Χρύσα Φάντη
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος πρωτοεμφανίστηκε ως πεζογράφος με την συλλογή διηγημάτων, Δημόσιες Ιστορίες (2013, εκδ. Πηγή). Φέτος, επανεμφανίζεται με μια νέα συλλογή από 18 διηγήματα, στα οποία τόσο η αμφίσημη έννοια της σπουδής (βιασύνη αλλά και μακροχρόνια μελέτη) όσο και εκείνη του κίτρινου (λαμπερό και ζεστό όπως του ηλιοτρόπιου αλλά και πικρό σαν κινίνο) αποτελούν το βασικό της μοτίβο. Αν και μιλάμε για αυτόνομα κείμενα, πολλοί και ποικίλοι είναι οι κρίκοι που τα συνδέουν. Και ως προς τις ίδιες τις αφηγήσεις τους (γλώσσα, ύφος, προσανατολισμός, θερμοκρασία) και ως προς τα πρόσωπα που τις αφηγούνται, πρωταγωνιστούν ή επέχουν θέση κομπάρσων. Ενδεικτικά αναφέρουμε το κορίτσι με τα ράστα μαλλιά και το σκουλαρίκι στα διηγήματα ΒΛΕΜΜΑ ΠΑΝΙΚΟΥ και το ΤΟΜΠΙΣΚΟΤΑΚΙΜΟΥ, τον Κάρολο και για τους φίλους του Τσάρλυ, στο ΤΟ ΒΑΘΟΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ και στη συνέχεια στο NEVER MIND, όπως και τη συγκινητική ανάκληση και μνημόνευση πολλών από αυτούς (Γεράσιμος, Δήμος, Χρήστος, Οδυσσέας, Αντώνης, Χρυσάνθη, κ.α.) στα διηγήματα ΟΛΑ ΚΑΛΑ και ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Παρόμοιες συνδέσεις και συστοιχίες επιτυγχάνονται και με άλλους τρόπους, με συνειρμούς, συμβολικές εικόνες και φράσεις που επαναλαμβάνονται ως δεύτερα και τρίτα θέματα ή υπο-μοτίβα. Ο συμβολισμός, για παράδειγμα, μιας καρποφόρας κερασιάς στην αρχή του βιβλίου, στο διήγημα ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΗ ΦΥΓΗ, θα επανέλθει και θα επανεξεταστεί στο προτελευταίο και καταληκτικό ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥ ΔΕΝΤΡΟ. Ισχυροί παντού οι δεσμοί και οι συνωδές συνάφειες, πειστικές και ενδιαφέρουσες οι συγγένειες, πρωτότυπα εμφαντικές οι επαναλήψεις. Η φράση: μια κρίση είναι, θα περάσει που αναφέρεται σε κάποιο διήγημα θα αποτελέσει έναυσμα και αφορμή για το επόμενο (ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ). Με βάση τα προηγούμενα, γίνεται σαφές ότι το συγκεκριμένο έργο στο σύνολό του υπερβαίνει τη φανερή και ρητά δηλωμένη μορφή του, σε ένα άτυπο συγγραφικό μπρα ντε φερ, όπου η φόρμα, ναι μεν ακολουθεί τους κανόνες και τη δομή του κλασσικού διηγήματος (πληρότητα, αυτονομία, τίτλοι), ταυτόχρονα όμως δανείζεται με επιτυχία τα χαρακτηριστικά πατήματα και τερτίπια μιας εκτενέστερης σπονδυλωτής αφήγησης. Ο ίδιος ο συγγραφέας, άλλωστε, εκμεταλλευόμενος τα πλεονεκτήματα και επιτυχώς παρακάμπτοντας τις δυσκολίες και των δυο αυτών ειδών, δηλώνει ότι δεν στέκεται σε τέτοιου είδους διαχωρισμούς. Σε πρόσφατη συνέντευξή του αναφέρει: «τα όρια μεταξύ των διακριτών ειδών της λογοτεχνίας είναι συχνά πορώδη και οι διηθήσεις αισθητές». Και στη συνέχεια: «Αυτό που έχει σημασία είναι η λογοτεχνία, στο σύνολό της, να αναλαμβάνει κάθε φορά τον δημόσιο ρόλο της, αυτόν του εκφραστή της κοινωνικής συνείδησης της εποχής της». Και πράγματι. Στις αφηγήσεις του (άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο πολυσέλιδες) συναντάμε εικόνες και μείξεις του δημόσιου και του ιδιωτικού, του συλλογικού και του ατομικού, του εξωτερικού και του εσώτερου, πρωτίστως όμως, όπως και στo πρώτο του έργο, η γραφή τους θίγει άμεσα, κοινωνικά και πολιτικά θέματα∙ το ζήτημα του κοινωνικού αυτοματισμού, το πάθος και η νεύρωση για κοινωνική καταξίωση και επιτυχία, οι απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς και η οικονομική και υπαρξιακή εξαθλίωση που οδηγούν στην άρνηση και τη βία. Πάνω από όλα όμως υπάρχει η αναζήτηση της αγάπης και η αγάπη για τη ζωή, και βέβαια, το θέμα της μοναξιάς∙ σχετική και η επιλογή του αποσπάσματος από το έργο του John Steinbeck στην αρχή του βιβλίου (Είμαστε ζώα μοναχικά…) και του ποιητή Μάρκου Μέσκου (Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι…, Μ. Μέσκος, «Ιδιωτικό Νεκροταφείο ΙV») στην προμετωπίδα του πρώτου διηγήματος της συλλογής, του Παύλου Νιρβάνα (Ξένος ο τόπος…, Π. Νιρβάνας, «Ξενητειά») κ.α. Ορατά επίσης τα ίχνη της ποίησης και των υπερρεαλιστικών στοιχείων, ενώ δεν παύει να κυριαρχεί ο νεορεαλισμός και μια καταγγελτική και αντιρρητική επικότητα. Τα δυο τελευταία θα λέγαμε ότι προσεγγίζουν στην όλη φιλοσοφία τους το πνεύμα συγγραφέων όπως ο Γιώργος Σκούρτης, ο Αντώνης Σουρούνης και ο Διονύσης Χαριτόπουλος.
Φυλή, Χασιά, Ζεφύρι, Μενίδι. Καταπίνω σαν αγρίμι τη δυτική πλευρά της πόλης με τις ρόδες της μηχανής μου. […]Πώς είναι να ξεψυχά ένα σκυλί; Ακόμα και τα σκυλιά πρέπει να τα σέβεσαι. Βάζω Πέμπτη κι ανοίγω κι άλλο το γκάζι. (WEST SIDE STORY, σελ. 177)
Τα πρόσωπα στο Σπουδή στο Κίτρινο, ηττημένα και περιθωριακά στην πλειοψηφία τους, παρά το έντονο πάθος και τις ατομικές ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες τους, δεν αποδεικνύονται αναίτια και αθεράπευτα διαστροφικά ή αδικαιολόγητα νοσηρά. Από αυτή την άποψη, μοιάζουνε περισσότερο με φιγούρες μιας γενικότερης σύλληψης, χωρίς ωστόσο να καταντούν έρμαια ενός συγγραφικού εγκεφαλισμού. Εκείνο που κυρίως τα σημαδεύει είναι το βίαιο, απορριπτικό και μίζερο περιβάλλον τους. Τόσο ο αφηγητής (στα περισσότερα πρωτοπρόσωπος και εν μέρει ενδοδιηγηματικός) όσο και εκείνοι που τον περιστοιχίζουν και συχνά τον στοιχειώνουν, ταλανίζονται από ποικίλες κοινωνικές και συνακόλουθες υπαρξιακές ρηγματώσεις.
«Πού χάθηκε άραγε εκείνη η γενιά που πίστεψε κάποτε ότι θα αλλάξει τον κόσμο; Το Μαύρο Πρόβατο, που όλο φάρσες έκανε, πριν από λίγες μέρες παρέδωσε, λέει, το μωρό του στην Εφορία γιατί δεν είχε να πληρώσει τη δόση, και ο Σπίθας το καμάκι, που τα έχασε όλα, τώρα ψαρεύει τόνους και γαρίδες στην Ταϋλάνδη παρέα με Βιρμανούς μετανάστες, και η Λίλα η θεά κάνει βραδινή λάντσα σε σκυλάδικα της παραλιακής, και ο Σωτήρης, ο γιατρός της πείνας όλων μας, τώρα ζητιανεύει τα αποφάγια των άλλων. […] Όταν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, υπογράφεις έναν έντιμο συμβιβασμό με τον εαυτό σου, λες «όλα καλά», κάνεις υπομονή και περιμένεις». WEST SIDE STORY, σελ. 174)
Στιγμές οριακές, εμπειρίες εξέγερσης και εσωτερικής ανάτασης, μα πιο συχνά αλλεπάλληλες καταβυθίσεις μετά από δύσκολες γέννες. Παντού η αφήγηση είναι ρέουσα, ενιαία, ειλικρινής, και προπαντός χειμαρρώδης. Το ύφος, άμεσο και ταυτόχρονα πικρά λυρικό, εξαιρετικά θερμό και με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, παρά το γεγονός ότι σε πολλά σημεία φτάνει σε ύψη και τόνους παραληρηματικούς, παραμένει διαυγές και σαφές. Η γλώσσα σε όλα τα κείμενα είναι ρυθμική, με πολλές μεταφορές, στίχους σύγχρονων τραγουδιών, παροιμίες, λαϊκές ρήσεις ή αποσπάσματα αγαπημένων ποιητών, λεκτικά παιχνίδια και λέξεις σπάνιες, οι περισσότερες της αρχαίας και της δημοτικής παράδοσης, όπως για παράδειγμα: ενωτίζομαι, σκαπετώ, γλωσσοβολώ, κουκουβίζω, αχολογώ, θρασίμι, πελελός, βέλκρο, αλυχιά, γενέτης, ρεμπατεύω, κιούτρο, συλλογάσσι κ.α. Και αυτό γιατί όπως ο ίδιος ο συγγραφέας της καταθέτει: η λογοτεχνία είναι πρωτίστως μια αέναη σπουδή στη γλώσσα. Ένας διαρκής αγώνας με τις λέξεις. Και σ’ αυτόν τον αγώνα, φιλοδοξία του είναι να βαδίσει στα χνάρια ενός Βίκτωρα Ουγκώ, ενός Ντίκενς και ενός Βουτυρά, με έναν τρόπο που ενώ θα βουτά στην παράδοση ταυτόχρονα θα καινοτομεί.
info: Σπουδή στο κίτρινο, Δημήτρης Χριστόπουλος, Το Ροδακιό