Της Νίκης Κώτσιου
Υπαρξιακή φάρσα με μπεκετικές ενίοτε αποχρώσεις και άφθονα γκροτέσκα στοιχεία, ο «Καϊάφας» , δεύτερο βιβλίο του Νίκου Αδάμ Βουδούρη, εξερευνά τον χαοτικό ψυχισμό και τα συνειδησιακά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου αλλά και την αγάπη ως αντίδοτο στην απορρύθμιση που προκαλεί η αλλοτρίωση και η μοναξιά. Πρωταγωνιστεί ένα μεγαλοστέλεχος εταιρείας, που μετατρέπει την απόγνωσή του σε κρίσεις μανίας κι ένας άρρωστος κατατονικός σκύλος, που θυμίζει καταθλιπτικό άνθρωπο. Οι δυο τους περιηγούνται τη δυτική Πελοπόννησο στη διάρκεια ενός δυσοίωνου καλοκαιριού, που τελικά ξεφουσκώνει άδοξα χωρίς το δραματικό γκραν φινάλε που όλα προοικονομούσαν καθ’οδόν.
Το μεγαλοστέλεχος το σκάει αναπάντεχα από τη δουλειά στη μέση μιας σύσκεψης και, εντελώς παρορμητικά, χωρίς κανένα πρόγραμμα ακολουθεί μια άγνωστη κορδέλα δρόμου που τον βγάζει στην Πελοπόννησο. Πιάνει φιλία μ’ ένα σκυλί που επίσης το ‘χει σκάσει από την εστία του και οι δυο τους αρχίζουν ένα καλοκαιρινό ταξίδι στο πουθενά, χωρίς πυξίδα και σκοπό, υπακούοντας μόνο στο τυχαίο. Ωστόσο, ο σκύλος, που φέρει περιλαίμιο με το όνομα Σαμψών, έχει ένα ιαματικό αποτέλεσμα πάνω στον άνθρωπο. Η παρουσία του ζώου επιφέρει μία τάξη στο εσωτερικό χάος του φυγά και τον ωθεί να λειτουργήσει και πάλι με μια στοιχειώδη λογική. Ολόκληρη η ζωή του φυγά, από κει και πέρα, κινείται γύρω από το σκύλο και τις ανάγκες του αποκτώντας νόημα και ενδιαφέρον. Ο άρρωστος Σαμψών χρειάζεται φροντίδα και προστασία και ο άνθρωπος του την παρέχει αφειδώς και μάλιστα νιώθοντας χαρά και ικανοποίηση, γιατί μπορεί να φανεί χρήσιμος στο εξασθενημένο ζώο. Ο μοναχικός άντρας διευθετεί την καθημερινότητά του με βάση τους περιορισμούς που επιβάλλει η υγεία του τετράποδου φίλου και σπεύδει να παράσχει στο καταπονημένο ζώο στοργή και θαλπωρή. Η σχέση λειτουργεί ανταποδοτικά καθώς ο σκύλος αναγνωρίζει την προσφορά του άντρα βοηθώντας κι αυτός με τη σειρά του όσο και όπου μπορεί, σα να προσπαθεί να δείξει με τον τρόπο του ευγνωμοσύνη και ανταπόκριση.
Κατά τη διάρκεια του επεισοδιακού αυτού ταξιδιού, ο άντρας δεν παύει να επινοεί ιστορίες και συγχρόνως να επανεπινοεί αλλά και να αποδομεί τον εαυτό του διηγούμενος σε περαστικούς και αγνώστους ψεύτικα σενάρια για το ποιόν του και τη σχέση του με το σκύλο. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μιας ανύποπτης λουόμενης θα υποδυθεί τον τυφλό εκμαιεύοντας τον εύλογο οίκτο της ενώ δε θα διστάσει να παραστήσει ακόμα και τον παλαβό μπροστά σε μια παρέα εφήβων, που θα θελήσουν να του κλέψουν το αντίσκηνο. Σε αυτές τις αυτοσχέδιες σκηνοθεσίες και την υπόδυση ρόλων παράταιρων, σε πλήρη κόντρα με την πραγματικότητα, ο άντρας προβάρει υποθετικούς εαυτούς αποφεύγοντας συστηματικά να συνδιαλλαγεί και να συμφιλιωθεί με τον πραγματικό, που είναι και ο πλέον προβληματικός. Όσο όμως κι αν προσπαθεί να τον παραμερίσει και να τον καταπνίξει, ο πραγματικός εαυτός επανέρχεται και αναδύεται ακάθεκτος μέσα από ρήγματα και χαραμάδες απροσδόκητες που καταφέρνουν να διαβρώσουν όλο αυτό το φαντασιακό κέλυφος της εσκεμμένης παραπλάνησης. Οι «σκηνοθεσίες» αυτές εξελλίσσονται σε ένα εξόχως γκροτέσκο κλίμα και φτιάχνουν μια παράδοξη ατμόσφαιρα ανάμεικτων συναισθημάτων με τελικό εξαγόμενο ένα πικρό (ψευδο)κωμικό αποτέλεσμα γέλιου και θλίψης, απόλυτα ενδεικτικό της αδιανόητης σύγχυσης που βιώνει ο ήρωας.
Χάρη και πάλι στην αναλγητική και αγχολυτική παρουσία του σκύλου, ο άντρας εγκαταλείπει σταδιακά τα παρανοϊκά του ξεσπάσματα και αρχίζει με ψυχραιμία να θέτει τα θεμέλια μιας καινούριας φυσιολογικής ζωής, κοντά στη φύση και μακριά από τους αγχογόνους οικείους του. Ο Σαμψών μετατρέπεται σε φύλακα-άγγελο του άντρα, όχι τόσο για την προστασία που του παρέχει, όσο γιατί λειτουργεί ως μια αγαθή δύναμη του καλού που δρα εξισορροπητικά χαρίζοντάς του ηρεμία και ψυχική γαλήνη. Σ’ ένα σημείο μάλιστα, ο άντρας παραλληλίζει τον ανεξίκακο σκύλο με το αθώο αρνί που, σε μερικές παραστάσεις, κουβαλά στους ώμους του ο Χριστός. Έτσι στοιχειοθετείται μια δυνατή φιλία και δημιουργείται ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο μία κοινότητα συντροφικότητας και ανιδιοτελούς αλληλεγγύης, απ’ την οποία αμφότεροι αντλούν ευεργετικά συναισθήματα αγάπης. Η αδιατάρακτα υποστηρικτική συμβολή του ζώου, που γαληνεύει την ανταριασμένη ανθρώπινη ψυχή και μόνο με τη φυσική του παρουσία, αποδίδεται από το συγγραφέα με έναν μοναδικό, αμίμητο τρόπο. Αν και το ύφος είναι αυστηρά αντι-λυρικό, οι ποιότητες που απορρέουν από το εξέλιξη αυτής της σχέσης δεν μπορούν παρά να συγκινήσουν. Το υπαρξιακό κενό του πρωταγωνιστή γεμίζει αίφνης από την ευεργετική παρουσία του σκύλου, που έρχεται να αναζωογονήσει και να δώσει νέα προοπτική σε μια ζωή προ πολλού αναλωμένη κι εξαντλημένη σε μάταιους,ψυχοφθόρους κόπους.
Αφηγητής είναι ο άντρας που ξετυλίγει την ιστορία γραμμικά καταθέτοντας απλώς τα γεγονότα. Δεν υπεισέρχεται σε σκέψεις και αισθήματα, δεν αναλύει κίνητρα και σκοπούς, δε σχολιάζει παρά μόνο περιγράφει με θαυμαστή οικονομία μέσων κάνοντας μια ιδιάζουσα χρήση της στίξης και της παρατακτικής σύνδεσης. Αφηγείται λιτά με την πιο εύστοχη ακρίβεια και ευθύτητα δημιουργώντας μια φαινομενικά απλή σκηνοθεσία, που όμως είναι σχεδιασμένη μέχρι τις απώτατες λεπτομέρειες ώστε να αναδεικνύει αβίαστα όλη την ουσία των πραγμάτων με τρόπο συνταρακτικό. Τα έξοχα τραγικωμικά επεισόδια που συμβαίνουν σε κάθε διαφορετικό σταθμό του ταξιδιού εμφανίζουν έντονα φαρσικά στοιχεία, που δεν σκοπεύουν κατ’ανάγκη στο κωμικό αλλά επιτείνουν την παραδοξότητα και το παραξένισμα αποδίδοντας αδρά τις περίπλοκες ψυχικές περιδινήσεις του πρωταγωνιστή και το χάος εντός του.
Ο άντρας κινείται μεταξύ δύο ευδιάκριτων πόλων ξεκινώντας ως παλιάτσος μιας ξεχαρβαλωμένης ύπαρξης που έχει υποστεί ανήκεστες βλάβες και καταλήγοντας υπεύθυνο πρόσωπο που προσπαθεί, παραπαίοντας αλλά επίμονα, να δώσει νόημα σε έναν άδειο βίο. Η διαδρομή αυτή από τον ένα πόλο στον άλλο μαζί με τα καιρούς πισωγυρίσματα και σκαμπανεβάσματα, είναι το εσωτερικό συνειδησιακό ταξίδι που συμβαίνει παράλληλα με την περιήγηση της Πελοποννήσου. Ο σκύλος βοηθά τον άντρα να μετατοπιστεί από το απόλυτο μηδέν στην περιοχή του νοήματος και της ευοίωνης προοπτικής αλλά οι εξελίξεις που σημειώνονται στο τέλος έρχονται να δυναμιτίσουν την προσπάθεια.
Πολύ ξεχωριστός και ιδιαίτερος, πολύ ψαγμένος ως ύφος και γραφή, πολύ ατμοσφαιρικός, ο «Καϊάφας» δεν είναι απλώς ένα ακόμη καλογραμμένο κείμενο αλλά ένα εμπνευσμένο αφήγημα που εγγράφει τον Νίκο Αδάμ Βουδούρη στο δυναμικό των καινούριων αξιόλογων λογοτεχνών.
info: Νίκος Αδάμ Βουδούρης:Καϊάφας, σελ.152,εκδ.Πατάκης,2016