίνησα ασυνείδητα προς την απλότητα είχα βοηθό και τον ηπειρώτικο λόγο, πυκνό και λακωνικό, όμως μετά από τόσα πολλά χρόνια ακόμα επιδιώκω και κυνηγώ την απλότητα και ακόμα δεν μου χαρίζεται. Είχα την εντύπωση ότι στο «ΚΟΥΜΠΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ» έκανα ένα πιο συνειδητό αγώνα προς την απλότητα και όμως βλέποντας το, διαπίστωσα ότι ακόμη δεν μου έχει χαριστεί και είναι κάτι που το πολεμάς δια βίου και ποτέ δεν φτάνεις. Αν γράψω τώρα ένα διήγημα 30 σελίδων, το ίδιο διήγημα αν το ξαναδιαβάσω μετά από 3 χρόνια θα το συμπτύξω σε 3 σελίδες.
Ο αναγνώστης ένα του λες και ένα καταλαβαίνει. Δεν χρειάζεται μασημένη τροφή είναι ισότιμος, είναι συνομιλητής και θα έπρεπε να σέβεται ο συγγραφέας την νοημοσύνη του και την αισθαντικότητα του. Ο σεβασμός είναι η απλότητα, προς Θεού όχι η απλοϊκότητα. Πυκνή απλότητα. Θέλω από τον αναγνώστη μου μία συνενοχή γλυκιά, να νιώσει ότι τουλάχιστον δεν του είπα ψέματα».
Η συζήτηση έγινε στην εκπομπή του Νίκου Θρασυβούλου “Αυτοπροσώπως”.
Ο Νίκος Θρασυβούλου είναι Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής ΒΗΜΑ-FM 99.5
υποκλινομαι στην στην απλοτητα – σοβαροτητα του λογου του σωτηρη δημητριου