Σχεδόν βιβλικά: ένα ποιητικό βιβλίο προσωπικής αναφοράς (της Ευθυμίας Γιώσα)

0
760

 

της Ευθυμίας Γιώσα

 

Σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή (Αναζητώντας το πρότυπο του ποιητή-πολίτη, 23/12/2017), ο Παντελής Μπουκάλας γράφει, μεταξύ άλλων, πως οι ποιητές «με τη δουλειά τους θα επηρεάσουν –εάν επηρεάσουν– πέντε ή δέκα μυαλά, πέντε ή δέκα ψυχές» και πως «δεν χρειάζεται να γίνει θόρυβος και βουή η ομιλία τους». Στο δεύτερο μέρος, δε, του άρθρου (Ο ποιητής και ο πεζογράφος στην αρχαιότητα, 30/12/2017) συμπεραίνει, αναφερόμενος στον Σόλωνα, ότι «ο ποιητικός του λόγος ήταν πράξη». Έχω την εντύπωση ότι η επίδραση ενός έργου, ανεξαρτήτως εικόνας και λόγων του δημιουργού του στη δημόσια σφαίρα, σε συνδυασμό με την πραγματωμένη δυναμική του, είναι δύο ικανά στοιχεία προκειμένου αυτό να καταστεί κλασικό.  Ο Δημήτρης Αγγελής, με την ποιητική του συλλογή υπό τον τίτλο Σχεδόν Βιβλικά (κυκλοφόρησε λίγο προτού εκπνεύσει το 2017), φαίνεται πως έφτιαξε ποιήματα που δύσκολα θα γλιτώσουν από το να γίνουν ποιήματα αναφοράς τόσο του ίδιου όσο και της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.

Στο καλαίσθητο και προσεγμένο βιβλίο των Εκδόσεων Πόλις, ο Αγγελής έχει προσκαλέσει προσωπικούς του θεούς και δαίμονες, προσωπικότητες της τέχνης, ιστορικές συντεταγμένες του ιδιωτικού του, αλλά και του δημόσιου χρόνου και, βεβαίως, βιβλικές μορφές παρέα με τον μύθο τους σ’ ένα ποιητικό απόδειπνο λεκτικής ολκής. Ξεκινώντας από τη θεματολογία, φαίνεται πως δεν λείπει τίποτα από εκείνα που ο βίος μάς προκαλεί να αντιμετωπίσουμε. Προτού αναφερθώ πιο συγκεκριμένα στο εύρος του περιεχομένου, να σχολιάσω ότι τα εικοσιένα ποιήματα της συλλογής δεν τιτλοφορούνται παρά αριθμούνται, τακτική που ο ποιητής ακολουθεί ήδη από το προηγούμενο βιβλίο του, το προσφάτως βραβευθέν Ελάφι (Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου, Εκδόσεις Πόλις, 2015). Ενδεχομένως να προσδώσουμε και σε αυτή μια αφαιρετική  και, ταυτόχρονα, επεκτατική σημειολογία. Έτσι, λοιπόν, η θρησκευτική πίστη, η καλλιτεχνική δημιουργία κι η ενδεχόμενη ευθύνη που αυτή φέρει, η φθαρτότητα της ύλης, των ιδεών και των (συν)αισθημάτων, η (μόνιμη ή παροδική) απώλεια, η μοναξιά κι η μοναχικότητα, η παραδοχή της ματαιότητας ενός αγώνα κι η πολιτική της ήττας, όλα αυτά μαζί –συν κάποια ακόμη που θα μου έχουνε ξεφύγει– συναρμόζονται με λεκτική συνέπεια και ευρηματικότητα καθώς και με μια αξιοζήλευτη πνευματική ευρύτητα τόσο εύστοχα συμπυκνωμένη που όχι μόνο δεν κουράζει τον αναγνώστη, αλλά τον σπρώχνει να βγει σ’ ένα νοητικό ξέφωτο. Στην εποχή του νοητικού βολέματος, όταν ένα βιβλίο καταφέρνει κάτι τέτοιο αυτό από μόνο του είναι σημαντικό.

Αναπόφευκτα, όπως ίσως παρατηρήσατε, στο σχολιασμό μου της θεματολογίας παρεισφρύει ο σχολιασμός της γλώσσας καθότι όταν η γλώσσα έχει θεμελιακά χαρακτηριστικά εκτός του ότι αναδεικνύει το θέμα εντάσσεται κι εκείνη κατά κάποιον τρόπο στη θεματολογία. «Όλα τα πρωινά που σηκώνομαι απ’ τον θάνατο και δεν είσαι δίπλα μου να με παρηγορήσεις. Τότε έρχεται ο Μάρκος με το λιοντάρι του, ο Ιωάννης με τον αετό του, ο Λουκάς με το βόδι του κι ο Ματθαίος με τον άνθρωπό του. Έρχεται ο Ανδρέας στάζοντας λέπια, η αγία Πελαγία ντυμένη άντρας κι η αγία Αικατερίνη κρατώντας ένα μπουκάλι γάλα. Απ’ την πλευρά του Χειμώνα μάς έπλασε ο Θεός˙ γι’ αυτό κρυώνουμε μόνοι τα πρωινά, όσες φωτιές κι αν ανάψετε –εσείς οι άλλοι». Το ποίημα με τον αριθμό 11 που μόλις παρέθεσα είναι ένα καλό, επιβεβαιωτικό των όσων έχω ήδη υποστηρίξει παράδειγμα. Πρώτα απ’ όλα, ο ποιητής είναι αρκούντως «φιλόξενος»: οι τέσσερις Ευαγγελιστές κι οι συμβολισμοί τους, δύο αγίες –η μία φορώντας τη μετάνοιά της κι η άλλη κρατώντας τη θυσία της–, ο Θεός, ο Χειμώνας, οι (ξένοι) άλλοι και, βεβαίως, η (οικεία) μορφή που απουσιάζει. Η κοφτή, δωρική γλώσσα ισορροπεί με τη μεταφορά, το κεφαλαίο «Χ» αντιπαραβάλεται με το κεφαλαίο «Θ» και τα δύο μαζί βοηθούν το ρήμα «κρυώνουμε» να εξωτερικεύσει την παγωνιά του και το πεζό «μ» να παραδεχτεί την ασημαντότητά του. Όμως, υπάρχουν πολλά παραδείγματα της αριστοτεχνικής γραφής του ποιητή, όπως οι μεταφορικές παραδοξότητες κι οι γήινοι υπερρεαλισμοί που συναντούμε: «κίτρινες πεταλούδες ξεπηδούσαν απ’ τα μισάνοιχτα συρτάρια των χεριών του» (σελ.12), «η βρύση στάζει φεγγαρίσια άμμο» (σελ. 13), «το σύννεφο έσταζε έξω από το κάδρο» (σελ.16), «ένας συσκευασμένος γύψινος Ιησούς» (17), «εξημερωμένο βόσκει το φως πλάι στο χωματόδρομο» (σελ. 21), «έριξε στάχτη χελιδονιών στο κεφάλι του» (σελ.29).

Το υπ’ αριθμόν 11 ποίημα που έχω ήδη παραθέσει δεν θα ήταν, θαρρώ, άτοπο να χρησιμοποιηθεί ως ένας θεματικός μπούσουλας, μιας και περιέχει πολλές ενδιαφέρουσες συνιστώσες οι οποίες επαναλαμβάνονται στο βιβλίο. Ακόμη και το ερωτικό, στα όρια της δοξασίας, ποίημα υπ’ αριθμόν 7 (α & β) («είσαι ο αέρας που φύσηξε ανάμεσα στις ηττημένες λέξεις μου και τις έκανε τα στάχυα που μαζέψαμε για να ʼχουμε αύριο στο τραπέζι μας ψωμί (…). Είσαι ένας πειρασμός γκρεμού και κήπου ανεξάντλητου, όλο μηλιές και άπιαστες άκρες ποιήματος») επαναλαμβάνει στοιχεία του 11: μήπως το πεζό «μ» δεν ελπίζει να καταργηθεί από το (δυνητικά και ευκτικά) κεφαλαίο «Ε» του Έρωτα ή το λιοντάρι του Μάρκου κι η μαρτυρική θυσία της αγίας Αικατερίνης δεν εύχεται ο ποιητής να κρατούν τον κήπο ανεξάντλητο και τον γκρεμό μόνο σαν πειρασμό και όχι σαν πραγματικό ενδεχόμενο καταστροφής;

Το 7β μου έφερε στο μυαλό τον Ψαλμό του Γκέορκ Τρακλ (προσωπικότητα που συναντούμε στο Ελάφι) κι ειδικά τον στίχο που λέει: «Άγγελοι με λασπωμένα φτερά βγαίνουνε μέσα από γκρίζες κάμαρες». Το «άσπιλο όνομα» της μούσας του Αγγελή και «τα περισσευούμενα χέρια» του λατρευτή της μοιάζουν να θέλουν να κρατηθούν μακριά από μια πραγματικότητα που θα τα βρωμίσει. Στο υπ’ αριθμόν 21 ποίημα, εξάλλου, ο ποιητής εισχωρεί σ’έναν φανταστικό κόσμο, στο πρώτο μέρος αναπολώντας μια πόλη που κάποτε υπήρξε και στο δεύτερο εφευρίσκοντάς την. Δεν είναι τυχαίο που ως μότο για το βιβλίο του έχει χρησιμοποιήσει τον στίχο του Τσέλαν: «Γιατί νεκροί είναι οι άγγελοι και τυφλώθηκε ο Κύριος στα μέρη της Άκρας». Πάλι μια πόλη κι η κατάληξή της γίνονται το ζητούμενο.

Ωστόσο, ο ποιητής αντιστέκεται και «πιστεύει» (σελ.32), «ευθυμεί (ξανά)» (σελ.33), «προστάζει τις σάλπιγγες και τα τείχη γκρεμίζονται» (σελ.33) αδιαφορώντας, έστω προσωρινά, για την όποια κατάληξη, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο «ουρανός είναι ένα νεκροταφείο ονείρων» (σελ.33), ότι «προσευχόμαστε, αλλά εμάς δεν μας ακούει κανείς» (σελ.21), ότι «είμαστε χαμένοι στη δαιδαλώδη γραφειοκρατία των υποθέσεών μας» (σελ.22). Παραδέχεται, έστω και με μια δόση ενοχής, πως κάτι υπάρχει να τον παρηγορήσει «όταν σηκώνεται από τον θάνατο» του ποιήματος 11. Κάποιες φορές, βέβαια, αυτό το κάτι δεν είναι παρά η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει παρηγορία.

info: Δημήτρης Αγγελής, Σχεδόν Βιβλικά, Πόλις

Προηγούμενο άρθροΜαθαίνοντας για το “μακεδονικό” (της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροΈνα «αφήγημα» για τη μεταμυθοπλασία (της Ειρήνης Χατζοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ