Της Νίκης Κώτσιου.
Ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας Κολμ Τομπίν,( ήδη γνωστός στη χώρα μας από δυο έργα του που έτυχαν θερμής αποδοχής, τη «Διαθήκη της Μαρίας» και « Νόρα Γουέμπστερ», εκδ. Ίκαρος), δεν φοβάται τα δύσκολα και δε διστάζει να ασχοληθεί με θέματα μέχρι πρότινος ταμπού, που απαιτούν έναν λεπτό και επιδέξιο χειρισμό. Στο «Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό»(που εντάσσεται στη νέα, εξαίρετη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, σε ρέουσα μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου) παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες του Ντέκλαν, ενός νέου γκέι άντρα που πάσχει από aids και αποφασίζει να επιστρέψει, ανήμπορος πια, στο παραλιακό σπίτι της γιαγιάς του στην επαρχία ώστε να εκμετρήσει τον βίο κοντά στην οικογένειά του, δηλαδή τη γιαγιά Ντόρα, τη μητέρα Λίλι και την αδελφή του Έλεν. Στην πραγματικότητα, ο άρρωστος Ντέκλαν επιθυμεί να ξαναδεί ενωμένη και συμφιλιωμένη την οικογένειά του, που έχει στο μεταξύ υποστεί σοβαρά ρήγματα και απώλειες. Σημειωτέον ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1999, εποχή κατά την οποία η κοινωνία, και δη η ιρλανδική κοινωνία του ακραιφνούς και φανατικού καθολικισμού, ήταν ακόμα απροετοίμαστη, μουδιασμένη και μάλλον αρνητική απέναντι σε τέτοιου είδους ζητήματα.
Αν και η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, η ιστορία ξετυλίγεται από την οπτική γωνία της Έλεν. Στο κατατοπιστικό Επίμετρο της Αθηνάς Δημητριάδου διαβάζουμε ότι «Με τον τρόπο αυτό η Έλεν, ως παρατηρητής, κρατάει τις αποστάσεις, αλλά όχι και τόσο, από τη στιγμή που αναπόφευκτα εμπλέκεται συναισθηματικά. Η επιλογή της ως κεντρικού προσώπου εξυπηρετεί πολλαπλά. Επιτρέπει στον Τομπίν να καταγράφει από πρώτο χέρι τις αντιδράσεις και κυρίως τις σκέψεις ενός ανθρώπου της ίδιας γενιάς με τον Ντέκλαν, που έρχεται από τη μια στιγμή στην άλλη αντιμέτωπος με την είδηση ότι ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο πάσχει από σεξουαλικά μεταδιδόμενο, θανατηφόρο νόσημα». Η αδελφή του Ντέκλαν, που έχει στο μεταξύ δημιουργήσει δική της οικογένεια, έχει αποκηρύξει μετά βδελυγμίας τη μητέρα και τη γιαγιά καταλογίζοντάς τους ελλιπή συναισθηματική στήριξη και καταπιεστικές σε βάρος της διαθέσεις σε κρίσιμες περιόδους της ζωής της. H Έλεν αναγκάστηκε εξαιτίας των περιστάσεων να ωριμάσει γρήγορα και να επωμιστεί ευθύνες που δεν της αναλογούσαν, όταν, μετά το θάνατο του πατέρα, κλήθηκε να φροντίσει σαν ενήλικας τόσο τη μητέρα όσο και τον μικρό αδελφό της. Επιπλέον στον Ντέκλαν είχε αναγνωριστεί από νωρίς το δικαίωμα να κάνει ανεμπόδιστος τη ζωή που ήθελε ενώ η Έλεν όφειλε να φροντίζει με αυταπάρνηση την οικογένεια. Τελικά η Έλεν διαχώρισε τη θέση της, απομακρύνθηκε οριστικά και τοποθέτησε μητέρα και γιαγιά στο περιθώριο μην επιτρέποντάς τους να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της.
Ο χαμός του πατέρα της οικογένειας από καρκίνο, όταν τα παιδιά βρίσκονταν ακόμα σε τρυφερή ηλικία, είχε αποτελέσει για όλους μια ανυπέρβλητα τραυματική εμπειρία, που όμως στιγμάτισε αμετάκλητα την Έλεν εμποδίζοντάς την να διατηρήσει μια αρμονική,υγιή σχέση με τα υπόλοιπα θήλεα μέλη. Η Έλεν ανατρέχει συχνά σ’ εκείνη την εποχή και θυμάται με σπαραγμό ότι η μητέρα της ήταν απόμακρη και συναισθηματικά απούσα. Τότε, ο θάνατος του πατέρα και το πένθος είχαν διαλύσει τον οικογενειακό ιστό επιβάλλοντας ένοχη σιωπή, νευρικότητα και κακεντρέχεια. Όμως, τώρα, ο επικείμενος θάνατος του Ντέκλαν έρχεται να «διορθώσει» την κατάσταση υπαγορεύοντας καινούριους όρους στις δηλητηριασμένες σχέσεις μεταξύ των γυναικών. Η απώλεια του πατέρα τότε και ο επικείμενος χαμός του Ντέκλαν τώρα , το κατευόδιο των δύο αρσενικών του οίκου, διαχρονικά έρχεται να επιβάλλει ανακατανομή ρόλων και ριζική αναδιευθέτηση σχέσεων μεταξύ των θηλυκών. Μετά, λοιπόν, από δέκα χρόνια αποξένωσης, πικρής σιωπής και βουβής οργής ανάμεσα στην Έλεν, τη μητέρα και τη γιαγιά, η εις θάνατον πορεία του Ντέκλαν γίνεται αιτία επανασύνδεσης και αλληλοσυγχώρεσης ώστε ο γιος και εγγονός να αποχωρήσει ήσυχος και ανακουφισμένος από τη ζωή έχοντας προηγουμένως συμφιλιώσει τις γυναίκες μεταξύ τους και έχοντας αποκαταστήσει τους θρυμματισμένους οικογενειακούς δεσμούς.
Η Έλεν βρίσκει την ευκαιρία να αλληλεπιδράσει με τη μητέρα της και να επεξεργαστεί εκ νέου τα πικρόχολα αισθήματά της. Υπό το πρίσμα των δυσάρεστων εξελίξεων, κάνει μια καινούρια αποτίμηση των οικογενειακών σχέσεων, αξιολογεί ψύχραιμα πια και απαλλαγμένη από εγωισμό και αυταπάτες, αποφασίζει να συγχωρέσει και να δώσει ευκαιρίες. Αλλά και από τη μεριά της μητέρας και της γιαγιάς, υπάρχει πλέον ειλικρινής διάθεση για συμφιλίωση και τίμιο διάλογο χωρίς υπεκφυγές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αρρώστια και ο θάνατος του Ντέκλαν λειτουργούν ως η απαιτούμενη θυσία που πρέπει να τελεστεί στον οικογενειακό βωμό ώστε να αποκατασταθεί η διαταραγμένη ισορροπία και να επέλθει ηρεμία. Ο Ντέκλαν υποφέρει και κουβαλά το σταυρό του μαρτυρίου μέχρι το τέλος όχι επειδή είναι ένοχος ή τιμωρημένος για τη ζωή που έκανε, αλλά για να λυτρώσει από τον πόνο τη δυσλειτουργική του οικογένεια που νοσεί.
Ο Ντέκλαν συνοδεύεται στο σπίτι της γιαγιάς από δυο γκέι φίλους του, τον Πολ και τον Λάρι, που τον φροντίζουν και τον περιθάλπουν με ζέση και στοργή, φτιάχνοντας για χάρη του μια δεύτερη, άτυπη, εναλλακτική οικογένεια φίλων, που δρα υποστηρικτικά και παράλληλα με τη συμβατική οικογένεια παρέχοντας πλούσια συναισθηματική και ηθική κάλυψη, εκεί που η φυσική οικογένεια ενδεχομένως αδυνατεί να προσφέρει εξαιτίας αμηχανίας και ανοικειότητας με μια κατάσταση που την υπερβαίνει. Ο Τομπίν επιμένει στη σκιαγράφηση των αισθημάτων γνήσιας αλληλεγγύης που διαπνέουν την γκέι κοινότητα και στους δεσμούς ειλικρινούς φιλίας που συνάπτονται μεταξύ των μελών της. Ωστόσο, ο Ντέκλαν, μολονότι περιστοιχισμένος από αγαπημένους φίλους, δεν παύει να θέλει, πριν πεθάνει, να επιστρέψει στους κόλπους της οικογένειας, στους κόλπους των μητέρων και στη γλυκιά μητριαρχία της παραδοσιακής ιρλανδικής οικογένειας.
Τρεις γενιές γυναικών διασταυρώνονται στο σπίτι της γιαγιάς, είναι όλες τους μητέρες, έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με θάνατο οικείων τους και τώρα πρέπει να διαχειριστούν έναν ακόμη θάνατο αγαπημένου. Προσφέρουν πλήρη φιλοξενία και ανυπόκριτη αποδοχή στον Ντέκλαν και τους φίλους του, αν και οι γηραιότερες, δεσποτικές ενίοτε, νιώθουν ένα είδος αμήχανης απορίας σε ό,τι έχει να κάνει με τις σεξουαλικές ταυτότητες ενώ συγχρόνως δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι οι γκέι φίλοι αποτελούν τη δεύτερη, ισότιμη οικογένεια του γιου τους. Η αδιάπτωτη παρουσία των Πολ και Λάρι στο πλευρό του Ντέκλαν προκαλεί ενίοτε κρυφές εντάσεις και ανομολόγητες στενοχώριες σε γιαγιά και μητέρα, που, αν και οικοδέσποινες, νιώθουν αδικαιολόγητα υποβαθμισμένες.
Χαμηλόφωνο ψυχολογικό δράμα δωματίου φτιαγμένο από ψιθύρους και σημαίνουσες σιωπές, χωρίς εξάρσεις αλλά με άφθονες υπόγειες εντάσεις, το «Καραβοφάναρο στο Mαύρο Νερό» διερευνά σε βάθος τις οικογενειακές σχέσεις σε έκτακτες περιπτώσεις κρίσης και αποδίδει ανάγλυφα την τραγικότητα προσώπων και καταστάσεων, χωρίς μελόδραμα και φλύαρο συναισθηματισμό. Αν και η δράση διευθετείται γύρω από το θνήσκοντα γιο, το κέντρο βάρους βρίσκεται περισσότερο στη σχέση μητέρας-κόρης και την αναδιαπραγμάτευση του παραδοσιακού οικογενειακού δεσμού μέσα σε μία κοινωνία που διαρκώς αλλάζει. «Τολμηρό και ακριβές» το χαρακτήρισε ο Ρόντι Ντόιλ ενώ ο Τέρι Ήγκλετον έγραψε στην Guardian ότι «εξερευνά διφορούμενα συναισθήματα σε έναν καθόλου διφορούμενο κόσμο».
info: Κολμ Τομπίν: Καραβοφάναρο στο Μαύρο Nερό, μτφρ.-επίμετρο :Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 331, εκδ. Gutenberg,2016