Robert Amutio
Οταν κυκλοφόρησε το 1993 το Παγοδρόμιο, ὁ Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003) ἦταν ἐλάχιστα γνωστὸς συγγραφέας. Ὁ Χιλιανός, ποὺ ἔμενε στὴν Καταλονία ἀπὸ τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἔκανε κάθε εἴδους δουλειὲς γιὰ νὰ τὰ βγάλει πέρα, σὰν τὸν Ρέμο Μοράν, ἕναν ἀπὸ τοὺς χαρακτῆρες τοῦ βιβλίου του, ποὺ πουλάει φτηνὰ κοσμήματα σὲ θέρετρα τῆς Μεσογείου, σὰν τὸν Γασπὰρ Ἐρέδια, ἕναν ἄλλο ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ Παγοδρομίου, ποὺ δουλεύει νυχτοφύλακας σὲ ἕνα κάμπινγκ, συγγραφεῖς καὶ οἱ δυό τους.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 –ὅταν ἔγραψε τὸ La senda de los elefantes (Βαρκελώνη 1984, ἐπανεκδόθηκε εἴκοσι χρόνια ἀργότερα ὡς Monsieur Pain) καὶ τὸ Consejos de un discipulo de Morrison a un fanatico de Joyce (μαζὶ μὲ τὸν Antoni Garcia Porta[1])– ὣς τὸ Παγοδρόμιο πέρασαν σχεδὸν δέκα χρόνια. Μὲ τὸ Παγοδρόμιο ὡστόσο ἄρχισε ἡ ἀναγνώρισή του ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς καὶ τοὺς ἀναγνῶστες, καὶ πράγματι μὲ τὸ μυθιστόρημα αὐτὸ ἐγκαινιάστηκε ἡ σειρὰ τῶν ἔργων του ποὺ θὰ τὸν καταστήσουν ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς Λατινοαμερικανοὺς συγγραφεῖς τῆς γενιᾶς του. Ἀκολούθησαν Ἡ ναζιστικὴ λογοτεχνία στὴν Ἀμερική, Τὸ μακρινὸ ἀστέρι, Τηλεφωνήματα, Οἱ ἄγριοι ντετέκτιβ, Φυλαχτό, Νυχτερινὸ στὴ Χιλή, Πουτάνες φόνισσες, Ὁ ἀφόρητος γκάουτσο καὶ τὸ 2666 – τὰ δύο τελευταῖα ἐκδόθηκαν μετὰ τὸ θάνατό του, τὸ 2003 καὶ τὸ 2004.
Στὸ Παγοδρόμιο, ὁ τρόπος, τὰ θέματα, ἀκόμη καὶ οἱ ἐμμονές, ὅλη ἡ ποιητικὴ τοῦ Μπολάνιο, εἶναι ἤδη παρόντα: ἀποτυχημένοι συγγραφεῖς, ἐρωτικὲς ἀπογοητεύσεις, ἀνεξήγητα ἐγκλήματα, χιοῦμορ στὴν καρδιὰ τοῦ ἐφιάλτη, αἴσθηση τοῦ παραλόγου, αἰσθητικὴ τῆς βαναυσότητας, μελαγχολία ἀνάμεικτη μὲ ζωντάνια, πολυφωνία. Καὶ ἐπιπλέον, ἀλλεπάλληλοι λαβύρινθοι, ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, διαταραγμένοι, ὅπου χανόμαστε μέσα στοὺς χαρακτῆρες, ὅπου περιπλανιόμαστε καὶ αἰσθανόμαστε ξαφνικὰ ὅτι βρήκαμε τὴν ἔξοδο, μιὰ ἔξοδο. Τότε ὅμως μᾶς ρωτοῦν οἱ τρεῖς πρωταγωνιστές, καθένας μὲ τὸν τρόπο του : Τί εἶναι ἕνας λαβύρινθος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ βγοῦμε ;
ΤΟ ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΟ (απόσπασμα)
ΡΕΜΟ ΜΟΡΑΝ:
Τὸν εἶδα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ὁδὸ Μπουκαρέλι
Τὸν εἶδα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ὁδὸ Μπουκαρέλι, στὸ Μεξικό, δηλαδὴ στὴν ἐφηβεία, στὴ θαμπὴ καὶ ἀβέβαιη περιοχὴ ποὺ ἀνήκει στοὺς ποιητὲς ἀπὸ σίδερο, μιὰ νύχτα πλακωμένη ἀπὸ μιὰ ὁμίχλη ποὺ ὑποχρέωνε τὰ αὐτοκίνητα νὰ κυκλοφοροῦν ἀργὰ καὶ προκαλοῦσε ἀστεῖα καὶ ἔκπληκτα σχόλια τῶν διαβατῶν γιὰ τὸ νεφελῶδες φαινόμενο, τόσο ἀσυνήθιστο ἐκεῖνες τὶς μεξικάνικες νύχτες, τουλάχιστον ἀπ’ ὅσο θυμᾶμαι ἐγώ. Προτοῦ ἀκόμα μοῦ τὸν συστήσουν, στὴν εἴσοδο τοῦ καφὲ Λὰ Ἀβάνα, ἄκουσα τὴ φωνή του, βαθιά, σὰν βελούδινη, τὸ μοναδικὸ πράγμα σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἄλλαξε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Εἶπε : Εἶναι μιὰ νύχτα στὰ μέτρα τοῦ Τζάκ. Ἐννοοῦσε τὸν Τζὰκ τὸν Ἀντεροβγάλτη, ὅμως ἡ φωνή του ἀκούστηκε σὰν νὰ ἀναπολοῦσε περιοχὲς δίχως νόμο, ὅπου ὅλα ἦταν δυνατά. Ὅλοι ἤμασταν ἔφηβοι, ἀλλὰ περπατημένοι ἔφηβοι, καὶ ἤμασταν ποιητές, καὶ γελούσαμε. Ὁ ἄγνωστος λεγόταν Γασπὰρ Ἐρέδια, Γασπαρὶν γιὰ τοὺς εὔκολους φίλους καὶ ἐχθρούς του. Ἀκόμα θυμᾶμαι τὴν ὁμίχλη κάτω ἀπὸ τὶς περιστρεφόμενες πόρτες καὶ τὰ καλαμπούρια ποὺ ἔδιναν κι ἔπαιρναν. Μετὰ βίας διακρίνονταν τὰ πρόσωπα καὶ τὰ φῶτα, καὶ οἱ ἄνθρωποι τυλιγμένοι μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ πέπλο ἔδειχναν δυναμικοὶ καὶ ἀφελεῖς, κατακερματισμένοι καὶ ἀθῶοι, ἀκριβῶς ὅπως ἤμασταν ὅλοι. Τώρα, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὸ καφὲ Λὰ Ἀβάνα, ἡ ὁμίχλη, φτιαγμένη στὰ μέτρα τοῦ Τζὰκ τοῦ Ἀντεροβγάλτη, εἶναι πιὸ πολὺ πιὸ πυκνή. Ἀπὸ τὴν ὁδὸ Μπουκαρέλι τοῦ Μεξικοῦ στὴ δολοφονία ! Αὐτὸ θὰ σκεφτεῖτε… Ἀλλὰ σκοπὸς ἐτούτου τοῦ ἀφηγήματος εἶναι νὰ σᾶς πείσει γιὰ τὸ ἀντίθετο…
Γασπαρ Ερέδια:
Ἔφτασα στὴ Ζ στὰ μέσα τῆς ἄνοιξης
Ἔφτασα στὴ Ζ στὰ μέσα τῆς ἄνοιξης, μιὰ νύχτα τοῦ Μαΐου, ἐρχόμενος ἀπὸ τὴ Βαρκελώνη. Μοῦ εἶχαν ἀπομείνει ἐλάχιστα χρήματα ἀλλὰ δὲν ἀνησυχοῦσα, γιατὶ στὴ Ζ μὲ περίμενε μιὰ δουλειά. Ὁ Ρέμο Μοράν, τὸν ὁποῖο εἶχα πολλὰ χρόνια νὰ δῶ, ἀλλὰ μάθαινα τακτικὰ τὰ νέα του –ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ περίοδο γιὰ τὴν ὁποία κανένας δὲν ἔμαθε ποτὲ τίποτα γι’ αὐτόν–, μοῦ πρόσφερε, μέσῳ μιᾶς κοινῆς μας φίλης, μιὰ ἐποχιακὴ θέση ἐργασίας ἀπὸ τὸν Μάιο ὣς τὸν Σεπτέμβριο. Ὀφείλω νὰ διευκρινίσω ὅτι δὲν ζήτησα ἐγὼ τὴ δουλειά, ὅτι οὔτε πρωτύτερα προσπάθησα νὰ ἔρθω σ’ ἐπαφὴ μαζί του καὶ ὅτι ποτὲ δὲν εἶχα πρόθεση νὰ ἔρθω νὰ ζήσω στὴ Ζ. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μὲ τὸν Ρέμο Μορὰν ἤμασταν φίλοι, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό, καὶ ἐπιπλέον ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζητοῦν ἐλεημοσύνη. Ὣς τότε ἔμενα σ’ ἕνα διαμέρισμα ποὺ τὸ μοιραζόμουν μὲ ἄλλα τρία ἄτομα, στὸ Μπάριο Τσίνο τῆς Βαρκελώνης, καὶ δὲν τὰ πήγαινα τόσο ἄσχημα ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ. Ἡ νομική μου ὑπόσταση στὴν Ἱσπανία μετὰ τοὺς πρώτους μῆνες ἦταν –κατὰ τὴν πιὸ ἤπια διατύπωση– ἀπελπιστική. Δὲν εἶχα ἄδεια παραμονῆς στὴ χώρα, δὲν εἶχα ἄδεια γιὰ ἐργασία, ζοῦσα σ’ ἕνα εἶδος καθαρτηρίου ἐπ’ ἀόριστον, σὲ ἀναμονὴ γιὰ νὰ βρῶ τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ ν’ ἀνοίξω φτερὰ γι’ ἀλλοῦ ἢ νὰ πληρώσω κάποιον δικηγόρο νὰ μοῦ τακτοποιήσει τὰ χαρτιά. Φυσικά, ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶναι οὐτοπική, τουλάχιστον γιὰ τοὺς ξένους ποὺ κατέχουν ἐλάχιστα ἢ τίποτα, ὅπως ἐγώ. Πάντως δὲν τὰ πήγαινα κι ἄσχημα. Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ δούλευα σὲ προσωρινὲς δουλειές, ἀπὸ πωλητὴς σὲ κάποιο ὑπαίθριο πόστο στὴ Ράμπλα μέχρι νὰ ράβω μὲ μιὰ σαραβαλιασμένη Σίνγκερ δερμάτινες τσάντες γιὰ μιὰ πειρατικὴ βιοτεχνία. Ἔτσι ἐξασφάλιζα φαγητό, πήγαινα στὸ σινεμὰ καὶ πλήρωνα τὸ δωμάτιό μου. Μιὰ μέρα γνώρισα τὴ Μόνικα, μιὰ Χιλιανὴ ποὺ εἶχε ἕνα πόστο στὴ Ράμπλα, καὶ μὲ τὴν κουβέντα ἀποδείχτηκε ὅτι καὶ οἱ δυό μας, σὲ διαφορετικὲς περιόδους τῆς ζωῆς μας –ἐγὼ πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἐκείνη στὴν Εὐρώπη καὶ μὲ μεγαλύτερη συχνότητα–, εἴχαμε φιλία μὲ τὸν Ρέμο Μοράν. Ἀπὸ τὴ Μόνικα ἔμαθα ὅτι ὁ Ρέμο ζοῦσε τώρα στὴ Ζ ( ἤξερα ὅτι ζοῦσε στὴν Ἱσπανία, ἀλλὰ δὲν ἤξερα ποῦ ) καὶ ὅτι θὰ ἤμουν ἀσυγχώρητος ἂν στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμουν δὲν πήγαινα νὰ τὸν ἐπισκεφτῶ ἢ δὲν τοῦ ἔκανα ἕνα τηλεφώνημα. Γιὰ νὰ τοῦ ζητήσω βοήθεια ! Φυσικά, δὲν ἔκανα τίποτα ἀπ’ αὐτά. Ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα σ’ ἐμένα καὶ στὸν Ρέμο μοῦ φαινόταν ἄπειρη καὶ δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ γίνω ἐνοχλητικός. Ὁπότε συνέχισα νὰ ζῶ ἢ νὰ τὴ βγάζω ὅπως ὅπως, ἀναλόγως τὴν ἐποχή, ὥσπου μιὰ μέρα ἡ Μόνικα μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε δεῖ τὸν Ρέμο Μορὰν σ’ ἕνα μπὰρ τῆς Βαρκελώνης καὶ ὅτι, ἀφοῦ τοῦ ἐξήγησε τὴν κατάστασή μου, αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ φύγω ἀμέσως γιὰ τὴ Ζ, διότι ἐκεῖ θὰ ἐξασφάλιζα δουλειὰ καὶ διαμονή, τουλάχιστον γιὰ ὅλη τὴν καλοκαιρινὴ σαιζόν. Ὁ Μορὰν μὲ θυμόταν ! Ἡ ἀλήθεια εἶναι –ὀφείλω νὰ τὸ ὁμολογήσω– ὅτι δὲν εἶχα τίποτα καλύτερο νὰ κάνω καὶ ὅτι οἱ προοπτικές μου, ὣς τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἦταν κατάμαυρες σὰν ἕνας κουβὰς κατράμι. Ἡ πρόταση, ἐξάλλου, μὲ συγκίνησε. Τίποτα δὲν μ’ ἔδενε στὴ Βαρκελώνη, μόλις εἶχα συνέλθει ἀπὸ τὸ χειρότερο κρυολόγημα τῆς ζωῆς μου ( ἔφτασα στὴ Ζ καὶ εἶχα ἀκόμα πυρετό ), καὶ μόνο ἡ ἰδέα νὰ ζήσω πέντε συναπτοὺς μῆνες δίπλα στὴ θάλασσα μ’ ἔκανε νὰ χαμογελῶ σὰν χαζός. Ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ μπῶ στὸ τρένο γιὰ τὴν ἀκτὴ καὶ νὰ φύγω. Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἔκανα. Ἔχωσα στὸ σακίδιό μου τὰ βιβλία καὶ τὰ ροῦχα μου καὶ ἀναχώρησα μὲ οὔριο ἄνεμο. Ὅ,τι δὲν χώρεσε μέσα στὸ σάκο τὸ χάρισα. Καθὼς ἄφηνα πίσω μου τὸν Σιδηροδρομικὸ Σταθμὸ Φράνθια, πίστεψα ὅτι ποτὲ πιὰ δὲν θὰ ξαναγύριζα νὰ ζήσω στὴ Βαρκελώνη. Vade retro ! Πίσω καὶ μακριὰ ἀπὸ ἐμένα ! Δίχως πόνο, μήτε πικρία ! Στὸ ὕψος τοῦ Ματαρὸ ἄρχισα νὰ ξεχνῶ ὅλα τὰ πρόσωπα… Ἀλλά, φυσικά, αὐτὸ εἶναι σχῆμα λόγου, τίποτα δὲν ξεχνᾶς…
Ενρικ Ροσκέγιες:
Ὣς πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ὁ χαρακτήρας μου
ἦταν παροιμιωδῶς εἰρηνικὸς
Ὣς πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ὁ χαρακτήρας μου ἦταν παροιμιωδῶς εἰρηνικός. Μποροῦν νὰ τὸ πιστοποιήσουν οἱ συγγενεῖς μου, οἱ φίλοι μου, οἱ ὑφιστάμενοί μου, ὅσα ἄτομα εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ μὲ συναναστραφοῦν λιγάκι. Ὅλοι θὰ ποῦν ὅτι τὸ λιγότερο ἐπιδεκτικὸ ἄτομο γιὰ νὰ ἀναμειχθεῖ σὲ ἔγκλημα εἶμαι ἐγώ. Οἱ συνήθειές μου εἶναι ὀργανωμένες καὶ μάλιστα αὐστηρές. Καπνίζω λίγο, πίνω λίγο καὶ δὲν βγαίνω σχεδὸν καθόλου τὶς νύχτες. Ἡ ἱκανότητά μου γιὰ δουλειὰ εἶναι ἀδιαμφισβήτητη. Μπορῶ νὰ παρατείνω τὸ ἡμερήσιο ὡράριο ἐργασίας μου μέχρι τὶς δεκάξι ὧρες, ἂν ὑπάρχει ἀνάγκη, καὶ ἡ ἀπόδοσή μου δὲν μειώνεται. Στὰ εἰκοσιδύο μου πῆρα τὸ πτυχίο τοῦ ψυχολόγου καὶ πέρα ἀπὸ ψευτομετριοφροσύνες πρέπει νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι ἤμουν ἀπὸ τοὺς καλύτερους στὸ ἔτος μου. Τώρα σπουδάζω Νομικά, σὲ μιὰ σχολὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν εἶχα τελειώσει ἐδῶ καὶ καιρό, τὸ ξέρω, ὅμως προτίμησα νὰ τὸ κάνω μὲ τὴν ἡσυχία μου. Δὲν ἔχω καμία βιασύνη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς σκέφτηκα ὅτι ἦταν λάθος μου ποὺ γράφτηκα στὴ Νομική. Τί μοῦ χρειάζονταν ἐμένα, ἄλλωστε, τέτοιες σπουδὲς ποὺ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρονου γίνονταν ὅλο καὶ βαρύτερες ; Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι θὰ τὰ παρατήσω. Ἐγὼ δὲν τὰ παρατάω ποτέ. Ἄλλοτε εἶμαι ἀργὸς καὶ ἄλλοτε γρήγορος, εἶμαι μισὸς χελώνα καὶ μισὸς Ἀχιλλέας, ὅμως δὲν τὰ παρατάω ποτέ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂς τὸ σημειώσουμε αὐτό, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ δουλεύεις καὶ νὰ σπουδάζεις ταυτοχρόνως καὶ ὅπως ἤδη ἔχω πεῖ, ἡ δουλειά μου συνήθως εἶναι ἐντατικὴ καὶ μὲ ἀπορροφάει. Ἡ εὐθύνη, φυσικά, εἶναι δική μου. Ἐγὼ ὅριζα τὸ ρυθμό. Ἐντὸς παρενθέσεως, ἐπιτρέψτε μου, μιὰ ἐρώτηση : Τί σκοπὸ εἶχα μὲ ὅλα αὐτά ; Δὲν ξέρω. Εἶναι στιγμὲς ποὺ τὰ γεγονότα μὲ ξεπερνοῦν. Μερικὲς φορὲς σκέφτομαι ὅτι ἔπαιξα τὸν χειρότερο ρόλο. Ἄλλοτε σκέφτομαι ὅτι σχεδὸν ὅλον ἐκεῖνον τὸν καιρὸ προχωροῦσα μὲ δεμένα τὰ μάτια. Τὶς νύχτες ποὺ πέρασα ξάγρυπνος δὲν κατάφερα νὰ βρῶ τὴν ἀπάντηση. Δὲν ὠφέλησαν οὔτε οἱ προσβολὲς καὶ οἱ ἐξευτελισμοὶ ποὺ ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται δέχτηκα. Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀναλαμβάνω εὐθύνες πάρα πολὺ νωρίς. Γιὰ μιὰ σύντομη καὶ εὐτυχισμένη περίοδο τῆς ζωῆς μου δούλεψα ὡς ψυχολόγος σὲ ἕναν σύλλογο γιὰ ἀπροσάρμοστα παιδιά. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα μείνει ἐκεῖ, ὅμως ὑπάρχουν πράγματα ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνεις παρὰ μόνο ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, πιστεύω ὅτι εἶναι φυσιολογικὸ ἕνας νέος νὰ ἔχει φιλοδοξίες, ἐπιθυμία γιὰ ὑπερβάσεις, στόχους. Ἐγώ, πάντως, εἶχα. Ἔτσι ἔφτασα στὴ Ζ, λίγο μετὰ τὴν πρώτη νίκη τῶν σοσιαλιστῶν στὶς δημοτικὲς ἐκλογές. Ἡ Πιλὰρ χρειαζόταν κάποιον νὰ διευθύνει τὸν Τομέα Κοινωνικῶν Ὑπηρεσιῶν καὶ ἐπέλεξαν ἐμένα. Τὸ βιογραφικό μου δὲν ἦταν ὀγκῶδες, ὡστόσο συγκέντρωνα τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ τὰ βγάλω πέρα σ’ ἐκείνη τὴ λεπτὴ ἐργασία, ποὺ ἦταν σχεδὸν πειραματικὴ σὲ τόσους σοσιαλιστικοὺς δήμους. Φυσικά, ἔχω κι ἐγὼ ταυτότητα μέλους τοῦ κόμματος ( ἡ ὁποία θὰ μοῦ ἀφαιρεθεῖ δημοσίως καὶ παραδειγματικῶς ἐντὸς ὀλίγου, ἐὰν ἤδη δὲν μοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ ), παρότι αὐτὸ δὲν εἶχε καμία σχέση μὲ τὴν τελικὴ συμφωνία : Κατέλαβα τὸ πόστο μου ἀφοῦ ὑποβλήθηκα σὲ ἐξέταση μὲ τὸν μεγεθυντικὸ φακό, καὶ οἱ πρῶτοι ἕξι μῆνες, ἐκτὸς ἀπὸ ἀσταθεῖς, ἦταν ἐπίσης ἰδιαιτέρως ἐξαντλητικοί. Συνεπῶς ἐπιτρέψτε μου νὰ ὑψώσω ἐδῶ τὴ φωνή μου ἐναντίον ὅσων τώρα ἐπιδιώκουν νὰ ἀναμείξουν τὴν Πιλὰρ σ’ ἐτούτη τὴ βρόμικη ὑπόθεση. Ὄχι, ἡ Πιλὰρ δὲν μοῦ ἔδωσε τὴ θέση λόγῳ τῆς φιλίας μας. Παρότι ἔπειτα ἀπὸ δύο θητεῖες ( στὴ Ζ οἱ κάτοικοι λατρεύουν τὴ δημαρχίνα τους καὶ ἂς λυσσᾶνε οἱ ἐχθροί της ), μεταξύ μας γεννήθηκε κάτι ποὺ θεωρῶ τιμή μου νὰ τὸ ἀποκαλῶ ἔτσι : φιλία δύο συντρόφων σὲ κόπους καὶ σὲ ὁράματα, καὶ ἀπὸ δικῆς μου πλευρᾶς ἡ φιλία αὐτὴ ἐπεκτείνεται καὶ στὸν ἀξιότιμο σύζυγό της, τὸν συνονόματό μου Ἐνρὶκ Ζιλμπέρτ ἰ Βιλαμαγιό. Μποροῦν τὰ τσακάλια ποὺ εἶναι μεταμφιεσμένα σὲ δημοσιογράφους νὰ λένε ὅ,τι θέλουν. Ἐὰν ὑπῆρξε κάποιο ἁμάρτημα τῆς Πιλάρ, ἦταν ἕνα καὶ μοναδικό, νὰ δείχνει ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη σ’ ἐμένα. Ἐὰν παρατηρήσουμε τὴν κατάσταση τῶν διαφόρων τμημάτων πρὶν νὰ ἀναλάβω ἐγὼ καὶ –ἂς ποῦμε– δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ συμπέρασμα βγαίνει αὐθορμήτως. Ἐγὼ ἤμουν ὁ κινητήρας τοῦ Δημαρχείου τῆς Ζ, ἐγὼ ἤμουν οἱ μυῶνες καὶ ὁ ἐγκέφαλός του. Δίχως νὰ ὑπολογίζω ποτὲ τὴν κούρασή μου, πάντοτε τελείωνα τὴ δουλειὰ καὶ μερικὲς φορὲς ἔκανα καὶ τὴ δουλειὰ τῶν ἄλλων. Οὔτε ποτὲ ἔτρεφα κακία ἢ φθόνο γιὰ κανέναν, ἀκόμα καὶ μεταξὺ ἀτόμων τοῦ δικοῦ μου κύκλου. Ξέρω ὅτι πολλοὶ ὑφιστάμενοί μου μὲ μισοῦσαν κρυφά. Ὁ χαρακτήρας μου, βεβαίως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, στέγνωσε καὶ ἄδειασε ἀπὸ ἐλπίδες. Ὁμολογῶ ὅτι ποτὲ δὲν σκέφτηκα νὰ μείνω στὴ Ζ ὅλη μου τὴ ζωή· ἕνας ἐπαγγελματίας πάντοτε πρέπει νὰ φιλοδοξεῖ νὰ πετύχει κάτι περισσότερο. Στὴ δική μου περίπτωση, θὰ ἤμουν πανευτυχὴς ἂν μὲ καλοῦσαν νὰ ἀναλάβω ἕνα παρόμοιο πόστο στὴ Βαρκελώνη ἢ ἔστω στὴ Χερόνα. Πολλὲς φορὲς ὀνειρεύτηκα, δὲν ντρέπομαι νὰ τὸ πῶ, ὅτι ὁ δήμαρχος μιᾶς μεγάλης πρωτεύουσας θὰ μὲ τοποθετοῦσε ἐπικεφαλῆς σ’ ἕνα παράτολμο σχέδιο ἀποτροπῆς τῆς ἐγκληματικότητας ἢ στὴ μάχη κατὰ τῶν ναρκωτικῶν. Στὴ Ζ πιὰ τὰ εἶχα κάνει ὅλα ! Κάποια μέρα ἡ Πιλὰρ θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι δημαρχίνα καὶ τί θὰ ἀπογινόμουν ἐγώ ! Ἄραγε σὲ τί λογῆς πολιτικῶν τὰ πόδια θὰ ἀναγκαζόμουν νὰ πέσω ; Ἦταν οἱ νυχτερινοὶ φόβοι μου, ποὺ τοὺς κατέπνιγα καθὼς ὁδηγοῦσα κάθε βράδυ στὴν ἐπιστροφὴ γιὰ τὸ σπίτι. Κάθε βράδυ μονάχος καὶ ἐξουθενωμένος. Ὦ Θεέ μου, πόσα πράγματα ἀναγκάστηκα νὰ κάνω, πόσα νὰ καταπιῶ καὶ νὰ τὰ χωνέψω μονάχος μὲ τὴν ψυχή μου. Ὥσπου γνώρισα τὴ Νούρια καὶ ἔπεσε στὰ χέρια μου τὸ σχέδιο τοῦ Παλατιοῦ Μπενβινγκούτ…
INFO: ROBERTO BOLAÑO, ΤΟ ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΟ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ, ΑΘΗΝΑ 2016, σελ. 265.
ISBN 978 – 960 – 505 – 243 – 0
Τίτλος πρωτοτύπου: LA PISTA DE HIELO, 1993
Ἔργα τοῦ ἰδίου στὶς Ἐκδόσεις Ἄγρα: ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΦΟΝΙΣΣΕΣ, Μετάφραση Ἔφης Γιαννοπούλου, 2008 – ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ, Μετάφραση Ἔφης Γιαννοπούλου, 2009 – 2666, Μετάφραση Κρίτωνα Ἠλιόπουλου, 2011 – ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΪΧ, Μετάφραση Κρίτωνα Ἠλιόπουλου, 2013 – ΦΥΛΑΧΤΟ, Μετάφραση Κρίτωνα Ἠλιόπουλου, 2013 – Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, Μετάφραση Κρίτωνα Ἠλιόπουλου, 2014 –
[1] Συμβουλὲς ἑνὸς ὀπαδοῦ τοῦ Μόρρισον σὲ ἕναν φανατικὸ τοῦ Τζόυς (Βαρκελώνη, 1984): «Ἀστυνομικὸ» μυθιστόρημα, χωρὶς ἀστυνόμο, στὸ ὁποῖο ὁ ἀφηγητὴς ἀκολουθεῖ τὴ ματωμένη διαδρομὴ μιᾶς νέας Λατινοαμερικανῆς, κρατώντας σημειώσεις γιὰ ἕνα μελλοντικὸ μυθιστόρημα, τὸ ὁποῖο τελικὰ δὲν τὸ γράφει. Ὁ Antoni Garcia Porta εἶναι Ἱσπανὸς συγγραφέας.