Στην Ιερά Οδό, στη συμβολή της περίπου με την Πειραιώς, πριν από τέσσερα πέντε χρόνια δινόταν μάχη ποιος θα πρωτοπαρκάρει στην πιο περίοπτη θέση έξω από τα λαϊκά νυχτερινά κέντρα τη γυαλιστερή BMW του ή τη φρεσκοεισηγμένη του Cayenne. Οι παρκαδόροι μόστραραν, με περισσή επιμέλεια, τα πιο καλογυαλισμένα, τα πιο θηριώδη Hammer, Cherokee ή Land Rover, αγορασμένα με κάρτες και μηδέποτε εξοφληθέντα. Οι λουλουδούδες, με την πιο φρέσκια πραμάτεια από το Α΄ ή το Γ΄ Νεκροταφείο, κατά περίπτωση, πρότειναν τα καλαθάκια τους έναντι 20 ευρώ, καλάθια που το περιεχόμενό τους θα έραινε με επάρκεια τη μινιφορούσα συνοδό. Ο διαβάτης δεν μπορούσε να διασχίσει εύκολα το οδόστρωμα της Ιεράς Οδού, τυφλωμένος από τα λαμέ και τα στρας των οξυζεναρισμένων πελατισσών. Κι η στρατιά των σερβιτόρων, ευσυνείδητη, ετοίμαζε από το πρωί τις βραδινές κάμψεις της οσφύος και τις μαϊμού σαμπάνιες.
Τώρα το ίδιο οδόστρωμα, στο ίδιο σημείο, το διασχίζουν μοναχικοί σκύλοι, αδιάφοροι. Δυο τρεις άστεγοι έχουν κάνει κατάλυμά τους τις φαρδιές, ευρύχωρες εισόδους των πρώην νυχτερινών, πρώην λαϊκών κέντρων. Οι περαστικοί προσπερνούν απρόσκοπτοι, χωρίς να τυφλώνονται από τις πούλιες και τα στρας. Στη θέση των θρασέων, θηριωδών τζιπ, ταπεινά παπάκια των ντελιβεράδων και τα ποδήλατα των Πακιστανών. Μένει μόνο ίδια, αχνοδιάβαστη, σε μία από τις προσόψεις, η επιγραφή: «Απαγορεύεται η … [σβησμένη λέξη] στους μη έχοντες εργασία».