Συζητώντας με τον Ρέιμοντ Κάρβερ

1
834

 

Του Στρατή Χαβιαρά.

Εργάτης με γυναίκα και δυο παιδιά στα 20 του χρόνια, αλκοόλ και «ουσίες» στα επόμενα 20, ο Ρέιμοντ Κάρβερ είχε τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό παιδιού. Τη δεύτερη και τελευταία γυναίκα του, ποιήτρια Τες Γκάλαχερ, την ήξερα πολύ πριν γνωρίσω τον Ρέι, ή γνωριστούν μεταξύ τους.

«Στρατή, θα σου στείλω έναν σολομό και μια πέστροφα που θα ψαρέψω στη λίμνη και θα καπνίσω με τα ίδια μου τα χέρια». Σολομό και πέστροφα μου έταζε, ή γόπες; Μετά το γράψιμο το ψάρεμα στη λίμνη έξω απ’ το Πορτ Άντζελες της πολιτείας Ουάσιγκτον, ήταν το άλλο του μεγάλο πάθος. «Στείλε κι άλλα», του απάντησα, αφού είχα δεχθεί έξι ποιήματα του για δημοσίευση στο διεθνές τεύχος του περιοδικού Ploughshares. Ήταν 1984, η χρονιά έκδοσης του δεύτερου μυθιστορήματος μου, The Heroic Age.

Με τον Ρέι είχαμε γνωριστεί στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του μικρού, πειραματικού κολεγίου Goddard, στο Vermont οκτώ χρόνια νωρίτερα, παρέα με τον Τζον Ιρβινγκ και τον Ρίτσαρντ Φόρντ. Ο Ντικ είχε μόλις εκδώσει το πρώτο του βιβλίο (A Piece of my Heart), ένα μυθιστόρημα με την αύρα και τη μαγεία του Νότου αλλά λειψό στην πλοκή και τη δομή, ενώ ο Τζον ετοίμαζε το τέταρτο του (The World According to Garp), το οποίο θα σάρωνε στην κριτική και τις πωλήσεις. Ο Ρέι είχε στην τσέπη του ένα ισχνό βιβλιαράκι με τα πρώτα του ποιήματα. Κι αυτά ήταν τα ποιήματα που τον ακούσαμε να μας διαβάζει και κουβεντιάσαμε, κουτσοπίνοντας, το υπόλοιπο βράδυ. Αργά τη νύχτα, στο δωμάτιο του, ο Ρέι θα συνέχιζε μόνος του.

Ήταν 1976, χρονιά της 200ης Επετείου της Ανεξαρτησίας, και ήταν Αύγουστος, η εκδοτική δραστηριότητα της χώρας στο απόγειο της. Εκείνο το φθινόπωρο θα κυκλοφορούσε από το πανεπιστήμιο του Κλήβελαντ και η δική μου πρώτη συλλογή στα αγγλικά, Crossing the River Twice.

Τα ποιήματα του Ρέι, λιγότερο οικονομικά στην αρχή από εκείνα στις μετέπειτα στις συλλογές του, Fires, Ultramarine και Where Water Comes Together With Other Water, συνεπή όμως στο λιτό του ύφος,  «ακούγονται», έχουν άμεσο άνοιγμα, αποτελεσματικό κλείσιμο, και είναι όλα αφηγηματικά. Όπως σε κάθε του διήγημα έτσι και στο κάθε του ποίημα λέει μια ιστορία. Μόνο που τα διηγήματα του, στο πλαίσιο της ιδιομορφίας του είδους, αναπτύσσονται σε όλη τους την έκταση, μικρή ή μεγάλη, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, συχνά ως μονόλογοι. Ο γραπτός λόγος έντεχνα χειραγωγεί τον προφορικό εξοικονομώντας τον, διατηρώντας τους τόνους του, ιδιαίτερα στα στόματα χαρακτήρων. Ένας απέριττος, ανεπιτήδευτος, φαινομενικά ανεπεξέργαστος λόγος. Πώς αλλιώς θα μιλούσε για την προσωπική του πορεία και την εργατική ή περιθωριοποιημένη τάξη, την καθημερινότητα, την κρίση στις σχέσεις, την απώλεια, τη θλίψη, τη φθορά;

Παρά την ελάχιστη δημοσιευμένη και ως τότε σχετικά άγνωστη δουλειά του, όταν επέστρεψα στο Χάρβαρντ, κάλεσα τον Ρέι να μιλήσει στους φοιτητές που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, και κάλεσα τους λογοτέχνες της περιοχής να τον γνωρίσουν. Θυμάμαι σαν τώρα τον ενθουσιασμό αλλά και την αμηχανία του, αναφερόμενος όχι τόσο στη λογοτεχνία γενικά όσο στον προσωπικό του αγώνα που κράτησε πάνω από μιάμιση δεκαετία ώσπου ο ίδιος να προσεγγίσει τις εμμονές του, να δαμάσει το ύφος του. Οι απαντήσεις του Ρέι στις ερωτήσεις των φοιτητών ήταν λίγο πολύ πάνω στα χνάρια των συζητήσεων μας στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής στα οποία συχνάζαμε ως μαθητευόμενοι ή αναγνωρισμένοι τεχνίτες – στο Goddard και αλλού. Στο Χάρβαρντ ήρθε άλλες δυο φορές, διάσημος πλέον, επίσημα προσκαλεσμένος από το πανεπιστήμιο.

Αλλά τι ακριβώς εννοούσε μιλώντας για τον αγώνα του πάνω στο υλικό και το ύφος; Το ίδιο βράδυ φάγαμε στο μεξικάνικο εστιατόριο της γειτονιάς και ήπιαμε αρκετές μαργαρίτες, αλλά την επόμενη χρονιά ο Ρέι θα έκοβε το αλκοόλ και θα ‘χε άλλα δέκα χρόνια να γράψει και να χαρεί τη ζωή με τη φροντίδα της Γκάλαχερ. Στα πενήντα του, θα ολοκληρώνονταν και τα δυο, και η φήμη της γραφής του θα έφτανε ως την Ασία και την Αφρική.

«Είναι δυνατό, σε ένα ποίημα ή διήγημα», εξήγησε αργότερα, «να γράψεις για συνηθισμένα, καθημερινά πράγματα και αντικείμενα, με μια καθημερινή πλην ακριβή γλώσσα, και να κληροδοτήσεις σ’ αυτά – κουρτίνα σε παράθυρο, καρέκλα, πιρούνι, πέτρα, σκουλαρίκι – απίστευτη, τεράστια δύναμη…. Αν όμως οι λέξεις βαραίνουν με τα αχαλίνωτα συναισθήματα του ίδιου του συγγραφέα, ή αν τους λείπει η ακρίβεια και για κάποιο λόγο η αλήθεια – αν οι λέξεις είναι κάπως θολές – η ματιά του αναγνώστη θα περάσει από πάνω τους και το ενδιαφέρον του για την τέχνη θα μείνει αδιάφορο».

Από τα έξι ποιήματα που μου έστειλε ο Ρέι για το περιοδικό Ploughshares, μεταφράζω πρόχειρα το πιο σύντομο:

 

ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Γράφοντας, δίχως να κοιτάζει τη θάλασσα,

αισθάνεται την αιχμή της πένας του να τρέμει.

Η παλίρροια υποχωρεί πάνω στα βότσαλα.

Όμως δεν είναι αυτό. Μπα.

Είναι γιατί ξαφνικά, περνάει εκείνη απ’ το δωμάτιο

τσίτσιδη. Νυσταγμένη, για μια στιγμή

σαν να μην ξέρει πού βρίσκεται.

Τινάζει από το μέτωπο της τα μαλλιά.

Κάθεται στη λεκάνη, τα μάτια κλειστά,

το κεφάλι σκυμμένο. Τα σκέλια ανοιχτά.

Την κοιτάζει από την πόρτα.

Μοιάζει να ανακαλεί αυτό που συνέβη το πρωί.

Γιατί σε λίγο ανοίγει το ένα μάτι και τον βλέπει.

Και του χαμογελάει γλυκά.

 

Μπανάλ; Μπορεί – στη μετάφραση. Αλλά κάτι τέτοιο θα είχε στο νου του ο Φρεντ Τσάπελ όταν έγραψε στο ιστορικό λογοτεχνικό περιοδικό Κένιον Ριβιού, «Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως ο Κάρβερ αποξήρανε το διήγημα και πως η προσπάθεια του αυτή να εξευτελίσει τη φόρμα υπήρξε τόσο αλλόκοτη όσο και αποτυχημένη…. Τα ποιήματα του είναι μάλλον κακά, δυσκολεύεται κανείς να τα θεωρήσει ποιήματα. Όσο αφορά την τέχνη, σε σύγκριση με ένα γλυπτό του Τζιακομέτι, μοιάζουν με σιδηρομετάλλευμα».

Αναμφίβολα η ποίηση του Κάρβερ διαφέρει στα επιμέρους από το κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης αγγλόφωνης προσωδίας και παραγωγής, όμως αυτό δεν τον κάνει αναγκαστικά μοναδικό όπως τον κάνει στη μικρή φόρμα – παρά το γεγονός ότι οι θεματικές του κλίσεις, ο τρόπος του βλέπειν, η γλώσσα και ο τόνος είναι όμοια και στα δυο είδη. Η συζήτηση αυτή συνεχίζεται. Όπως συνεχίζεται η μνήμη του Κάρβερ και η ανάγνωση των βιβλίων του. Κοντά στην Τες Γκάλαχερ, στο Πορτ Άντζελες, ο Ρέι «ψάρεψε» τα καλύτερα χρόνια κι έγραψε τα καλύτερα βιβλία της ζωής του.

Ο σολομός κι η πέστροφα που μου είχε τάξει, δεν έφτασαν ποτέ στο τραπέζι μου. Καπνός.

 

carver2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜάργκαρετ Άτγουντ και Άλις Μάνρο
Επόμενο άρθροΓια τον κ. Στέφανο

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Το ποίημα μου άρεσε υπερβολικά. Είναι το ίδιο βλέμμα με τα διηγήματά του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ