Βίκη Κοσμοπούλου (*)
Ήταν ήδη αρκετή ώρα εκεί μέσα όταν ένιωσε το βλέμμα της να τον καρφώνει στα ίσα. Εκείνη στεκόταν σε ένα από τα τραπέζια με τα μεγάλα ποσά. Την είχε μπανίσει από την πρώτη στιγμή. Δεν κόλλαγε με το σκηνικό. Φαινόταν αλλιώς αυτή.
Είχε αποφασίσει μέρες τώρα ότι θα πήγαινε. Είχε φυλάξει κάτι λίγα χρήματα στριμωγμένα κάτω από τον πέμπτο τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας που είχε αγοράσει στα νιάτα της. «Εγκυκλοπαίδεια της γυναίκας»- άσπρα γράμματα σε μαύρο φόντο- τόμος 5: Έρωτας-Γάμος-Οικογένεια. Σκέφτηκε ότι στην κατάσταση που βρισκόταν δεν είχε να χάσει τίποτα σπουδαίο. Θα πήγαινε και ό,τι γινόταν. Ντύθηκε με ένα φόρεμα όλο πούλιες και στρας, έβαλε κατακόκκινο κραγιόν και έριξε πάνω της το καλό παλτό με τον γούνινο γιακά. Μόνο τα μαλλιά της, δεμένα σε έναν ατημέλητο κότσο σινιόν, πρόδιδαν την εικόνα της. Έβαλε βιαστικά τα χρήματα στο τσαντάκι της, κρυφά και από τον εαυτό της- εκείνον που είχε αγοράσει τους έξι τόμους με δόσεις. Πριν φύγει έβαλε τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πρίζα.
Τι κι αν είχαν τραπέζι στο παιδί και στο εγγόνι τους, δεν άντεχε να μην πάει. Ήταν πάθος παλιό, έρωτας αγιάτρευτος. Το ΄ξερε ότι τον κατέστρεφε, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε να τον τρέφει. Έβγαλε, κρυφά από τη γυναίκα του, τα χρήματα που είχε καταχωνιάσει στο συρτάρι με τις «πιτζάμες νοσοκομείου»- τελευταία φορά τις είχε φορέσει τα προηγούμενα Χριστούγεννα που έκανε εκτάκτως μια επέμβαση βηματοδότη-, τα μέτρησε στα γρήγορα και τα έβαλε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Περνώντας από το διάδρομο τον κοίταξε με απελπισία. Την ντρεπόταν, αλλά ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις του. Της είπε ότι θα έφευγε σε λίγη ώρα, τη διαβεβαίωσε ωστόσο ότι θα γυρνούσε σύντομα. Λίγο πριν φτάσουν οι καλεσμένοι έβαλε τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πρίζα.
Οι διαδικασίες πριν την είσοδο την κούρασαν. Όσο περίμενε στο ταμείο κοιτούσε το πρόσωπό της που καθρεφτιζόταν παραμορφωμένο σε ένα χρυσό στολίδι. Φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο για τη φωτογραφία και ύστερα από λίγο προχωρούσε με την κάρτα στο χέρι. Μόλις μπήκε ένιωσε αηδία. Αισθάνθηκε την τσιγαρίλα να εγκαθίσταται στο πετσί της. Η μπλε μοκέτα με τα κίτρινα σχέδια κάτι της θύμιζε, κάποιο όνειρο- ίσως πάλι και όχι. Οι ήχοι έκαναν τις κινήσεις της περισσότερο χαώδεις και τα φευγαλέα, απολύτως αδιάφορα βλέμματα την γέμιζαν ανασφάλεια. Οι περισσότερες φυσιογνωμίες ήταν για αυτήν αποκρουστικές. Όμως δεν θα έκανε πίσω. Το είχε αποφασίσει. Εξάλλου δεν είχε να χάσει τίποτα σπουδαίο. Διάλεξε τυχαία ένα τραπέζι και αντάλλαξε ένα χαρτονόμισμα. Δεν ξεκίνησε αμέσως, παρά άρχισε να παρακολουθεί την τακτική των υπολοίπων.
Αφού χαιρέτησε με οικειότητα τον υπεύθυνο της ασφάλειας και έδωσε την κάρτα του στο ταμείο, άνοιξε την πόρτα με αποφασιστικότητα. Μπαίνοντας, το μάτι του πήρε μια γυναίκα παράταιρη στον χώρο. «Σεμπλόν», σκέφτηκε. Κατευθύνθηκε αμέσως στο τραπέζι, όπου συνήθιζε να παίζει τον τελευταίο καιρό. Είχε ήδη ανάψει τσιγάρο. Σε λίγο θα ερχόταν ένα ποτήρι ουίσκι χωρίς να το έχει παραγγείλει. Αντάλλαξε ένα χαρτονόμισμα και χωρίς να χάσει λεπτό άρχισε να ποντάρει. Πάντα στο κόκκινο πρώτα, για γούρι κι ύστερα στο μαύρο. Μετά όπως το μελετήσει. Και σταθερά τα νούμερα δεκαεπτά, έξι και τρία. Σε ελάχιστο χρόνο σκόρπιζε τις μάρκες σχεδόν σε όλα τα νούμερα, δύο δύο, τρεις τρεις. Τα χέρια του έτρεμαν ενώ ο ιδρώτας που έτρεχε στα χείλη του νότιζε το φίλτρο του τσιγάρου του. «Ζερό». Στο ζερό η μπίλια, στο ζερό και η τύχη του. Θα ρεφάρει όμως. Γι΄ αυτό χάνει εξάλλου, για να μπορεί να ρεφάρει.
Είχε αρχίσει να συνηθίζει τις μυρωδιές και τους ήχους. Με τα πρόσωπα δυσκολευόταν. Ξεκίνησε να ποντάρει δειλά, χωρίς σύστημα. Πρώτα στο μαύρο, για γούρι κι ύστερα στο κόκκινο. Μετά όπως της ερχόταν στο μυαλό. Δεν ήταν ποτέ καλή με τις πιθανότητες. Πόνταρε και έχανε. Δεν της έκανε εντύπωση μια και δεν είχε κερδίσει ποτέ οτιδήποτε, ούτε πάλι την ενοχλούσε γιατί είχε πάψει πια να έχει βεβαιότητες μασίφ. Παρατηρούσε στους υπόλοιπους την έξαψη που της έλειπε. Οι αισθήσεις τους μουδιασμένες προσπαθούσαν να ισορροπήσουν στον ίλιγγο της τροχιάς. Κόκκινο ή μαύρο; Θα προτιμούσε να μην ήταν αυτό το δίλλημα. Εξάλλου δεν είναι το σωστό. Αλλά και πάλι δεν είχε κάτι σπουδαίο να χάσει.
Πήρε πάλι τα πάνω του. Η μπίλια τού έκανε τη χάρη να σταθεί σε αριθμούς που είχε ποντάρει. Τουλάχιστον κέρδισε όσα είχε πάρει από το συρτάρι με τις πιτζάμες. Κοίταξε το ρόλοι του. Φύλαξε τις μάρκες με το ποσό στη τσέπη του και συνέχισε να παίζει με τις υπόλοιπες. Λίγο ακόμα. Άλλο ένα και ένα ακόμη. Είχε ρέντα. Δεν μπορούσε να φύγει. Αμαρτία μεγαλύτερη από την απληστία, έλεγε, να αποχωρεί κανείς όταν έχει τύχη. Όλο το τραπέζι ήταν απελπισμένο. Μόνο εκείνος μάζευε συνέχεια. Είχε καιρό να συμβεί κάτι τέτοιο.
Με την τελευταία μάρκα στο χέρι της, αναποφάσιστη ακόμα, παρακολουθούσε το απέναντι τραπέζι. Ένας τύπος στην ηλικία της κέρδιζε σερί. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο μέτωπο από τον ιδρώτα και ο κόμπος της κόκκινης γραβάτας είχε φύγει από τη θέση του. Τα χέρια του είχαν πάρει φωτιά. Χωρίς να το πολυσκεφτεί πόνταρε την τελευταία της μάρκα στο 25. Είχαν ξημερώσει πια Χριστούγεννα. «Καμία τύχη», σκέφτηκε και έκανε μια γκριμάτσα μεταξύ χαμόγελου και αηδίας. Έμεινε στη θέση της. Κοιτούσε τον απέναντι που πόνταρε ανεξέλεγκτα. Συστηματικός, αλλά καθόλου ψύχραιμος. Κοίταξε το ρολόι του. Σήκωνε το ποτήρι του όταν είδε τα μάτια του να λάμπουν.
Είχε ρεφάρει για τα καλά. Ένιωθε τα μαλλιά του κολλημένα στο μέτωπο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Οι παλμοί του είχαν ανέβει. Σιγόνταρε και ο βηματοδότης του. Κοίταξε ξανά το ρολόι του. Το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν θα είχε τελειώσει από ώρα. Ήταν πια αργά για να γυρίσει σπίτι. Ούτως ή άλλως τις ίδιες τύψεις θα είχε το επόμενο πρωί. Έτσι θα συνέχιζε να ποντάρει σταθερά στο δεκαεφτά, το έξι και το τρία. Σήκωνε το ποτήρι του όταν ένιωσε το βλέμμα της να τον καρφώνει στα ίσα.
Μην έχοντας κάτι σπουδαίο να χάσει σηκώθηκε για να σταθεί δίπλα του. Παρατήρησε ένα μικρό σημάδι στο δεξί του μάγουλο. Κοιτούσε τα χέρια του. Πάντα της άρεσε να χαζεύει τα αντρικά χέρια. Εκείνος συνέχιζε να παίζει ενώ με την άκρη του ματιού του έβλεπε τα στρας του φορέματός της να λαμπυρίζουν. Το αισθανόταν ότι τον περιεργαζόταν και η έξαψη αυτή μπλεγμένη με την έξαψη του παιχνιδιού δημιουργούσε ένα πυρετικό μείγμα ηδονής. Το καταλάβαινε ότι τον είχε εξιτάρει η παρουσία της. Έγειρε κι άλλο το κορμί της προς το μέρος του ώσπου το μπράτσο της συνάντησε ανεπαίσθητα το δικό του. Τα ένιωθε τα στρας να ακουμπούν στο πουκάμισό του. Στο δεκαεφτά, το έξι, το τρία. Μάζευε τις μάρκες με το αριστερό του χέρι. Ένα ακόμα. Κι άλλο ένα. Το μπράτσο του πλησίαζε τώρα στο δικό της. Μειδίασε εκείνη. Το απολάμβανε αυτό το παιχνίδι. Στο δεκαεφτά, το έξι, το τρία. Ένα ακόμα. Κι άλλο ένα. Κοίταξε το ρολόι του. «Ένα ακόμη και φεύγουμε;», τη ρωτάει. Του έγνεψε ναι με ένα λάγνο χαμόγελο.
«Εξαργύρωσε τις μάρκες του. Το ρευστό ήταν μπόλικο κι εκείνος κοιτούσε με λαχτάρα, ίδιος με παιδί που περιμένει το γλυκό. Δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντες. Όση ώρα ήμασταν στο ταμείο μού έριχνε ματιές σχέτη φωτιά. Βγήκαμε από κει μέσα βιαστικά- τουλάχιστον εγώ. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Τα φωτάκια τρεμόπαιζαν στο δέντρο βγάζοντας μουσική. Θυμάμαι όταν είχα φτάσει εκεί έπαιζαν την ίδια μελωδία. Από το κρύο πάγωναν τα ρουθούνια μου. Εκείνος πέτυχε να γίνει πιο γοητευτικός σηκώνοντας το γιακά του παλτού. ‘’Είναι ωραίο να κάνει κρύο τα Χριστούγεννα, ιδίως όταν έχεις την τσέπη σου ζεστή’’, είπε χαϊδεύοντας τον πάκο. Αργότερα θα έλεγαν, ότι εκείνη η νύχτα ήταν η πιο κρύα του χειμώνα. Διατηρώντας το λάγνο βλέμμα μου και χωρίς πολλά πολλά καταλήξαμε με το αμάξι μου στο μοτέλ. Στη διαδρομή ο Άγιος των παιδιών μού χαμογελούσε και μου έκλεινε το μάτι. ‘’Έχει έρθει η σειρά μου να ρεφάρω’’, έλεγα από μέσα μου κοιτώντας ίσια το δρόμο την ώρα που εκείνος έχωνε το χέρι του κάτω από το φόρεμα μου. Κατεβήκαμε βιαστικά- τουλάχιστον αυτός. Στη ρεσεψιόν μας έδωσαν, είπαν, το δωμάτιο έξι Ανεβήκαμε βιαστικά- και οι δύο. Το φως από την κόκκινη πινακίδα του μοτέλ, απολύτως συγχρονισμένη με τα φωτάκια ενός ξερακιανού δέντρου στη γωνία του δωματίου, έσκαγε στο κέντρο του δωματίου. Άφησε το παλτό να πέσει στο πάτωμα. Είχε ανάψει ολόκληρος, σαν έφηβος. Σήκωνε το φόρεμά μου χώνοντας βαθιά τη γλώσσα του στο στόμα μου. Πριν μπει μέσα μου έβγαλα το μαχαίρι από το μανίκι μου. Εξάλλου δεν είχα να χάσω τίποτα σπουδαίο. Είπαν, ότι οι μαχαιριές ήταν τρεις. Σωριάστηκε στο πάτωμα δίπλα απ΄ το παλτό. Δεν ήξερα αν τον είχα τελειώσει. Ο βηματοδότης του, είπαν, δούλευε ακόμα. Σήκωσα το παλτό για ν΄ αρπάξω τα λεφτά την ώρα που το αίμα κυλούσε αναβοσβήνοντας, πότε κόκκινο πότε μαύρο. Έφυγα τρέχοντας. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά ένα χρόνο τώρα. Σαν σήμερα. Ανήμερα Χριστούγεννα και δεν έχω πια να χάσω τίποτα σπουδαίο. Ούτε να κερδίσω. Εγώ, απλώς, τη ζωή μου ήθελα να τη ζήσω με μέλι, όχι με κινίνο», είπε και έβγαλε τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου από την πρίζα.
Την ώρα που σωριαζόταν στο πάτωμα η μπίλια αναπήδησε για να καθίσει στο ζερό. Ο παίκτης μάζευε τις μάρκες του όταν ένιωσε ένα βλέμμα να τον καρφώνει στα ίσα.
(*) Η Βίκη Κοσμοπούλου εμφανίστηκε φέτος με το πρώτο της βιβλίο “Το τσόφλι” , Κέδρος. Διηγήματά της περιλαμβάνονται στα συλλογικά έργα Απίθανες ιστορίες της πόλης μας (εκδ. iwrite) και Μια εικόνα, χίλιες λέξεις (τόμος α΄ και β΄, εκδ. τοβιβλίο).