της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Ο Μονόχειρας μασέρ, κατά κόσμο Σταύρος Χατζηθεοδώρου, είναι αγανακτισμένος. Πολλά από αυτά που γράφει ισχύουν και προβληματίζουν, όχι μόνο τον ίδιο αλλά και πολλούς ακόμα. Ας μην ασχοληθούμε με τα κοσμητικά που στολίζει όσους «στοιβάζονται στη λεωφόρο της ματαιοδοξίας». Να μιλήσουμε με ψυχραιμία για την ουσία των θεμάτων που θίγει στο άρθρο του.
Εκδότες/Βιβλιοπώλες
Ξεκινώ από το πιο απλό, την ηλικιακή κατηγοριοποίηση των βιβλίων για παιδιά. Η αναγραφή των ηλικιών στα οπισθόφυλλα φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως βολικός μπούσουλας για τους ενήλικους που αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους και να εξυπηρετήσει τους βιβλιοπώλες που είτε πνίγονται από τις νέες εκδόσεις είτε δουλεύουν σε κάποια αλυσίδα βιβλιοπωλείων χωρίς να έχουν σχέση με το αντικείμενο. Όλοι όσοι αγοράζουν από τα απρόσωπα μεγάλα βιβλιοπωλεία βλέπουν τους υπαλλήλους ‘βιβλιοπώλες’ να ψάχνουν στον υπολογιστή τους τίτλους που τους ζητούνται, και το έργο τους συνήθως τελειώνει εκεί. Λείπουν λοιπόν αυτοί που γνωρίζουν τα βιβλία σε βάθος- ας μη μιλήσουμε για τις παλαιότερες εκδόσεις-, που τα αγαπούν και που τα διαβάζουν κι έχουν γνώμη γι αυτά. Σήμερα που το βιβλίο απειλείται από τα κόλπα του κράτους περισσότερο από ποτέ, πρέπει να υποστηριχτούν, γιατί βρίσκονται κοντά μας, οι βιβλιοπώλες των μικρών βιβλιοπωλείων οι οποίοι είναι ζωντανοί αγωγοί μεταξύ των αναγνωστών και των βιβλίων.
Θεωρητικά, μπορούμε σχετικά εύκολα να καταλάβουμε από τη φυσιογνωμία του βιβλίου, την ηλικία των πιθανών αναγνωστών. Μας κατευθύνει η έκταση του κειμένου, η εικονογράφηση και το περιεχόμενο. Εδώ εμφανίζεται νέο ζήτημα: η αναγνωστική και η γενικότερη ωριμότητα του αναγνώστη η οποία είναι ατομική και ξεφεύγει πολλές φορές από τα ηλικιακά όρια. Για παράδειγμα υπάρχουν εικονογραφημένα βιβλία με μεγάλα γράμματα που δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε μικρά παιδιά. Η πυκνότητα των νοημάτων τους αφορά μέχρι και εφήβους, όπως για παράδειγμα, Ο Εχθρός του Ντ. Καλί. Έχω ακούσει πολλές φορές παιδιά, και μεγάλους, να λένε ‘ Το βιβλίο γράφει ότι είναι για μικρότερα παιδιά. Γιατί να το διαβάσω;’ και το αντίστροφο. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο να γνωρίζεις το βιβλίο για να το δώσεις στον κατάλληλο αναγνώστη, αλλά και τον ίδιο τον αναγνώστη και να μην επαναπαύεσαι σε μια αόριστη και γενική τοποθέτησή του σε κάποια σειρά.
Ένα άλλο ζήτημα είναι πώς κατατάσσονται τα βιβλία για μεγαλύτερα παιδιά. Με δεδομένη την κάμψη της ανάγνωσης στους εφήβους, οι εκδότες κατεβάζουν την ηλικία και τοποθετούν μυθιστορήματα, όπως η νεαρή Ξενέρωτη καρδιοκατακτήτρια, σε σειρές για μικρότερα παιδιά. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι graphic novel με πολλή εικόνα και μικρό κείμενο, άρα για τους αδαείς μπορεί να διαβαστεί από μικρές ηλικίες, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του που αφορά μεγαλύτερα παιδιά. Η προτεινόμενη ηλικία από τον εκδότη είναι 9-11, 12-13. Το βιβλίο είναι φοβερά επιτυχημένο, όχι άδικα, γιατί πιάνει τον παλμό των εφήβων με οξυδέρκεια, ωστόσο η ηλικία των 9 απέχει πολύ από τα 13. Δεκάχρονα λοιπόν ξετρελαίνονται με τα αισθηματικά μεγαλύτερων κοριτσιών και ξεσηκώνουν συμπεριφορές και στρατηγικές για τα ραβασάκια και τα πρώτα φιλιά. Τα παιδιά διαβάζουν και όλα πάνε πρίμα.
Το βιβλίο για παιδιά (όχι ‘ παιδικό βιβλίο’) θεωρείται αγορά σχετικά εύκολη όπου υπάρχει κοινό ες αεί. Πολλοί εκδότες δημιουργούν σειρές για παιδιά για να στηρίξουν εκδόσεις για ενηλίκους και άλλοι ξεκινούν εκδίδοντας παιδικά. Στους καταλόγους βλέπουμε βιβλία προς πολτοποίηση μαζί με αξιόλογα έργα. Όταν το συζητάς απαντούν ‘Μα κάπως πρέπει να στηρίξουμε τα καλά βιβλία που δεν κινούνται’. Τα κακά βιβλία γίνονται λοιπόν το όχημα για πωλήσεις για να παραχθούν τα υπόλοιπα; Είναι η λογική της άγριας αγοράς στη δύσκολη εποχή που ζούμε.
Συγγραφείς
Κατά γενική ομολογία το βιβλίο για παιδιά είναι απαιτητικό, κι όπως γράφεται παντού είναι διπλά δύσκολο να γράψεις για παιδιά: τι θα πεις, πώς θα το πεις, πώς θα αποφύγεις το διδακτισμό, πώς θα συγκινήσεις, με ποια θεματολογία, κ.α. Στην πράξη όμως καθένας γράφει και κάνει βιβλίο ό, τι νομίζει, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι οι αυτοεκδόσεις έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια και αρκετοί χρήζονται συγγραφείς… του ενός βιβλίου. Υπάρχει και η άλλη τάση: η συγγραφή σειρών-πολύ συχνά αρπαχτές- με καθορισμένο μέγεθος κειμένου, κοινοτυπίες, επαναλήψεις συγγραφικής συνταγής, αδεξιότητες στη γλώσσα και οι οποίες μέσω της εντατικής προώθησης φτάνουν σε όλους. Πολλές φορές η προώθηση, συμπεριλαμβανομένων των μέσων της κοινωνικής δικτύωσης, λειτουργεί ως πλύση εγκεφάλου: βλέπω να προβάλλεται συνεχώς ένα πράγμα και καταλήγω να το θεωρήσω αξιόλογο. Αν κάποιος παρακολουθεί συστηματικά στο facebook τις αναρτήσεις για βιβλία και συγγραφείς το διαπιστώνει στη στιγμή. Βομβαρδισμός.
Όσο λειτουργούσε το πρόγραμμα φιλαναγνωσίας του ΕΚΕΒΙ, οι συγγραφείς που επισκέπτονταν σχολεία έπρεπε να παραδώσουν την καταγραφή της δραστηριότητάς τους στο σχολείο. Ήταν μια δικλείδα ασφαλείας προς όλους τους εμπλεκόμενους, όπου ο συγγραφέας έπρεπε να έχει μια παιδαγωγική άποψη ως δημιουργός για να παρουσιάσει και να συζητήσει με παιδιά το βιβλίο του και ο εκπαιδευτικός να έχει προετοιμάσει τα παιδιά.
Οι εκπαιδευτικοί
Έτσι όπως την έπαθε ο Μονόχειρας μασέρ, την παθαίνουν από την καλή τους προαίρεση κι άλλοι συνάδελφοί του. Υποθέτουμε ότι η λογική είναι ‘ας διαβάσουν τα παιδιά, είναι καλό. Συγγραφέας είναι ο τάδε, άρα σοβαρός’. Όμως όπως κάθε εκπαιδευτική δραστηριότητα, η επαφή με το βιβλίο απαιτεί συστηματική προετοιμασία από το δάσκαλο! Το άλφα και το ωμέγα της παιδαγωγικής! Και για να πάω και παραπέρα, πώς επιλέγονται συγγραφέας και βιβλίο; Πώς προετοιμάζονται οι μαθητές; Διαβάζουν από πριν, εργάζονται πάνω στο βιβλίο του συγγραφέα που πρόκειται να συναντήσουν; Μήπως ο εκπαιδευτικός επαναπαύεται στην αξιοπιστία ενός γνωστού εκδότη και δεν ασχολείται περεταίρω; Αν δεν έχουμε σαφείς απαντήσεις στα παραπάνω, η ευθύνη είναι αποκλειστικά του εκπαιδευτικού και όχι του συγγραφέα, όποιος κι είναι αυτός.
Η κριτική
Η στοιχειοθετημένη ενημέρωση του κοινού για τα βιβλία είναι υποτιμημένη, λίγα έντυπα ασχολούνται και ελάχιστοι γράφουν κριτική. Οι κριτικοί κάνουμε κριτική ή απλά παρουσιάζουμε το βιβλίο; Στρογγυλεύουμε για να μη γίνουμε κακοί ή επισημαίνουμε και τα αρνητικά εκτός από τα θετικά; Μεγάλα θέματα που αγγίζουν ολόκληρο το χώρο της κριτικής.
Τέλος
Τα παιδιά, ναι, έχουν αισθητικό κριτήριο, αλλά ας μην τα θεοποιούμε! Η αναγνωστική εμπειρία τους δεν επαρκής και συχνά τυποποιούν τις αναγνώσεις τους. Είναι στο χέρι μας, ημών των βιβλιόφιλων, να τους ανοίξουμε τους ορίζοντες. Τα παιδιά μαθαίνουν και κατανοούν με τα δικά τους μέτρα. Προσωπικά πιστεύω πως μπορούν να έχουν πρόσβαση σε επιλεγμένα έργα για ενηλίκους με εμάς και με τη δική μας ευαισθησία ως μεσάζοντες.
Το βαρόμετρο των like και τα σχόλια στο διαδίκτυο καταγράφουν θυμό και προβληματισμό. Η συζήτηση ανοίγει.
Το προσυπογράφω.
Συμφωνώ απολύτως μαζί σας, κυρία Ντεκάστρο. Όπως άλλωστε μου συμβαίνει και με πολλά άλλα σημειώματα και τοποθετήσεις σας.
Πολύ καλά τα λες, Μαρίζα. Όλοι φταίμε.
Κυρία Ντεκάστρο το άρθρο σας είναι κατατοπιστικότατο.
Με βοήθησε αρκετά να κατανοήσω τι συμβαίνει στο χώρο του παιδικού βιβλίου αυτό τον καιρό(οι αυτοεκδόσεις για παράδειγμα μου δικαιολογούν αρκετά πράγματα).
Θα σας παρακαλούσα να γράψετε ένα άρθρο για το τι μπορεί να κάνει ένας αναγνώστης για την καλύτερη επιλογή ενός βιβλίου για τα παιδιά του. Ποια είναι τα καταλληλότερα κριτήρια, τα πρώτα σε πωλήσεις, τα βραβευθέντα και υποψήφια για βράβευση, οι κριτικές, τα μικρά βιβλιοπωλεία, οι καταξιωμένοι συγγραφείς…? Θα μας βοηθούσε πάρα πολύ ειδικά τους δύσκολούς οικονομικά καιρούς που ζούμε να επιλέγουμε, τουλάχιστον τα βιβλία με καλή γραφή(Δυστυχώς κινούμενος σχεδόν στα τυφλά έχω αγοράσει για τις κόρες μου αρκετά μέτρια βιβλία αλλά και ορισμένα πολύ καλά).
Σας ευχαριστώ.
Κύριε Δωτηρόπουλε
τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του Αναγνώστη δημοσιεύτηκαν 52 κριτκά άρθρα, 1 για κάθε εβδομάδα του χρόνου, σχετικά με το βιβλίο για παιδιά. Τα άρθρα αφορούν κάθε κατηγορία και ηλικία. Πιστεύουμε λοιπόν ότι έχει δημιουργηθεί ένα ‘σώμα’ κριτηρίων που βοηθά στην αποτίμησή τους.