Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Ο εικοσιεξάχρονος Ντικ Ντάιβερ, Αμερικανός ψυχίατρος, λίγο πριν στρατευτεί στον «Μεγάλο πόλεμο» στη Γαλλία, γνωρίζει συμπτωματικά τη νεαρή ασθενή Νικόλ, την ημέρα που αποχαιρετά έναν συνάδελφο και φίλο του σε μια ψυχιατρική κλινική της Ζυρίχης. Η κοπέλα του ζητάει να αλληλογραφήσουν και ο γιατρός ανταποκρίνεται στην επιθυμία της. Έτσι, κάπου ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, το όνειρο και την πραγματικότητα άνθισε ο έρωτας του Ντικ και της Νικόλ, ενός εκ των διασημοτέρων, λογοτεχνικών ζευγαριών που φιλοτέχνησε με μεγάλη μαεστρία ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940), στο κλασικό πλέον μυθιστόρημά του Τρυφερή είναι η νύχτα, το οποίο, σχετικά πρόσφατα (Οκτώβριος 2013), επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μια νέα και εξαιρετική μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου. Δεν θα επικεντρωθώ στις λίγο πολύ γνωστές λεπτομέρειες αναφορικά με τις περιπέτειες που γνώρισε το μυθιστόρημα μέχρι να εκδοθεί για πρώτη φορά το 1934 με δομή flash back, και να επανεκδοθεί ύστερα από τον θάνατο του Φιτζέραλντ με τη γνώριμη σε εμάς, ευθύγραμμη χρονολογικά δομή του, αλλά θα εστιάσω την κριτική μου σε ζητήματα που αφορούν στη λογοτεχνικότητα της γλώσσας του Φιτζέραλντ, στη σμίλευση των ηρώων του, αλλά και στις ιδέες που κυριαρχούν στο μυθιστόρημά του.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από πέντε μεγάλα μέρη ― βιβλία όπως τα ονομάζει ο συγγραφέας ― καθένα εκ των οποίων τιτλοφορείται διαφορετικά, και στα οποία ο συγγραφέας αφηγείται περιστατικά δεκατριών χρόνων περίπου γνωριμίας και έγγαμου βίου του ζευγαριού. Ο Φιτζέραλντ αγγίζει εύθραυστα ζητήματα, όπως είναι η αιμομιξία, οι ψυχοπνευματικές διαταραχές και οι παρεπόμενες εξάρσεις τους, ενώ ταυτόχρονα μας ξεναγεί σε έναν κόσμο λαμπερό και κοσμοπολίτικο, με γεωγραφικούς σταθμούς τη γαλήνια Ελβετία με τα χιονισμένα βουνά και τις λίμνες της, την ηλιόλουστη γαλλική Ριβιέρα, το εκτυφλωτικό Παρίσι, την «αιώνια» Ρώμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Και φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξη αυτή η σύζευξη του λαμπερού, του κοσμοπολίτικου κόσμου στον οποίο κατοικούν ο Ντικ και η Νικόλ με τη σκοτεινή ψυχική κατάσταση της πρωταγωνίστριας αλλά και με την ομιχλώδη εσωτερική μοναξιά, την αλλοτρίωση και τη σταδιακή αποξένωση από το ταίρι του που βιώνει, όσο περνούν τα χρόνια, ο Ντικ. Αυτός ο αμφίδρομος θεματικός διπολισμός, το ταξίδι του αναγνώστη από το έρεβος στο φως, από τη μελαγχολία στην απαστράπτουσα χαρά, αυτή η αρμονική ένωση των παράταιρων κομματιών του πάζλ σε ένα ενιαίο κάδρο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του μυθιστορήματος του Φιτζέραλντ.
Αρωγός βέβαια σ’ αυτό το εγχείρημα είναι η ρέουσα και γλαφυρή γλώσσα του Φιτζέραλντ που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου. Περιγραφές τόπων και τοπίων, νυχτερινών πάρτι και χορών δένουν αρμονικά με τη σμίλευση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος που αγγίζουν τα όρια εμβριθούς ψυχογραφήματος που συντελείται αργά, μπροστά στα μάτια μας. Ο Ντικ από τη μια, εγωκεντρικός, αλλά και τρυφερός συνάμα, διακρίνεται από μια δύναμη να γεννά μια συναρπαστική και άκριτη αγάπη σε όλους (σ.124), να είναι διοργανωτής μιας ιδιωτικής ευθυμίας, έφορος μιας πλουσιοπάροχα ενδεδυμένης ευτυχίας (σ.197)· η Νικόλ από την άλλη χάνεται κάποιες φορές από την πραγματικότητα, είναι εύθραυστη λόγω της αρρώστιας της και ταυτόχρονα μοιάζει άτρωτη λόγω της ομορφιάς της και του αμύθητου πλούτου της. Όμως και η γλώσσα του Φιτζέραλντ έχει μια διττή διάσταση στον βαθμό που πότε κυλά μελωδικά, σχεδόν μαγνητίζοντας και έλκοντάς μας στο ταξίδι της ανάγνωσης, ενώ άλλες φορές πάλι μας αφυπνίζει με το στακάτο ρυθμό της.
Κάποιοι από τους δευτερεύοντες ήρωες και τους κομπάρσους που πλαισιώνουν το ζεύγος των Ντάιβερ ― όπως άλλωστε και αρκετές από τις σκηνές του βιβλίου ― είναι σε μεγάλο βαθμό υιοθετημένοι από την αμερικανική σλάπστικ κωμωδία (slapstick comedy), των ταινιών μικρών, κωμικών σκηνών, υπερβάλλουσας σωματικής κινητικότητας των ηρώων τους. Την εποχή βέβαια που γραφόταν το βιβλίο, το εν λόγω κινηματογραφικό είδος είχε απογειωθεί μέσα από τις ταινίες του Charlie Chaplin, των αδελφών Max και του κινηματογραφικού διδύμου Laurel and Hardy. Εντύπωση, βέβαια, προκαλούν και οι ιδέες του Φιτζέραλντ για τους ψυχικά νοσούντες, ιδέες που φαίνεται να συγχρονίζουν τον βηματισμό τους με τις νεόκοπες αντιλήψεις και τα ευρήματα της ψυχιατρικής της περιόδου του Μεσοπολέμου για τα ψυχικά διαταραγμένα άτομα, τα οποία αντιμετωπίζονταν πλέον με λιγότερη προκατάληψη.
Μολονότι ο Φιτζέραλντ έζησε έντονα σε μια περίοδο που ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος μάτωσε και έθρεψε την παρακμή σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής εκείνης της περιόδου, αν και ήταν εκπρόσωπος της περιώνυμης Χαμένης γενιάς του Μεσοπολέμου, βιώνοντας οδυνηρά τις μεταβάσεις των εποχών, μοιάζει ― όπως διαπιστώνουμε από τον έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του μυθιστορήματός του ― να μην έχει το ίδιο δηλητηριασμένο αίμα, όπως άλλοι συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής του. Γιατί μπορεί να μην πιστεύει στις επουλωμένες πληγές της ανθρώπινης ζωής, να παρουσιάζει τον κεντρικό του ήρωα και κατ’ επέκταση τον εαυτό του ως έναν ραγισμένο καθρέφτη, εντούτοις, όσο κανείς άλλος συγγραφέας εκείνης της περιόδου, χωρίς ιδεολογικούς ακροβατισμούς, μπόλιασε τη λογοτεχνική παραγωγή με μεγάλες δόσεις λάμψης και ρομαντισμού εν είδει αντιδότου στο βαθύ σκοτάδι που είχε γεννήσει ο πόλεμος, ακροβατώντας πάντα επικίνδυνα στα σύνορα που χωρίζουν τη θλίψη απ’ τη χαρά και την πραγματικότητα από το όνειρο.