της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Σε πρώτη ανάγνωση, τρία εντελώς ανόμοια βιβλία ως προς τη φόρμα (διασκευή/ιστορικό αφήγημα/εκπαιδευτικό βοήθημα) και τους πιθανούς αναγνώστες (παιδιά/ ενήλικοι). Μολαταύτα, συνδέονται με μια λεπτή κλωστή γιατί και τα τρία, καθένα από τη σκοπιά του, έχουν ως θέμα τη διδασκαλία και την αγάπη για το σχολείο.
Ιστορίες της τέχνης για παιδιά (Χριστίνα Νάκου, εκδ. Άγρα).
Η πρόληψη του έργου τέχνης, η πολλαπλότητα των αφηγήσεων της τέχνης και η ποιητική αυτών των αφηγήσεων για πολιτισμούς και εποχές στην Ευρώπη και αλλού, μας εξηγεί τον τίτλο του βιβλίου της Χριστίνας Νάκου, ενός βιβλίου για την εκπαίδευση στην τέχνη γεμάτη Ιστορία και συνομιλίες των πρωτοτύπων έργων με τα παιδικά.
Η παιδική τέχνη είναι ούτως ή άλλως γοητευτική. Παράγεται με το κατάλληλο ερέθισμα- ένα έργο, ένα παραμύθι, μια εξιστόρηση, μια μυρωδιά, μια πέτρα- ανακαλεί και εμπλέκει συμπληρωματικές γνώσεις, διεγείρει τα συναισθήματα, προϋποθέτει πειθαρχία, ανάπτυξη των δεξιοτήτων, παρατηρητικότητα. Τα έργα των παιδιών που δούλεψαν με τη ζωγράφο δεν δημιουργήθηκαν à la maniére de… και δεν αναπαρήγαν κάτι από εκείνα που είναι στα μουσεία. Οι μικροί δημιουργοί διδάχθηκαν και κοπίασαν, έμαθαν, και έμαθαν να εκτιμούν κάθε δημιουργία. Το βιβλίο είναι η καταγραφή των μαθημάτων ενός καλλιτεχνικού εργαστηρίου που σχεδιάστηκαν πάνω σε δυο άξονες: οι ιστορίες που διηγείται η τέχνη και η έμφυτη περιέργεια των παιδιών, η οποία συνοψίζεται στις λέξεις: γιατί, πού, πότε, πώς, και ενίοτε, ποιος. Οι ιππότες και ο οπλισμός τους τα οδήγησαν στα βιτρό και στους καθεδρικούς, τα αραβουργήματα της Ανδαλουσίας στην έννοια του μοτίβου, τα πρωτογράμματα των χειρογράφων στην τυπογραφία και τις γραμματοσειρές, η Στήλη του Τραΐανού στο ημερολόγιο, την εικονογράφηση του χρόνου και τα κόμιξ, οι σπηλαιογραφίες στο σκοτάδι που βασίλευε στα διακοσμημένες σπήλαια, ο άνθρωπος του Βιτρούβιου στις μετρήσεις. Κάθε εποχή και το θέμα που τη χαρακτηρίζει προσελήφθη πολλαπλά και μεταμορφώθηκε σε νέο έργο. Κάποιοι θα πουν ότι είναι γνωστά τα θέματα, οι τεχνικές, οι οδηγίες και η παιδαγωγική τους. Έτσι είναι. Τι καινούριο φέρνει λοιπόν η Χριστίνα Νάκου; Είναι μια ολοκληρωμένη διδακτική πρόταση, πράγμα που καταλαβαίνουμε αν σταθούμε στα εισαγωγικά κείμενα (από την προϊστορική τέχνη ως την τέχνη της Άπω Ανατολής, της Αφρικής, του Νέου Κόσμου). Τα κείμενα, σύντομα και περιεκτικά σαν λεζάντες, αναφέρονται στα ιστορικά χαρακτηριστικά κάθε εποχής και είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που οδηγούν στη συγκεκριμένη μορφή δημιουργίας επεξηγώντας τη. Διατρέχοντας το βιβλίο έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ένα film strip με πολλές αλληλένδετες ιστορίες. Οι τεχνοτροπίες, οι τεχνικές, τα υλικά, η αισθητική και, τέλος, ο πειραματισμός, ακολουθούν. Δεν πρόκειται λοιπόν για την ιστορία της τέχνης, αλλά για όψεις της ιστορίας των ανθρώπων που έγιναν τέχνη!
Ομήρου Οδύσσεια (Μιχάλης Γκανάς, εικ. Βασίλης Γρίβας, εκδ. Μεταίχμιο).
Ανακαινίζονται κλασικά έργα όπως η Οδύσσεια; Είναι απλά διασκευές και τι είδους διασκευές είναι; Είναι περιλήψεις με στόχο τη συνοπτική ή αναλυτικότερη αφήγηση του έπους ώστε να γίνει κτήμα όλων ανάλογα με την ηλικία τους; Πώς επεμβαίνει ο νέος δημιουργός; Αφαιρεί, προσθέτει, μεταγράφει, συνθέτει κάτι νέο εκκινώντας από την προσωπική του ανάγνωση; Πολύπαθο έργο η Οδύσσεια όπως και ο πρωταγωνιστής της! Υπάρχουν αμέτρητες αφηγηματικές εκδοχές του έργου, και καθώς φαίνεται δεν θα κλείσει ποτέ η εκδοτική ιστορία του.
Ο Μιχάλης Γκάνας δηλώνει ότι έκανε όλα τα παραπάνω. Πρόσθεσε και δευτερεύοντα πρόσωπα, και συνόψισε, και άφησε τον πρώτο στίχο του πρωτοτύπου ως άρωμα αρχαίου λόγου, και πρόσθεσε στίχους ποιητών και τραγουδοποιών, κάτι που πλέον συνηθίζεται. Στην Οδύσσειά του βρίσκουμε 15 δάνεια από Έλληνες και ξένους ποιητές (π.χ. βλ. στίχος Διονύση Σαββόπουλου στη ραψ. Ι’- σ. 81 επεισόδιο με τους Κίκονες, στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου στη ραψ. Ο’ – σ. 168 διάλογος μεταξύ Οδυσσέα και Εύμαιου, στίχοι του Δ. Σολωμού στη ραψ. Χ’- σ. 241-242, απόηχος/ απόδοση από στίχους του Γιάννη Ρίτσου στη ραψ. Ρ’ – σ.185 ). Τα δάνεια ξεχωρίζουν με πλάγια στοιχεία και αυτό είναι αρκετό για να επισημανθούν για λόγους τάξης. Ο αναγνώστης μπορεί φυσικά να αναρωτηθεί γιατί είναι έτσι γραμμένες αυτές οι προτάσεις, μπορεί και να βρει από που τις δανείστηκε ο συγγραφέας. Αλλά, τελικά, τι σημασία έχει ποιος έγραψε το συγκεκριμένο κομματάκι; Το ουσιαστικό είναι ότι δεν σκοντάφτεις πάνω σ’ αυτά τα ‘ξένα’ όταν διαβάζεις γιατί, αν και αποκομμένα από τα συμφραζόμενά τους, αποκτούν τη νέα υπόσταση που πλάθει η φαντασία του ποιητή. Στη σύνθεσή του ξεπερνά τον κίνδυνο να μπαίνουν όλα αυτά ασύνδετα χάριν της διακειμενικότητας. (Και πάλι γνωστό πως σε πολλά παιδικά και νεανικά βιβλία οι συγγραφείς βάζουν στο κείμενο τους ό,τι σχετικό ξέρουν ή ταιριάζει με το θέμα τους για να το εμπλουτίσουν. Δεν είναι της παρούσης να τα αναλύσουμε και να τα παρουσιάσουμε. Θα λέγαμε ότι το αποτέλεσμα καταλήγει αφόρητα διδακτικό).
Ο Μιχάλης Γκανάς κερδίζει το στοίχημα. Το κερδίζει και ο Βασίλης Γρίβας που εικονογράφησε. Η βασική του ιδέα είναι ο μετασχηματισμός της αρχαίας αγγειογραφίας σε κάτι καινούριο, σ’ ένα καλλιτεχνικό μοντερνιστικό patchwork. Μας θυμίζει τις αγγειογραφίες σε κάθε εικόνα και μπορούμε άνετα να διακρίνουμε την αρχαία γραμμή (π.χ. μάτια καταπρόσωπο και σώμα προφίλ). Είναι κρίμα που πολλές εικόνες είναι ξακρισμένες και θαμπές και παύουν να ερεθίζουν το μάτι.
Μαύρο, Το Βυζάντιο σε έξι χρώματα (Μαρία Αγγελίδου, Εκδ. Κατερίνα Βερούτσου, Μεταίχμιο).
Επιτέλους ένα μαύρο βιβλίο απ’ έξω και μέσα. Το μαύρο χρώμα στα παιδικά βιβλία ξενίζει εξαιτίας των συνδηλώσεών του. Κι όμως το μαύρο χρειάζεται, και μάλιστα σε ένα ιστορικό αφήγημα όπως αυτό της Μαρίας Αγγελίδου για το Βυζάντιο. Τι ιδέα μένει στους μαθητές για τη βυζαντινή εποχή; Μάλλον η αυτοκρατορική λάμψη και λιγότερο τα πάθη της πολιτικής, οι ατελείωτοι πόλεμοι και οι ηρωισμοί, οι λαμπρές νίκες και οι δραματικές ήττες… Όμως η πραγματικότητα εκείνων των χρόνων ήταν σκληρή και πίσω από τα παλάτια, τα χρυσοποίκιλτα άμφια και όλα εκείνα τα καταπληκτικά έργα τέχνης που θαυμάζουμε στα μουσεία, καραδοκούσε ο πραγματικός φόβος. Η έννοια του φόβου έχει μαύρο χρώμα και στο βιβλίο εμφανίζεται με τρεις μορφές: Ως έλλογο συναίσθημα, τον νιώθουμε όταν διαβάζουμε για τον Αττίλα που σάρωνε με τις ορδές του και τον Μωάμεθ τον Κατακτητή, μεταφορικά στην ιστορία του Κωνσταντίνου Ε’ που αντιμετώπισε μαύρες καταστάσεις – εχθρούς, προδότες, τον Μαύρο θάνατο (πανώλη), τους εικονομάχους, και κυριολεκτικά στο μαύρο των γραμμάτων, στον Κύριλλο που έφτιαξε το σλαβικό αλφάβητο και ανέλαβε τον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Σε κάθε κεφάλαιο η συγγραφέας κτίζει γλαφυρά τις ιστορίες των πρωταγωνιστών γύρω από ζητήματα που θεωρούνται περιφερειακά στα σχολικά βιβλία: στον Αττίλα μιλάει για το κεφαλαιώδες ζήτημα της χαρτογράφησης του κόσμου, στον Μωάμεθ για τη στρατηγική, στον Κωνσταντίνο για την μάχη για την εξουσία, στον Κύριλλο για τη γραφή αλλά και την πολιτική συμμαχιών των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Δυο υστερόγραφα συνοδεύουν κάθε κεφάλαιο, το μαύρο, όπου σχολιάζονται τα γεγονότα και το πολύχρωμο για ειδικότερα θέματα. Η εικονογράφηση είναι κι αυτή ως επί το πλείστο μαύρη. Εμπνευσμένη, γεμάτη υπονοούμενα κι εξαιρετικά ζωγραφισμένη εικονογραφεί τον φόβο (Αττίλας, Μωάμεθ), πού και πού παραπέμπει στις βυζαντινές μικρογραφίες, αλλού θυμίζει την αυστηρότητα των βυζαντινών εικόνων (Κύριλλος).
Το κείμενο παρασύρει με τον ρυθμό του, είναι τολμηρό, και όχι μόνο για το χρώμα του. Είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο γνώσεων γραμμένο προσεχτικά που δεν στρογγυλεύει και δεν ωραιοποιεί.