Συνοδοιπόροι στην ποίηση του κυβερνοχώρου

0
376

Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.

( Δημητριαδης- Αλισάνογλου).Μια συνομιλία με μονάδα επικοινωνίας το ποίημα ξετυλίγεται στον κυβερνοχώρο εν είδει ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, συνθέτοντας έναν ιδιότυπο διάλογο περί ποίησης, που δημιουργεί μια αλυσίδα σκέψεων και εγείρει μια σειρά ερωτημάτων αναφορικά με τη θέση της ποίησης σήμερα. Πρόκειται για τους ποιητές Δημήτρη Δημητριάδη και Γιώργο Αλισάνογλου, οι οποίοι στο βιβλίο τους με τίτλο Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2013 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, μέσα από δεκατέσσερα ποιητικά κομμάτια και ένα εμβόλιμο πεζό που λειτουργεί συνεκτικά, πειραματίζονται με το μέσο επικοινωνίας και υφαίνουν μια ποιητική συνομιλία, μέσα σε ένα διάστημα τριών περίπου μηνών (Μάρτιος ― Ιούνιος 2013), αυθόρμητα αλλά όχι εύκολα, στεντόρεια αλλά όχι προκρούστεια, στήνοντας μια παρτίδα για δύο που σταδιακά εξελίσσεται σε παιχνίδι για όλους μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ποιητών που στη γραπτή αλληλογραφία τους απέστελλαν ποιήματα σε άλλους συναδέλφους, φίλους και ερωτικούς συντρόφους, αφιερώνοντάς τους τα μάλιστα κάποιες φορές. Ωστόσο είναι ίσως μια σπάνια για τα ποιητικά τεκταινόμενα στιγμή η δημιουργία ποίησης με τη συνδρομή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, μέσα από αμφίδρομες ποιητικές ανταποκρίσεις, που υπηρετούν έναν διττό και εν προκειμένω διφυή σκοπό: την επικοινωνία μέσω της τέχνης, και την αναπροσαρμογή και ανασημασιοδότηση του ρόλου της ποίησης στον παρόντα χρόνο ως συνθήκη sine qua non. Θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στην δημιουργία της ποίησης ως τέχνης και ως καθημερινής συνομιλίας και επαφής, οι Δημητριάδης και Αλισάνογλου αναβαπτίζουν την ποίηση, επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο του πομπού, του δέκτη και εντέλει του τελικού αποδέκτη, που δεν είναι άλλος από τον εκάστοτε αναγνώστη.

Μέσα από τα επτά σετ συνομιλίας δύο διαφορετικών ποιητικών φωνών και με ποιήματα αυτοαναφορικά οι Δημητριάδης και Αλισάνογλου διεμβολίζουν τα αδιέξοδα της ποίησης που εν προκειμένω ταυτίζονται με αυτά της ανθρώπινης συνθήκης. Τι επιχειρούν επομένως οι δημιουργοί να εγγράψουν μέσα σε ένα ευφάνταστο πράγματι concept και ποιο είναι το διακύβευμα της γραφής και της ανάγνωσης όσων διαμείβονται στα ηλεκτρονικά μηνύματα; Οι δημιουργοί φέρνουν στο προσκήνιο τη σχέση και σύνδεση της ποίησης με το βιωμένο παρόν, και τον ενοφθαλμισμό της καθημερινής ζωής με την ποίηση, αποδομώντας συγχρόνως το στερεότυπο περί της επιβεβλημένης διανοητικής σκοτεινότητάς της, που την προικοδοτεί με απόκοσμο, υπερβατικό, και απρόσιτο χαρακτήρα και συνακόλουθα την φυλάσσει μονάχα για τους λίγους και τους εκλεκτούς μιας κλειστής κάστας δημιουργών και αναγνωστών με χαρακτηριστικά διανοητικής ελίτ.

Το πρώτο ποιητικό υποκείμενο ― ο Γιώργος Αλισάνογλου ― μολονότι μιλά συχνά σε πρώτο ενικό δεν μοιάζει ναρκισσευόμενο, δεν διακατέχεται από μεγαλορρημοσύνη· αντιθέτως, κατατρύχεται και ταλανίζεται από την εποχή του, παλεύει να βρει τον προσανατολισμό και τον δρόμο του, είναι στοχαστικό αλλά όχι απόλυτα εσωστρεφές, είναι κλεισμένο στο δωμάτιο, αλλά όχι κλειστοφοβικό. Η δεύτερη ποιητική φωνή ― ο Δημήτρης Δημητριάδης ― με μια τεταμένη εξωστρέφεια, ολοκληρώνει το εκάστοτε δίπολο συνομιλίας αρμονικά, κομίζοντας και εξαγγέλλοντας τη μεταβίβαση του ρόλου και της ιδιότητας του ποιητή σε όλους, στον βαθμό που το νοηματικό φορτίο της ποίησης κυοφορείται σε καθέναν από εμάς με διαφορετικό τρόπο και ως τέτοιο αναμένεται να εκδηλωθεί. Συνεκδοχικά, η «ενοθονισμένη» ποίηση είναι μια ποίηση της νέας εποχής, η οποία δεν μπορεί παρά να αλλάζει για να αυτοσυντηρηθεί, για να διατηρηθεί ο ρόλος της πάντα παραινετικός, παρηγορητικός, ίσως και καταγγελτικός, αναζωογονητικός και παράφορος, όσο και ο έρωτας. Η ποίηση στο Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση δρα κατακλυσμιαία, χωρίς να συντελείται ad majorem dei gloriam, αναδεικνύοντας ένα πολύπλοκο κύκλωμα σχέσεων έλξης και απώθησης ανάμεσα στο ποίημα, την εποχή, τον δημιουργό και τον αναγνώστη. Ο Γιώργος Αλισάνογλου γράφει στο ποίημα [Η ανοίκεια κατεύθυνση]: «Κάτι έχει σαπίσει/ Σ’ αυτή την εποχή της ελπίδας/ Άραγε ποια επιλέξαμε και ποια μας ανήκει;/ Καλά λες! / Φανερώνεται και παρουσιάζεται / Οικείο όσο το έγκλημα / Ανοίκειο όσο η τέχνη σου/ Με πλάτη στραμμένη στα ερείπια/ Του κόσμου/ Ωσάν μια νύχτα εφιαλτική/ Όπου ο θεός και το δημιούργημά του / Μαζί ματώνουνε στο τέλος / (…)».

Στο πέμπτο και έκτο δίπολο συνομιλιών του βιβλίου ποιητική και ερωτική πράξη είναι όροι μιας εξίσωσης με χαρακτήρα αντιμετάθεσης. Η ποίηση τώρα είναι ένα γαϊτανάκι λαγνείας και αποστροφής, είναι η άλλη όψη των παράφορων ερωτικών συνευρέσεων που ταλανίζουν και απελευθερώνουν το σώμα ως δότη και λήπτη απόλαυσης από τον παροξυσμό των αισθήσεων. Ο Γιώργος Αλισάνογλου γράφει στο ποίημα [Η ασεβής κατεύθυνση]: «Τώρα / Το ποίημα ξεφεύγει / Κάθε μορφή/ Ανασκολοπισμού/ Γίνεται βλοσυρό/ Το ψηλαφώ / Το κενώνω / Το ξεσκίζω / Διεισδύουμε / Ο ένας  μέσα / Στον άλλον / Πιο βαθιά / Κι από τον εαυτό μας / (…)». Αντίστοιχα, και ο Δημητριάδης στο εκτενές ποιητικό κείμενο που μορφικά πλησιάζει περισσότερο σε πρόζα και φέρει τον τίτλο [Η ευσεβής κατεύθυνση] απαντά: «Τώρα η γλώσσα τού κορμού συνάδει / με ό,τι έχει σάρκα κι αυτή η σάρκα / αποκρίνεται ρουφώντας πάλι και πάλι / τον αστείρευτο χυμό μέσα απ’  την βαθιά / σχισμή που επιστρέφει την πορφυρή / αστραφτερή κορύφωση του υψωμένου / μέλους (…)». Την ίδια στιγμή όμως, η ποιητική πράξη είναι αναντίρρητα μια ιεροτελεστία ψυχικού έρωτα που μοιάζει να αποτελεί αναπόδραστη συνθήκη της πρόκλησης του πόθου και είναι γι’ αυτό το λόγο ικανή να προκαλέσει την ανάδυση οποιουδήποτε συναισθήματος που θα αποτελματώσει τον νεκρό χρόνο.

Πρώτο, δεύτερο και τρίτο ενικό, αλλά και πρώτο και τρίτο πληθυντικό πρόσωπο διαπλέκονται αρμονικά στα ποιητικά κομμάτια, σηματοδοτώντας ένα πολύπλοκο σύστημα εκφορών, άλλοτε με τη μορφή διαλογικών παλινδρομήσεων άλλοτε πάλι εν είδει εκκωφαντικών μονολόγων. Οι διασκελισμοί και των δύο ποιητών υπηρετούν απαρέγκλιτα την ενδυνάμωση της συγκινησιακής θερμοκρασίας των λέξεων. Υπέρ της προαναφερθείσας ενδυνάμωσης συνηγορεί και η σχεδόν παντελής έλλειψη στίξης ― κυρίως της τελείας και του κόμματος ― ενώ αντίθετα ο παρένθετος λόγος, όπου τον συναντούμε, μοιάζει να δρα ανασταλτικά και να αναχαιτίζει προσωρινά και εσκεμμένα επιβραδυντικά τον παροξυσμό της ποιητικής ορμής και των τεταμένων αισθημάτων των ποιητικών υποκειμένων και κατά συνέπεια της γραφής τους.

Στο πεζό κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη που τιτλοφορείται [Η ενέσιμη ποίηση] δεν συντελείται πλέον ― όπως συνέβη με την ποιητική σύνθεση ― αλλά δηλώνεται η δυνητική θέση της ποίησης στον κόσμο και την κοινωνία. Ο ποιητής δεν είναι ένας προικισμένος ταγός που νουθετεί το πλήθος και φορέας μιας αδήριτης και αναντίρρητης αλήθειας· τούτη τη θέση την αποκτά το εκάστοτε ποίημα που στην κάθε συγκυρία εκχύνει τα νοήματά του, σαν ένα νόμισμα που εξαργυρώνεται σε κάθε εποχή με διαφορετικό τρόπο για τον κάθε άνθρωπο, χωρίς να χάνει κάτι από την αρχική αξία του, απελευθερώνοντας την ίδια στιγμή την ποίηση από τα δεσμά του «υψηλού» ως απρόσιτου, από τα μέτρα και τα σταθμά της ετικέτας. Η απόρροια τούτης της αντιμεταχώρησης δεν ενέχει αξιολογικό αλλά βαθιά κοινωνικοπολιτισμικό χαρακτήρα στον βαθμό που το υψηλό υπάρχει αλλά δεν εδράζεται πλέον στα δυσκολονόητα νοήματα και στον ελιτισμό αλλά στον τρόπο ξεκλειδώματος των νοημάτων των ποιημάτων από τον καθένα χωριστά ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες του. Και τούτο το όραμα ιδιαίτερα σε δύσκολους καιρούς δεν μπορεί παρά να είναι όχι μόνο επιθυμητό αλλά ίσως και αναγκαίο.

 

Προηγούμενο άρθρο“Οι άφαντοι” του Δημήτρη Χαρίτου
Επόμενο άρθροΝέος θεσμός για τις ελληνογερμανικές σχέσεις

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ