Της Ελένης Καρρά.
Στη Συχνότητα του Θανάτου, το τρίτο βιβλίο με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Χάρη Νικολόπουλο, ο κόσμος τον οποίο ξεκίνησε να κτίζει η Χίλντα Παπαδημητρίου με τo Για μια χούφτα βινύλια και στη συνέχεια με το Έχουν όλοι κακούς σκοπούς έχει πάρει πλέον τη μορφή ενός ολοκληρωμένου λογοτεχνικού σύμπαντος.
Ήδη από την αναφορά των τίτλων γίνεται σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με βιβλία εμποτισμένα στον κόσμο της μουσικής – το πρώτο μιλάει για τα δισκάδικα, το δεύτερο για τις δισκογραφικές εταιρείες και το τρίτο για τους μουσικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. «Η συχνότητα του θανάτου»: τίτλος ευφυής, που παίζει με την αμφισημία της «συχνότητας», αφού μιλάμε συγχρόνως για μια ραδιοφωνική συχνότητα, γύρω από την οποία είναι δομημένη η πλοκή στο βιβλίο, αλλά και για τη συχνότητα των θανάτων στο συγκεκριμένο βιβλίο, στην αστυνομική λογοτεχνία, αλλά και σε μια χώρα που βουλιάζει, σταδιακά, στην κρίση…
«Έξοχο κτίριο», σχολίασε ο Χάρης, «με περίεργη αρχιτεκτονική» – «Είναι εκλεκτικισμός. Σημαίνει χοντρικά την ανάμιξη διακοσμητικών στοιχείων από διαφορετικά στιλ»· νομίζω ότι σ’ αυτόν τον ανέμελο διάλογο τον οποίο δανείστηκα από το βιβλίο, δίνεται το στίγμα που χαρακτηρίζει και τα ίδια τα βιβλία της Χίλντας Παπαδημητρίου – είναι δομημένα με την ίδια αυτή περίεργη αρχιτεκτονική, και χαρακτηρίζονται από τον ίδιο αυτό εκλεκτικισμό – λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική και άλλες μορφές τέχνης αναμειγνύονται μ’ έναν εξαιρετικά επιτήδειο τρόπο, και δίνουν ένα δεμένο και συγκροτημένο αποτέλεσμα.
Συγχρόνως, έχουμε και πολλά επίπεδα ανάγνωσης· πίσω από την αστυνομική πλοκή – δολοφονία, αναζήτηση του δολοφόνου, νέα στοιχεία, εκπλήξεις, παρεκτροπές, νέοι φόνοι που κάθε φορά αλλάζουν την κατεύθυνση της αναζήτησης – υπάρχει η πολιτική διάσταση, η κοινωνική, το ψυχογράφημα, η ερωτική ιστορία –η «συχνότητα» μπορεί να διαβαστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ή, για να παραμείνουμε στο κλίμα του βιβλίου, σε πολλές διαφορετικές μουσικές κλίμακες.
Η συχνότητα του θανάτου είναι το τρίτο βιβλίο στο οποίο ξαναβρίσκουμε, εκτός από τον αστυνομικό Χάρη Νικολόπουλο, και κάποια σταθερά πρόσωπα που περιστρέφονται γύρω του, όπως τις δυο ξαδέρφες του, την Τατιάνα και τη Σόνια, τους αστυνομικούς Μαρίτα και Παρασκευά, αλλά και διάφορα πρόσωπα από το παρελθόν και τις εφηβικές παρέες.
Oι κεντρικοί πρωταγωνιστές της Παπαδημητρίου, και αυτοί τους οποίους αντιμετωπίζει με συμπάθεια, είναι οι δευτεραγωνιστές της ζωής· οι αστυνομικοί που βρίσκονται στη δεύτερη γραμμή, οι κομπάρσοι στο θέατρο, οι τεχνικοί του σταθμού. Αντίθετα, οι «φτασμένοι», ή όπως λέει ο άστεγος Θύμιος, οι «μεγάλοι με τις μεγάλες μηχανές», είναι οι «κακοί» της υπόθεσης- όλοι, λιγότερο ή περισσότερο. Έχουν όλοι κακούς σκοπούς…
Βρισκόμαστε σαφώς σε ένα τέλος εποχής – 2009, αρχή της κρίσης– ο κόσμος όπως τον ξέρανε έχει αρχίσει να υποχωρεί κάτω από τα πόδια των ηρώων, που βρίσκονται μπροστά σε συνεχείς ματαιώσεις. Περάσαμε από την Αθήνα του 2005 (βινύλια) σε μια πόλη που βουλιάζει, με τους άστεγους να αποτελούν πλέον μέρος του τοπίου αλλά και εκ των πρωταγωνιστών της πλοκής. Η Ασπασία, ο Θύμιος, ο Βαγγελάκης, ο Αρτέμης περιπλανώνται στην πόλη, ως προφήτες, ως μια χαμένη συνείδηση, ως άγγελοι και ως τιμωροί.
Ο άστεγος Θύμιος, ο οποίος, σαν σκιά, τρέχει και κρύβεται ανάμεσα στα κεφάλαια του βιβλίου, παραπέμπει στη φιγούρα του πλάνητα, που ήδη από την αρχαιότητα και τον Οιδίποδα και μέχρι τις μέρες μας λειτουργεί ως ο Άλλος, που μας καλεί να ξανασκεφτούμε την κανονικότητα, να αμφισβητήσουμε τις εξουσίες και ο οποίος συχνά λειτουργεί ως φορέας αλλαγών.
Εδώ οι άστεγοι, αυτοί που έχουν διαρρήξει τους δεσμούς τους με τον φανταχτερό κόσμο της κατανάλωσης, του μικροαστισμού ή του… «κάποτε νεοπλουτισμού», μεταφέρουν μαζί τους αξίες και ηχοχρώματα ενός άλλου κόσμου, και μιας άλλης εποχής – το έγκλημα, τα εγκλήματα ερμηνεύονται και προσεγγίζονται μέσα από αποσπάσματα του Μάκβεθ, καθώς όπως φαίνεται μόνο ο Σαίξπηρ μπορεί να βοηθήσει ώστε το σύμπαν να ανακτήσει τη χαμένη του υπόσταση και βαρύτητα.
Όλοι όμως, όχι μόνο οι άστεγοι Άσπα και Θύμιος, αλλά και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, κινούνται σαν ηθοποιοί ή θεατές στη ζωή που περνάει μπροστά τους· ακόμα κι όταν ξεσπάει μια πυρκαγιά σε ένα κτίριο, «όλοι οι πελάτες των γειτονικών μπαρ στέκονταν στα πεζοδρόμια, αψηφώντας το νυχτερινό αγιάζι, και σχολίαζαν την πυρκαγιά και τις μεθόδους της πυροσβεστικής. Μερικοί έπιναν από κουτάκια μπίρας, άλλοι από πολύχρωμα κοκτέιλ σαν να παρακολουθούσαν περφόρμανς».
Κάποιους, όπως τους άστεγους που αναφέραμε πιο πάνω, το έργο της ζωής τούς έχει πετάξει στο περιθώριο- συνεχίζουν όμως φιλότιμα να παίζουν τους ρόλους τους, προσπαθούν να ζήσουν ξεσηκώνοντας οδηγίες χρήσεως από τη λογοτεχνία και το θέατρο. Ουσιαστικά ζουν «ξεπατικώνοντας τα βιβλία και την τέχνη». Σ’ έναν κόσμο όλο και πιο ανοίκειο, εξάλλου, πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να γαντζωθούν από την τέχνη, από τη μουσική, και μέσω των βιβλίων, μέσω των στίχων τραγουδιών, να καταλάβουν την ίδια τους τη ζωή. Τους βλέπουμε να κρύβονται πίσω από τις σελίδες, ψάχνοντας συνεχώς για καταφύγια –από τις ματαιώσεις, απ’ τη μελαγχολία, από τη ζωή την ίδια.
Ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος μεγάλωσε τη δεκαετία του ΄80, και μολονότι επηρεαζόταν από τα ροκ ακούσματα που είχαν οι ξαδέρφες του, ο ίδιος ήταν μάλλον «καρεκλάς», φλώρος, στον οποίο είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «βαρυγλυκός». Από άχαρος, άπειρος και «μαμάκιας» στα Βινύλια, εδώ έχει ωριμάσει – όπως και όλοι οι χαρακτήρες – στα βινύλια είχαμε μια παρέα σαραντάρηδων-εφήβων, που αρνούνταν όμως να σκεφτούν οποιαδήποτε έννοια ενηλικίωσης, αλλαγής κλπ – σταδιακά όμως, και περνώντας από τους «κακούς σκοπούς», εδώ οι περισσότεροι χαρακτήρες έχουν ωριμάσει, η φίλη του Χάρη, η αστυνομικίνα Ματίνα, έχει πλέον παιδί, ο ίδιος ο Χάρης έχει σχετιστεί με την Μπετίνα που πρωτοσυναντήσαμε στους «κακούς σκοπούς» και προσπαθεί να πάρει τη ζωή στα χέρια του, μέχρι κι η μητέρα του Χάρη έχει ξαναπαντρευτεί – όλοι βρίσκονται σε μια καινούργια φάση. Ακόμα κι η Τατιάνα, η ξαδέρφη του Χάρη, έχει αποφασίσει, από παρατηρητής της ζωής της, να βουτήξει, να αναλάβει ευθύνες και ρίσκα – το ερώτημα όμως, όταν ρισκάρει κανείς, είναι απλό: είναι έτοιμος να πληρώσει το τίμημα;
Ο Χάρης, ο οποίος αισθάνεται πάντα ξένο σώμα, στις εφηβικές παρέες, στην αστυνομία –και τον οποίο παρακολουθούμε, από βιβλίο σε βιβλίο, να προσπαθεί να μπει στη ζωή του, να ξεφύγει από την απορριπτική και αυταρχική μητέρα του, ο αστυνόμος Χάρης προσπαθεί να σταματήσει τη ζωή από το να κυλάει ερήμην του. Προσπαθώντας να ζήσει την αληθινή ζωή, βουτάει μέσα της· αλλά ο κόσμος στον οποίο βουτάει είναι ο κόσμος του νουάρ, η μοιραία γυναίκα, ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και η Καζαμπλάνκα, ο Χίτσκοκ· στο έργο της Παπαδημητρίου οποιαδήποτε έξοδος βγάζει και πάλι προς ένα καινούργιο, αλλιώτικο ίσως σύμπαν, πάλι όμως πλασμένο από τα υλικά της τέχνης. Οι ήρωες βγαίνουν από έναν λογοτεχνικό κόσμο για να μπουν σ’ έναν άλλον – που βρίσκεται άραγε η αληθινή ζωή;
Σε ένα από τα πολλά επίπεδα ανάγνωσης της Συχνότητας, πίσω από την αστυνομική πλοκή, πίσω από την ερωτική ιστορία, θα έλεγα ότι έχουμε ένα έργο ενηλικίωσης, με πρωταγωνιστή τον Χάρη Νικολόπουλο – ή ένα, κατά φλωμπέρ, έργο «αισθηματικής αγωγής».
Η μουσική: πρέπει να πω ότι επίτηδες την άφησα πιο πίσω, παρόλο που αποτελεί πάντα μια σημαντική διάσταση στα βιβλία της Παπαδημητρίου, γιατί κατ’ αρχήν θεωρώ ότι εδώ, η συγγραφέας έχει απομακρυνθεί από την αμιγώς ροκ λογοτεχνία, και έχει αφήσει τη μουσική να παίζει ως υπόκρουση, χωρίς όμως να της δίνει τον σαφώς πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε ας πούμε στα βινύλια. Τόσο στα βινύλια όσο και στους κακούς σκοπούς, το κείμενο έβριθε κυριολεκτικά από μουσική και στίχους τραγουδιών, ενώ εδώ η ροκ κυρίως μουσική έχει υποχωρήσει, παραχωρώντας τη θέση της σε πολλά άλλα είδη, από τα λαϊκά και τα κλαρίνα μέχρι τα ρεμπέτικα, την τζαζ, τη σόουλ και τη ντίσκο.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι βαθιά διαμορφωμένοι από τα ακούσματά τους- αν θέλεις να καταλάβεις τον καθένα από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές, αρκεί να παρακολουθήσεις τη μουσική του διαδρομή. Παρόλα αυτά, ο κόσμος της μουσικής έχει αποτραβηχτεί, και όπως αναφέρεται στο βιβλίο: «τα ραδιόφωνα επαναλάμβαναν ακατάπαυστα τα ίδια πενήντα τραγούδια, τα περισσότερα δισκάδικα είχαν κλείσει και στα εναπομείναντα πολυκαταστήματα, οι υπάλληλοι βαριούνταν τη ζωή τους. Γι αυτό (ο Χάρης) προτιμούσε τον ήχο της σιωπής, και τις σκέψεις του». Αλλά βέβαια, ακόμα κι εδώ, η ίδια η ακύρωση της μουσικής είναι ειπωμένη με στίχους τραγουδιών, the sounds of silence…: όπως και να την μεταχειριστεί, η μουσική είναι στο DNA της Παπαδημητρίου, και αποτελεί ένα από τα συστατικά υλικά της σκέψης και της έκφρασής της. Κάπου αλλού, σε μια αυτοαναφορική θεωρώ φράση, μιλώντας για τον Χάρη που διαβάζει ένα βιβλίο του Τζορτζ Πελεκάνος, λέει «καλός ήταν αυτός ο τύπος που του είχε συστήσει η υπάλληλος του βιβλιοπωλείου, αλλά όλες αυτές οι μουσικές που ανέφερε του ήταν άγνωστες».
Τα τρία βιβλία (τριλογία;) μπορούν να διαβαστούν ως χάρτες – χάρτες πόλεων (είναι σαφές ότι η συγγραφέας αγαπάει βαθιά και περιπλανιέται στην Αθήνα), χάρτες κινηματογραφικών ή λογοτεχνικών διαδρομών, χάρτες του χρόνου από τις ανήσυχες εφηβείες στις δύσκολες ενηλικιώσεις.
Υπάρχουν σκηνές κινηματογραφικές (όπως σελ.13, «τα σκούρα γαλάζια μάτια του γυάλιζαν από τρόμο. Στις κόρες τους διέκρινε μια σκοτεινή σιλουέτα. Τρέχω, της φώναξε…»), ενώ υπάρχουν και ήρωες κινηματογραφικοί, οι οποίοι κινούνται οριακά στο μεταίχμιο μεταξύ νουάρ και καρτούν – όπως ο «καραφλογιεγιές» και ο «διοπτροφόρος».
Επίσης, το βιβλίο διαβάζεται και ως μια παρτίδα σκάκι –λέει ο Χάρης στη Μάγδα, τη μοιραία γυναίκα: «από τότε που σε γνώρισα, νιώθω σαν πιόνι σε σκακιέρα που το κινούν χωρίς να το ρωτήσουν» -και φυσικά, έχει δίκιο, αλλά την παρτίδα την έχει στήσει η συγγραφέας, οι ήρωες της είναι όπως είπαμε ήρωες λογοτεχνικοί με πολλές καλλιτεχνικές αναφορές – έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια ιδιόμορφη καλλιτεχνική-αστυνομική παρτίδα…Όπου στην πραγματικότητα, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ καλού και κακού είναι πολύ λεπτή, όλες οι κινήσεις έχουν πολλές ερμηνείες και η λύση είναι πάντα κάπως μετέωρη, και αμφίσημη…
Η Χίλντα Παπαδημητρίου δείχνει να συμπαθεί περισσότερο και να κλείνει προς την αμερικανική σχολή του σκληρού (hardboiled) μυθιστορήματος – κάπου μέσα από τις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε να περνάει και η μορφή του κλασικού αποτυχημένου ιδιωτικού ντετέκτιβ που έχει προσληφθεί για να διενεργήσει τη δική του παράλληλη έρευνα – προφανώς όμως, όπως και ολόκληρη η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία που έχει ξεφύγει των πατροπαράδοτων κατηγοριοποιήσεων, η Παπαδημητρίου πάει παραπέρα, αναμιγνύει τα είδη, ενώ στα βιβλία της υπάρχουν και αρκετές αναφορές στην ίδια την αστυνομική λογοτεχνία και τους συγγραφείς της (από τον Τζορτζ Πελεκάνος μέχρι τον Χίτσκοκ, κι από τον Τονίνο Μπενακουίστα μέχρι την Άννα Κλιβς).
Απέχοντας πολύ από τη σκανδιναβική για παράδειγμα αστυνομική λογοτεχνία, η Παπαδημητρίου παίρνει τα εγκλήματα ως αφορμή όχι για να ασχοληθεί με το Κακό ή την παθολογία που μπορεί να βρίσκονται στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά περισσότερο για να περιπλανηθεί στις σχέσεις και τις εσωτερικές αλλαγές, στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί στα άκρα, και στις (μουσικοκαλλιτεχνικές) διαδρομές που διανύουνε όλοι, από τους αστυνομικούς μέχρι τους αστέγους, ανάμεσα στα όνειρα και τις επιθυμίες τους από τη μία, και τη συχνά οδυνηρά σκληρή απομυθοποίηση που επιφέρει η πραγματικότητα.
Info: Χίλντα Παπαδημητρίου, Η συχνότητα του θανάτου, Μεταίχμιο