Στο ιερό της Μάριαν (της Έλενας Πολυγένη)

0
281

 

 

 

 της Έλενας Πολυγένη

 

Με σένα / Επισκεύασα μέσα μου /Το πρόσωπο του Θεού / Σε όλες του τις θρησκείες/

Ευλογήθηκα / Όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά

 

Τώρα που εσύ δεν βλέπεις / Κι εγώ / Έχω μείνει εδώ / Να σε εύχομαι

Θέλω να είμαι σίγουρος / Ότι ξέρεις

 

Πως αγαπήθηκες / Από έναν άγιο

 

Ερχόμενοι σε επαφή με το τελευταίο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου (εικοστό δεύτερο κατά σειρά), καταλαβαίνουμε πως έχουμε να αναμετρηθούμε με μια ερωτική μνήμη, η οποία, αποκτώντας πλέον υλική υπόσταση μέσω της γραφής, έχει εξασφαλίσει τη διάρκειά της στο χρόνο –πράγμα που ο έρωτας ως κατάσταση αδυνατεί να πετύχει. Η καταγραφή δεν αναφέρεται τόσο στο ίδιο το γεγονός, όσο στο συναισθηματικό φορτίο που αφήνει πίσω του. Αυτό το φορτίο είναι που οδηγεί αναπόφευκτα σε μια φιλοσοφική θεώρηση του έρωτα και της επίπτωσης του χρόνου επάνω του, ως δύναμη που επιβάλλεται, μεταμορφώνει και πολλές φορές  αποκαθηλώνει ό,τι μέχρι χθες θεωρούνταν ιερό.

Μέσα από την ερωτική ματιά, με άλλα λόγια μέσα από το βλέμμα του αγαπημένου προσώπου, ξεπροβάλλει, δημιουργείται σχεδόν αυτόματα ένας ολόκληρος κόσμος, συντελείται η ανάδυση μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, η οποία εμπεριέχει το στοιχείο που λείπει από την καθημερινότητα: το στοιχείο της μαγείας και της εκστατικότητας.  Ο έρωτας έχει την ικανότητα να επανατοποθετεί το υποκείμενό του στον τόπο της παιδικής ηλικίας, σ’ έναν τόπο όπου τα πάντα μοιάζουν ανέγγιχτα και πρωτόφαντα. Όπως λέει το τρίτο από τα Ποιήματα στη Μαρία:

Θα σε ξαναδώ

Στο βαθύ κόκκινο μιας νύχτας

Αποκλειστικής

Για να πλύνω τα μάτια μου

Με την ομορφιά σου

 

Και να πεθάνω αθώος

 

Ο  Σταυρόπουλος βλέπει «να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών», παραμερίζοντας για να δώσουν τη θέση τους στο νέο αντικείμενο αγάπης. Έχουμε να κάνουμε με τη συνειδητοποίηση πως ό,τι αποκαλείται θεϊκό είναι απλώς το αποτέλεσμα ενός έντονου συναισθήματος, που επιμένει να εξαντικειμενοποιεί την ίδια την επιθυμία. Ο ποιητής μάς προτάσσει έναν κόσμο όπου κυρίαρχο γνώρισμά του είναι το αδύνατο της περιγραφής, αυτή η «σύνοψη που δεν συνοψίζεται», όπως αναφέρει στο πρώτο ποίημα στη Μαρία. Ξεκινά λοιπόν από την αποδοχή πως υπάρχει κάτι που υπερβαίνει τις λέξεις -μια διαπίστωση που συναντάμε συνολικά στην ποίηση του Σταυρόπουλου. Σε όλα σχεδόν τα βιβλία του, ο ποιητής διερωτάται τι είναι πιο ισχυρό, ό,τι περιγράφεται που είναι και αυτό που μένει τελικά ζωντανό, ή ό,τι διαφεύγει της περιγραφής, εξαϋλώνεται και προσπερνά την πρόθεσή μας να το συγκρατήσουμε. Το έργο του είναι μία συνέχεια, η ροή της δημιουργίας ενός κόσμου που διαρκώς καταρρέει και αναγεννάται από τις στάχτες του σε ένα ακαθόριστο χρονικά πλαίσιο, εφόσον το σχήμα της ζωής δεν μπορεί να είναι παρά κυκλικό. Τα «ποιήματα στη Μαρία» επενδύουν σε μια απλότητα που λειτουργεί αποτελεσματικά γιατί επικεντρώνεται στο πρωτογενές, σ’ αυτό που υπάρχει κάτω από τις πολυάριθμες λεπτές στρώσεις των πραγμάτων. Πρόκειται για μια απλότητα που επιβάλλεται και αφοπλίζει γιατί αφήνει χώρο στο απευθυνόμενο πρόσωπο και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη να υπάρξει πιο ελεύθερα, αξιοποιώντας λειτουργικά τη σιωπή που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια ουσιαστική επικοινωνία. Σε αυτή τη συλλογή ποιημάτων οικοδομούνται σιωπές –παύσεις που ακτινοβολούν από την παρουσία του άλλου και παρουσιάζονται με την ίδια φροντίδα που θα γινόταν σε ένα μουσικό κομμάτι, καθώς αφήνουν τον ήχο των λέξεων να σβήσει μέσα στο άδειο του χώρου. Η τεχνική αυτή οδηγεί στο καταστάλαγμα μιας κατάστασης που μέχρι χθες μπορούσε να αποδοθεί  σαν ένας στρόβιλος λέξεων και εσωτερικής έντασης. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μικρές παραβολές που εμπεριέχουν την προσδοκία της αποκωδικοποίησής τους. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος μάς καλεί σε μια περιήγηση στην επισφαλή γη των ερωτευμένων, επιθυμώντας να δοξάσει το αγαπημένο πρόσωπο ώστε να επιτύχει την απόλυτη σύνδεση μαζί του. Αυτός άλλωστε είναι και ο μοναδικός τρόπος σύνδεσης με τον Κόσμο, μέσα στον οποίο το ποιητικό υποκείμενο στέκει αποξενωμένο. Διαβάζοντας το εικοστό έβδομο ποίημα στη Μαρία:

Καμιά φορά σκέφτομαι

Ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο

Από λογοτεχνία

Αλλά όχι

Πρόκειται για ζωή

 

Γιατί μόνο έτσι μπορεί

Να συνεχίζεται ο κόσμος

Μόνο έτσι μπορείς

Να τον αντέχεις

 

Ο χάρτης ψεύδεται

Αν δεν σε συμπεριλαμβάνει

 

Πίσω από το ερωτικό γεγονός, μέσω του οποίου το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο, καραδοκεί, όπως είναι φυσικό, ο φόβος του θανάτου, κι ως αποτέλεσμα αυτού υπάρχει μια διάχυτη αγωνία να διασωθεί η μνήμη. Η διάσωση αυτή πραγματοποιείται μόνο μέσα από το βλέμμα του Άλλου, εν προκειμένω του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να αντικαταστήσει τον ερωτικό σύντροφο στο παιχνίδι της συνύπαρξης. Το ποιητικό υποκείμενο αδράχνει με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία να συναισθανθεί την οντολογική του υπόσταση, όμως παράλληλα καθιστά τον εαυτό του αντιμέτωπο με την πιθανότητα να αντικρίσει τις λέξεις του μέσα από τη διαφορετική οπτική του άλλου, πράγμα που μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως συν-διαμορφωτικός, αλλά και ως παραμορφωτικός καθρέφτης. Η διαρκής αναφορά στο δεύτερο ενικό φανερώνει την πρόθεση του ποιητή να δημιουργήσει μια άμεση σχέση με τον αναγνώστη, τοποθετώντας τον ουσιαστικά στη θέση του ερωτικού αντικειμένου, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει και στην ερωτική σχέση του ποιητή με την ίδια τη Γλώσσα. Ένα Εσύ που επανέρχεται διαρκώς λαμβάνει τη θέση του εξωτερικού Κόσμου συνολικά, παίρνει τη μορφή ενός μαγευτικού και συνάμα αφιλόξενου τόπου. Αυτόν τον ανοίκειο τόπο καλείται να προσεγγίσει το ποιητικό υποκείμενο με όχημα τη γλώσσα, έτσι ώστε να τον καταστήσει, κατά κάποιον τρόπο, υπαρκτό. Ο ποιητής γνωρίζει ότι η επάρκεια των λέξεων είναι μια χιμαιρική κατάσταση και γι’ αυτό, πολύ καίρια, τη συσχετίζει με το ερωτικό φαινόμενο, αφού και τα δύο αυτά αναμετρώνται, εκ του φυσικού τους, με την ήττα. Ιδιαίτερη σημασία για την ποίηση του Σταυρόπουλου έχει ο καταληκτικός στίχος, καθώς επιχειρεί να δώσει μια ορισμένη υπόσταση στην οραματική θέαση των πραγμάτων μέσα από τον επιγραμματικό λόγο. Η αποφθεγματική λειτουργία των στίχων στο τέλος αλλά πολύ συχνά και ενδιαμέσως του ποιήματος αποτελεί ένα αναγνωρίσιμο και εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της γραφής του. Μέσω αυτής της τεχνικής επιστρέφει πάντα στο μεγάλο  διακύβευμα, να «συνοψίσει αυτό που δεν συνοψίζεται», διατυπώνοντας ένα πλήρες νόημα σε μια μικρή φράση: «… σε κοίταξα και οι λέξεις μου βγήκαν στο φως»… «…με σένα επισκεύασα μέσα μου το πρόσωπο του Θεού»… «έζησες σε όλα τα μέρη που ήμουν παιδί»… «…κανένας θάνατος δεν μπορεί να είναι πιο όμορφος από σένα»… «δεν υπάρχει απάντηση σε έναν κόσμο που βασίζεται στην αδικία του συντελεσμένου…»… «… μόνο μαζί σου έζησα τόσο νεκρός…» είναι μόνο μερικοί από τους στίχους που δίνουν μια εικόνα αυτής της συμπύκνωσης. Πιστεύω πως για τον ποιητή αυτό είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό του και με την ίδια τη γλώσσα, στο πλαίσιο της αμφιθυμικής σχέσης που φαίνεται να διατηρεί μαζί της. Είναι ένας τρόπος να καθυποτάξει για λίγο τη ρευστότητά της και να της επιβληθεί μέσω της συντομίας, ώστε να μπορέσει αργότερα να αφεθεί ξανά στις άπειρες εκδοχές της. Παρατηρούμε επίσης, πως σε σχεδόν όλα τα ποιήματα, ο καταληκτικός στίχος κρατά μια απόσταση από το σώμα του λόγου που προηγείται. Η μικρή αυτή αποκοπή μάς προετοιμάζει για την τελική έκβαση και δημιουργεί έμμεσα την αίσθηση της Πτώσης, τεχνική που συνδέεται υφολογικά με τη μουσική –συγκεκριμένα την Αρμονία –μια τέχνη που αποτελεί ένα από τα βασικά οπλοστάσια του Σταυρόπουλου και τη διαρκή αναφορά του.

Όπως σε ένα μουσικό κομμάτι ακολουθείται, σύμφωνα με τους κανόνες της Αρμονίας, μια συγκεκριμένη διαδοχή συγχορδιών, ώστε να καταλήξει στην Πτώση –που με μυθιστορηματικούς όρους θα ονομάζαμε Λύση –έτσι και στην ποίηση του Σταυρόπουλου η Λύση ή η Πτώση έρχεται πάντα στον τελευταίο στίχο προσφέροντας μια αίσθηση ανακούφισης, ενώ φανερώνει ταυτόχρονα την εμμονή του ποιητή στη φιλοσοφική διάσταση του προσφιλούς του θέματος, του έρωτα. Κι αυτή η πρόθεση, είναι αποτέλεσμα της αγωνίας για την εξαγωγή ενός συμπεράσματος, μιας κατακλείδας, ακόμα κι αν αυτή σηματοδοτεί την κατάρρευση ενός κόσμου, μια και ο ποιητής γνωρίζει πως ο κόσμος αυτός μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο μέσα από τις λέξεις. Για τον Σταυρόπουλο «λογοτεχνία είναι η ζωή που απέτυχε». Αυτή ακριβώς την «αποτυχία της ζωής» μπορεί και την αναδεικνύει σε κάτι ιδιαίτερα γοητευτικό,  καθώς την προσκαλεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο, όσον αφορά τη θεματολογία, στην περιπέτεια της ποιητικής του. Τη χρησιμοποιεί με τρόπο που απογυμνώνει την ύπαρξη, σχεδόν την εκμηδενίζει έτσι ώστε στο τέλος να μείνει μόνο ό,τι αξίζει να επιβιώσει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη.

 

info: Σταύρος Σταυρόπουλος, So long Marianne, Σμίλη 2017

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΠώς γεννιούνται τα συναισθήματα; (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΆγρια οικογένεια (της Μαρλένας Πολιτοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ