της Δέσποινας Παπαστάθη (*)
«[…] Μια φωνή στο μισοσκόταδο είπε: «Μη μας λησμονείτε, σερ!» Πλησίασα και είδα έναν άντρα που έστεκε εκεί ασάλευτος χωρίς να με βλέπει. Μπρος στο στήθος του κρεμόταν ένα πλακάτ. Σίμωσα ακόμα πιο πολύ και μπόρεσα να διαβάσω την επιγραφή: ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΖΟΥΝ Σ’ ΕΝΑΝ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΚΟΣΜΟ ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΑΣ. Από κάτω υπήρχε με μικρότερα γράμματα κι άλλη επιγραφή: Η Βασιλική Σχολή Τυφλών, Λέδερχεντ, Σάρεϊ. Έψαξα στις τσέπες μου για να βρω τίποτα σελίνια. […]», γράφει ο Στέφαν Χέρμλιν (1915-1997) στο διήγημα που τιτλοφορείται «Σ’ έναν σκοτεινό κόσμο», τελευταίο από τα είκοσι εννέα κείμενα της Ανθολογίας με τίτλο Οι Λύκοι επιστρέφουν (μτφρ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Αθήνα, Gutenberg, 2018) και υπότιτλο: Διηγήματα της «Γενιάς των Ερειπίων».
Τα είκοσι εννιά διηγήματα της Ανθολογίας είναι γραμμένα από είκοσι συγγραφείς, οι οποίοι άλλοι άμεσα, άλλοι έμμεσα συμμετείχαν έμπρακτα στον σκοτεινό κόσμο των τραγικών γεγονότων του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, μάρτυρες της δυστυχίας και διάλυσης της ανεπανόρθωτα τραυματισμένης γενιάς τους. Τα διηγήματα αφηγούνται το πολύπλευρο τραύμα της εμπειρίας του καταστροφικού πολέμου: από τη μια το βίωμα της κατάρρευσης –ηθικής, ιδεολογικής, κοινωνικής, πολεμικής– της άλλοτε ισχυρής Γερμανίας και από την άλλη η αναπαράσταση της αθλιότητας της ανθρώπινης μοίρας μέσα από την απόδοση της υλικής φθοράς (πείνα, ερείπια, θάνατος), της ηθικής διαφθοράς αποτέλεσμα της ανάγκης για επιβίωση, αλλά και του μόνιμου συναισθήματος της ενοχής που προκάλεσε το Ολοκαύτωμα, ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας κατά το αλγεινό κυνήγι μαγισσών που εξαπέλυσαν οι Ναζί και οι θιασώτες τους ενάντια στους Εβραίους.
Η λογοτεχνία ως δημόσιος χώρος δοκιμάζει μνήμες, τραύματα και ερμηνείες μέσα από τις οποίες συλλαμβάνονται βασικές ιστορικές κατηγορίες, όπως το ατομικό και το συλλογικό υποκείμενο, η διαλεκτική της σύγκρουσης, αποδίδοντας την ιστορική διάσταση της ανθρώπινης μοίρας (Κούντερα 1998: 48). Η πεζογραφία της λεγόμενης γενιάς «της Λογοτεχνίας των Ερειπίων» ή «της Λογοτεχνίας της Αποψίλωσης» (Πιομπίνος 2018: 11), η οποία αναπτύσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετρά πολλά μέλη τα οποία συγκεντρώνονται γύρω από την «Gruppe 47» για μια εικοσαετία 1947-1967 και κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα στην πολιτική και ιστορική εμπειρία και την πολυσχιδή κρίση του μεταπολεμικού ανθρώπου, εισάγοντας, ταυτόχρονα, θέματα σύγχρονα όπως η μοναξιά, η αλλοτρίωση των διαπροσωπικών σχέσεων, η εξέγερση, το παράλογο της ζωής. Καταργείται η χρονική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα και την αφήγησή τους με αποτέλεσμα την ψυχική και συναισθηματική εμπλοκή σε αυτά και τη βαθύτερη εισχώρηση του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων του έργου του.
Ο Χάινριχ Μπελ (1917-1985) στην ομολογία του για τη γενιά του, αν και δεν αποδέχεται τον όρο, ωστόσο δεν εναντιώνεται, καθώς οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφαν ζούσαν στα ερείπια, επέστρεφαν από τον πόλεμο, άντρες–γυναίκες–παιδιά, πληγωμένοι στον ίδιο βαθμό. Άνθρωποι οξυδερκείς, οι οποίοι δεν απολάμβαναν απόλυτη ειρήνη, καθώς τίποτα γύρω τους και μέσα τους δεν ήταν ειδυλλιακό (Χάινριχ Μπελ 2017). Ο Μπελ αισθάνεται πως ο ίδιος και οι συνοδοιπόροι του έγιναν δέκτες ενός ύποπτου τόνου κατηγορίας από τους συγχρόνους τους για το γεγονός πως δεν έκρυψαν το «λυπητερό πρόσωπο» του ανθρώπου της εποχής, πως με αθόλωτο μάτι είδαν και εξακολουθούσαν να βλέπουν τον πόλεμο και τις συνέπειές του, αγνοώντας τον νέο νόμο που επιβάλλει να είναι ευτυχείς, όπως άλλωστε και ο ήρωάς του στο διήγημα με τίτλο «Το λυπητερό μου πρόσωπο», ο οποίος συλλαμβάνεται, βασανίζεται και φυλακίζεται εξαιτίας της άγνοιάς του:
«Ακολουθήστε με…»
«Και για ποιο λόγο;» ρώτησα ήρεμα.
Απρόσμενα, μια λεπτή αλυσίδα περιέζωσε τον αριστερό καρπό μου, και τη στιγμή εκείνη ήξερα πως ήμουν και πάλι χαμένος.[…]
«Και για ποιο λόγο;» Ξαναρώτησα.
«Υπάρχει νόμος που επιβάλλει να είστε ευτυχής».
«Είμαι ευτυχής», φώναξα.
«Το λυπητερό σας πρόσωπο…» είπε εκείνος και κούνησε το κεφάλι του.
Για τον Μπελ και τους υπόλοιπους συγγραφείς της γενιάς του ήταν απάνθρωπο να παραπλανήσουν τους συγχρόνους τους με ψεύτικες ουτοπίες και γι’ αυτό ο ανώνυμος ήρωας του διηγήματος επέλεξε να μην έχει κανένα πρόσωπο πια, «ούτε ευτυχισμένο ούτε λυπημένο», αναδεικνύοντας περίτρανα την ηθική, αξιακή, πνευματική, ιδεολογική αλλοτρίωση του μεταπολεμικού ανθρώπου.
Ο ελεγειακός είναι ο κυρίαρχος τόνος στα διηγήματα της συλλογής, ο οποίος συμφωνεί με τον ελεγειακό φωτισμό της εποχής και προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της ζοφερής πραγματικότητας του πολέμου και των συνεπειών του, απέναντι στην οποία οι ήρωες στέκονται ανυπεράσπιστοι. Η αφήγηση των πολεμικών εμπειριών αλλά και της καθημερινότητας των ηρώων περιέχει ένα αίτημα για γνώση και αυτογνωσία μέσα από τη βίωση της απώλειας, καθιστώντας τη λογοτεχνική αφήγηση εργασία του πένθους μέσα στην οποία ο αναγνώστης συμμετέχει μεταφέροντας τα λογοτεχνικά δρώμενα στη δική του εμπειρία και καθημερινότητα (Smythe 1992: 3-5).
Ο χώρος των διηγημάτων είτε προσδιορίζεται είτε όχι με σαφήνεια είναι ενιαίος ως προς το ειδοποιό χαρακτηριστικό του που είναι η φθορά, ο θάνατος, τα ερείπια: η ρημαγμένη μεταπολεμική Γερμανία, το ανατολικό και το δυτικό μέτωπο, η παρισινή πλατεία Κονκόρντ, κάποια παράλια της γαλάζιας Μεσογείου, η λουτρόπολη στην οποία όμως οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι, το νεκροταφείο, το δάσος, κ.α. συνιστούν σεσημασμένους χώρους θανάτου και καταστροφής. Το ίδιο ισχύει για τον χρόνο των διηγημάτων, καθώς τα γεγονότα διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια του πολέμου ή λίγο μετά από αυτόν διατηρώντας έντονο το καταστάλαγμα της πίκρας.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά είναι μπλεγμένοι στη δίνη του πολέμου. Παρακολουθούμε, για παράδειγμα, στο διήγημα του Γιόζεφ Μίλμπεργκερ (1903-1985) με τίτλο «Ο κουβαλητής στεφανιών», μέσα από τη φωνή του τριτοπρόσωπου, ετεροδιηγητικού αφηγητή, την αγωνιώδη προσπάθεια του Γερμανού συνταγματάρχη να επιστρέψει μετά την ήττα στα ερείπια του σπιτιού του έχοντας διασχίσει όλη τη Γερμανία, κουβαλώντας από νεκροταφείο σε νεκροταφείο, ως καμουφλάζ για να μην τον συλλάβουν, ένα στεφάνι παρμένο από κάποιο νιόσκαφτο τάφο για να το αποθέσει τελικά, καταπονημένος και φθαρμένος, στον τάφο του πεντάχρονου γιου του που πέθανε στις 3 του Μάη, όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά, από τον βομβαρδισμό των κτηνωδών αεροπλάνων.
Στο διήγημα με τίτλο «Στο δρόμο της φυγής» του Βόλφντιντριχ Σνούρε (1920-1989) η ανώνυμη γυναίκα, ξαπλωμένη στο δάσος και κοιτώντας τον ουρανό, ανακοινώνει ατάραχη τον θάνατο του βρέφους της στον άντρα συνταξιδιώτη της:
Σαν ξύπνησε ο άντρας, η γυναίκα βρισκόταν κι αυτή ξαπλωμένη και κοιτούσε τον ουρανό. Το παιδί κείτονταν στο πλάι της· το είχε τυλίξει με την μπλούζα της.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο άντρας.
Η γυναίκα δε σάλεψε. «Είναι νεκρό», είπε.
Ο άντρας πετάχτηκε πάνω. «Νεκρό;» είπε· «νεκρό!»
«Πέθανε ενώ κοιμόσουν», είπε η γυναίκα.
«Και γιατί δε με ξύπνησες;»
«Γιατί θα ’πρεπε να σε ξυπνήσω;» ρώτησε η γυναίκα.
Η ωμότητα της πραγματικότητας του θανάτου είναι τέτοια που ακυρώνει ακόμα και την προοπτική του θρήνου από την πλευρά της μητέρας αν και έχει μόλις χάσει το παιδί της.
Ο θάνατος ενός τετράχρονου παιδιού, στο διήγημα με τίτλο «Μα οι αρουραίοι κοιμούνται τη νύχτα» του Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ (1921-1947), γίνεται ακόμα πιο τραγικός εξαιτίας του φόβου του εννιάχρονου αδερφού του, του Γιούργκεν, ο οποίος παραφυλάει μέρα νύχτα τα σωριασμένα ντουβάρια που έχουν πλακώσει τον μικρό μετά τον βομβαρδισμό του σπιτιού τους, μήπως και έρθουν οι αρουραίοι και κατασπαράξουν το νεκρό σώμα του. Ο διάλογος ανάμεσα στον Γιούργκεν και τον ανώνυμο άντρα «μιας κάποιας ηλικίας» που κρατούσε ένα καλάθι και ένα σουγιά, κορυφώνεται όταν αποκαλύπτεται με τρόπο παράδοξο το παράλογο του πολέμου και της θυσίας αθώων ανθρώπινων ζωών:
«Αν δε με μαρτυρήσεις», είπε τότε βιαστικά ο Γιούργκεν, «μένω εξαιτίας των αρουραίων».
Τα στραβά καννιά έκαναν ένα βήμα πίσω: «Εξαιτίας των αρουραίων;»
«Μα, ναι, γιατί τρέφονται με νεκρούς. Με νεκρούς ανθρώπους. Απ’ αυτό ζούνε».
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Ο δάσκαλός μας».
«Και γι’ αυτό εσύ προσέχεις τους αρουραίους; Ρώτησε ο άντρας.
«Ε, όχι δα αυτούς». Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Τον αδελφό μου, αυτόν προσέχω, που βρίσκεται εκεί κάτω. Εκεί», κι ο Γιούργκεν έδειξε με το ραβδί του τα σωριασμένα ντουβάρια. «Έπεσε μια μπόμπα στο σπίτι. Και μονομιάς χάθηκε το φως απ’ το υπόγειο. Κι εκείνος μαζί του. Τον φωνάζαμε. Ήταν πολύ μικρότερος από μένα. Μόλις τεσσάρων. Πρέπει να βρίσκεται ακόμη εκεί. Είναι πολύ μικρότερος από μένα».
Ο λόγος των ηρώων σύντομος, κοφτός, ελλειπτικός, σε κάποιες περιπτώσεις αμφίσημος αναδεικνύει ένα πένθος ατέρμονο, μελαγχολικό, το οποίο είναι σαν να μην το συνειδητοποιούν, καθώς απουσιάζει κάθε συναισθηματική εκδήλωση απέναντι στην απώλεια που έχουν υποστεί.
Τα διηγήματα αν και είναι γραμμένα από είκοσι διαφορετικούς συγγραφείς είναι σαν συνεχόμενες πράξεις του ίδιου δράματος, στο οποίο ο ήρωας επιδιώκει να ανασυνθέσει το κατακερματισμένο πρόσωπό του, τις ψηφίδες της χαμένης ανθρωπιάς του, ιδιαίτερα όταν οφείλει να αντιμετωπίσει την ενοχή που προκάλεσε η φρίκη του Ολοκαυτώματος. Έτσι, για παράδειγμα, στο διήγημα με τίτλο «Αρχή της σεζόν» της Ελίζαμπετ Λάνγκεστερ (1899-1950) η αναζήτηση του κατάλληλου σημείου για να τοποθετηθεί η πινακίδα με την επιγραφή: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι σε τούτη τη λουτρόπολη», σε σχέση με τον ξύλινο σταυρό που πάνω από το κεφάλι του Χριστού είχε, επίσης, μια πινακίδα με την επιγραφή: «Ι.Ν.Β.Ι.» απεκδύει με ειρωνικό τρόπο την όποια σωτηριολογική διάσταση ενέχουν τα διδάγματα του χριστιανισμού στους επι γης ανθρώπους:
Ακόμα και ο θνήσκων Χριστός, του οποίου το πελιδνό κι αιμόφυρτο κεφάλι είχε γείρει, την ώρα του θανάτου, προς τα δεξιά, έμοιαζε να πασχίζει σε μιαν ύστατη προσπάθεια να αποδεχτεί την επιγραφή. Έβλεπε κανείς πως η επιγραφή αυτή τον αφορούσε και Εκείνον, που μέχρι τώρα είχε θεωρηθεί από τους ανθρώπους σαν κάποιος δικός τους και που είχε υποφέρει γι’ αυτούς. Ανελέητη και διαρκής σαν τα πάθη του, θα έστεκε γραμμένη για πολύν καιρόν απέναντί του.
Έχοντας πλήρη επίγνωση της γενοκτονίας που προκάλεσαν οι Ναζί εις βάρος των Εβραίων που οδήγησε στην κατακρήμνιση του ουμανισμού, και που δικαιολογημένα προκάλεσε ρήσεις όπως αυτή του Αντόρνο πως «μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί ποίηση» και ευρύτερα λογοτεχνία, αλλά και με την επίγνωση των ερειπίων, υλικών και ανθρώπινων, που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα είκοσι εννιά διηγήματα του τόμου δηλώνουν το δικαίωμα του ανθρώπου να εκφράσει την αδιάκοπη οδύνη του, έχοντας συνειδητοποιήσει πως ο πόλεμος ήταν μια ήττα της ανθρωπότητας και όχι μόνο του φασισμού (Λεοντάρης 1985).
Βιβλιογραφία:
Κούντερα Μίλαν, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Αθήνα, Εστία, 1998.
Λεοντάρης Βύρων, «Η ακαταστασία της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης» [1985] στο Κείμενα για την ποίηση, Αθήνα, Νεφέλη, 2001, σ. 88-100.
Μπελ Χάινριχ, «Λογοτεχνία των ερειπίων: η ομολογία», The books’ journal, τχ. 74, Φεβρουάριος 2017.
Πιομπίνος Φοίβος Ι., «Πρόλογος» στο Οι λύκοι επιστρέφουν. Διηγήματα της «Γενιάς των Ερειπίων», Αθήνα, Gutenberg, 2018, σ. 11-16.
Smythe Karen, Figuring grief. Gallant, Munro, and the poetics of elegy, McGill-Queen’s University Press, Montreal & Kingston 1992.
(*) Η Δέσποινα Παπαστάθη είναι Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
info: Στέφαν Χέρμλιν, Οι Λύκοι επιστρέφουν, μτφρ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Αθήνα, Gutenberg