Στη μουσική ρωγμή του χρόνου: Θεοτόκης Ζερβός

0
539

 

    Της Άννας Αφεντουλίδου. 

Μια συμπτωματική συγκυρία, ένα μικρό χαμόγελο της τύχης μού πρόσφερε την γνωριμία με τον Θεοτόκη Ζερβό. Τον συνάντησα πριν λίγες μέρες  στην Κέρκυρα, όπου ζει εδώ και τριάντα χρόνια. Ο Θεοτόκης Ζερβός γεννήθηκε στην Κέρκυρα το  1943, σπούδασε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη στην δεκαετία του ’60, σε μια εποχή που πρόλαβε να δει τους ποιητές. Ομότεχνος, φίλος, συνάδελφος και παρ’ ολίγον συνεργάτης του Μανόλη Αναγνωστάκη είχε μια πορεία με ομόλογους αλλά όχι ίδιους σταθμούς. Έγραψε ποιήματα σε νεαρή ακόμη ηλικία, δημοσίευσε πέντε ποιητικές συλλογές(Αντίστιξη Κείμενα 1972·Ποιήματα Εξάντας 1978· Φόνος πάνω σε ομοίωμα Πόρφυρας 1984·Λογοκλόνος Κείμενα 1987 και Εθελοντική κάθοδος Έψιλον 1993) , φυλακίστηκε και εξορίστηκε για πολιτικούς λόγους κατά την διάρκεια της δικτατορίας και έφυγε οριστικά από την Θεσσαλονίκη το 1978 μετά τον μεγάλο σεισμό, όπως και ο Μ.Αναγνωστάκης. Αφού περιπλανήθηκε εργασιακά στον Πειραιά και στο Βόλο, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα. Και μετά από δέκα χρόνια και στην ποιητική σιωπή.

Στην πρώτη μας συνάντηση μού έκανε την τιμή να μού χαρίσει την ποιητική του συλλογή Λογόκλονος του 1987 από τα Κείμενα, στοιχειοθετημένο στο χέρι, όπως αναγράφεται στον κολοφώνα του βιβλίου από τον Νίκο Κοπάτο και σελιδοποιημένο από τον Φίλιππο Βλάχο με στοιχεία Λειψίας 16’, κάτι που διάβασα με δέος, σαν πινακίδα σε σπάνιο έκθεμα μουσείου.

Το βιβλίο περιλαμβάνει 20 ποιήματα γραμμένα από το 1977 έως και το 1981. Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποιήματα του Θεοτόκη Ζερβού και διαβάζοντάς τα ξαφνιάστηκα, με εκείνο το ξάφνιασμα που πιάνει την ανάσα μας, μια συγκίνηση που, χωρίς να συνειδητοποιούμε καλά καλά το γιατί, μάς μουδιάζει τα άκρα.

Βρέθηκα αντιμέτωπη με μια ποίηση που θα χαρακτήριζα ρισκάροντας το στόμφο του όρου: συμπαντική, γιατί διαμορφώνει με ιδιαίτερους όρους έναν κόσμο αποκλειστικά δικό της, χαρακτηριστικό σπάνιο για τα σημερινά ποιητικά συμφραζόμενα. Στα ποιήματα αυτά συνυπάρχει το συλλογικό με το ατομικό, η φύση και ο αστικός χώρος, τα οντολογικά ερωτήματα, οι μεγάλες προκλήσεις της ύπαρξης, ο έρωτας, η απώλεια, το όραμα, η φθορά, ο ρόλος της τέχνης, ο λόγος της ποίησης ως ζωοδόχος πηγή και χώρος αναβάπτισης της γλώσσας, αλλά και ο θλιμμένος πόνος  μιας διαψευσθείσας προσδοκίας∙ σ’ έναν κόσμο που προβάλλει στα μάτια μας οριοθετημένος ξανά από την αρχή, ανανοηματοδοτούνται οι πράξεις και οι λέξεις, οι επιθυμίες και οι απωθήσεις, μας αποκαλύπτονται αλλά και παραμένουν δυσερμήνευτα όλα τα μυστικά και τα μυστήρια, όλοι οι προαιώνιοι φόβοι για τη ζωή και τον θάνατο.

Κραταιά τα φτερά σου κι απόψε/που πέφτει το μελάνι στο τοπίο μας/θα φύγεις με κίνηση σγουρή/θα μας αφήσεις στους στροβίλους της απορίας μας/ατελώς ασκημένους (σ.10)

Κι εκεί στις όχθες του νερού που τρεμοπαίζει/τα’ απόγευμα στις όχθες του νερού/που με τρομάζει η κίνηση στο φύλλωμα/ελέησε τη φαντασία μου να βρίσκει/να εφευρίσκει τη συνέχειά σου/όταν πηγαινοέρχεται το φύκι/παραδομένο στο θαλάσσιο ρέμα/όταν το φως σιωπά μες στην καρδιά σου (σ.11)

Πικρές περικοπές του ευαγγελίου/σε ατελέσφορη για τους χαμένους συρραφή/οι λέξεις μου στον πυρετό δεν είναι/ Δεμένες φοβερίζουν με γαβγίσματα τους τρόπους/των περαστικών (σ.12)

Μια ποιητική γλώσσα που κουβαλά το παρελθόν της παράδοσής της, λέξεις που ξεπηδούν λες μέσα από τις ρωγμές του χρόνου, γεμάτες μνήμες κειμενικές αλλά και ρυθμικές μνήμες. Η μουσική βαθιά φυτεμένη, σιαμαία αδερφή των λέξεων του Θ.Ζ., στίχοι σμιλεμένοι στο ρυθμό και στο μέτρο, χωρίς όμως να υποδουλώνονται σε ρυθμικά και στροφικά σχήματα. Ποίηση που αν την διαβάσεις δυνατά, καταλαβαίνεις τις λέξεις να γεννιούνται με άλλους κανόνες, σε νέους συνταγματικούς και παραδειγματικούς άξονες, υπάκουους σε συγχορδίες μιας παράδοξης αρμονίας. Σαν να ξυπνούν μέσα στους στίχους τους οι πεθαμένοι ποιητές, όλοι όσοι μίλησαν και έγραψαν και χάιδεψαν αυτές τις λέξεις. Εξάλλου οι άμεσες αναφορές του ποιητή στο τραγούδι και τη μουσική είναι πολλές:

Ας είναι η μουσική μου να ματώνει στα παλιοσίδερα (σ.25)

Την ώρα που η βροχή ψιθυρίζει τον συνετό λόγο/το μονότονο της σοφίας τραγούδι (σ.13)

Εγώ που ξέρω μέσα μου τις στάχτες/το ψυχωμένο τραγούδι παιδεύοντας (σ.18)

Φάσμα που το’παιξες εξαίσια μουσική/κλίμακα του χαμού και της αφύπνισης (σ.20)

Βαθιά μέσα στη μουσική φωτίζει το γερόντιο/να ταξιδεύει την ψυχή του και την ψύχα του (σ.21)

Και οι μύθοι και οι χρησμοί και τα τραγούδια του/για την αντιστροφή του θηλασμού και του θανάτου (σ.21)

Κρύσταλλο συντριμμένο σε μυριάδες τραγούδια/μεγεθυσμένη αντιφώνηση στις εκκλήσεις του εσπερινού (σ.26)

Και αφιερωμένο στον Μανόλη Αναγνωστάκη:

Στους ερυθρόδερμους τους τοίχους θα φοβάται/όλες τις ψεύτικες γραφές/ τις ασφαλείς//(γι’ αυτούς που διάβηκαν σκυφτοί γι’ αυτούς που/χάθηκαν/γι’ αυτούς που απόμειναν οι εύχρηστοι νεκροί (σ.17)

Ο ποιητής, όταν έγραφε τα ποιήματα αυτά ήταν 35 ετών έως 40 ετών· και όμως αποκαλύπτει μια θεώρηση της ζωής- λες από το τέλος της, μια ενατένιση της τέχνης- λες από τα βάθη της ωριμότητας. Έρχεται να κλονίσει τις βεβαιότητές μας για τον κόσμο, την λογική που τον διέπει,(εξ ου και ο τίτλος: Λογο-κλον-ος) τους ρυθμιστικούς του κανόνες και ως εκ τούτου, τις συμβάσεις του και την δική μας πορεία την γεμάτη ακυρώσεις, παλινδρομήσεις και συμβιβασμούς μέσα σ’ αυτόν. Σαν το ανεστραμμένο είδωλο του κόσμου να μας ψιθυρίζει: η αληθινή ζωή είναι αλλού και όχι μέσα στα στενά όρια, τις άκαμπτες προϋποθέσεις και τις αυστηρές συντεταγμένες αυτής που μας όρισαν ως ρεαλιστική. Και μέσα από τον πόνο της διάψευσης, μέσα από το ακυρωμένο όραμα μιας άλλης ζωής και μιας άλλης ποίησης, ο ποιητής χρησιμοποιώντας ως μόνο του όπλο, την λεκτική εικονοποιία και ως μόνη εύφλεκτη ύλη τη φωνητική του μουσική, υποδεικνύει, υποβάλλει, αποτρέπει.

Πάψε σε τούτο το τραγούδι/τώρα που η άνοιξη κλείνει όλες τις θύρες της ψυχής/με των ανομημάτων τον τσακισμένο ειρμό/τις ενοχές για τον αγίνωτο φόνο/ησύχασε στις ρίζες του αγέρωχου είναι/ με όλες σου τις ροπές μηδενισμένες/Τώρα που άλλοι αυτοκτονούν κι άλλοι/μετακομίζουν (σ.23)

Και να γουστάρεις τις ιδέες ξεροσφύρι/ίσα κιρρωτικός στα γερατιά σου/μονάχα σ’ ένα χρώμα πεισματάρης/φάσμα που το’ παιξες εξαίσια μουσική/κλίμακα του χαμού και της αφύπνισης/της νοσταλγίας σκάλα που πετρώνει (σ.20)

Όπως τα όνειρα φέρνουν άλλα όνειρα/και τα λόγια ελάφια λόγια λέοντες/με τις σάρκες στο στόμα/λοξοδρομώντας στη μεταφυσική Και στις εκδορές/το ελάχιστο και το μέγιστο συμβιβάζω στη χλεύη (σ.25)

Σε μια πτυχή του χρόνου σε μια τσάκιση/σε μια εποχή μακριά και δίχως έρωτα/εμπρός της γης οι κολασμένοι/εμπρός/εμπρός (σ.27)

Δεν ξεχνώ πως ο Θ.Ζ. είναι οριοθετημένος από μια ποίηση προγενέστερη αυτής του 70, το έργο του έχει δεχθεί την επίδραση της γενιάς του Αναγνωστάκη, τον Λειβαδίτη και άλλων, που φέρουν στην ποίησή τους την πληγή της προγενέστερης διάψευσης, η οποία και επαυξάνεται από τα δικά του βιώματα στην περίοδο της δικτατορίας. Είναι μια ποίηση σχεδόν νομοτελειακά ελεγειακή, καθώς μιλάει συνεχώς για πράγματα που χάθηκαν, παρ΄ ότι ο ποιητής ήταν ακόμη νέος, μια ποίηση αναζήτησης υπαρξιακής σταθεράς που δεν βρίσκεται πια εύκολα στον κοινωνικό ορίζοντα. Η σκοτεινή, ως συντακτικό πεδίο ή ως παραδειγματική επιλογή, ιδιόλεκτος, συναντάται και σε άλλους ποιητές που διαμορφώθηκαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, όπως στον επίσης λυρικό Στέφανο Μπεκατώρο, στον Αλέξη Τραϊανό ή και στον Πάνο Κυπαρίσση. Ωστόσο για μένα και για τους ομήλικούς μου ποιητές που, ακόμα και η γενιά του ’70 φαντάζει ήδη να διαμορφώθηκε σε μια εποχή από την οποία δεν έχουμε εμπειρική μνήμη- πόσο μάλλον οι μεταπολεμικές γενιές των ποιητών- η επαφή με το έργο του Θ.Ζ., το οποίο παραμένει κρυμμένο στη ρωγμή του χρόνου, αποκτά μια μυθική διάσταση. Τριάντα χρόνια μετά, αισθάνομαι πως ο ποιητής με βοηθά να καταλάβω την δική μου εποχή, να νιώσω τον πόνο της και ν’ αφουγκραστώ τους σύγχρονούς ποιητές της πιο πολύ απ’ ό,τι οι ίδιοι οι ποιητές της κατορθώνουν.

Θα με βοηθούσες να εννοήσω αυτή την εποχή/τον χρόνο της διαστολής που παγιδεύει το πέρασμά μου (σ.26)

Ίσως γιατί, ενώ εμείς γαλουχηθήκαμε σ’ έναν κόσμο που προτιμά την κραυγή από τον ψίθυρο, που ενθουσιάζεται από την ψηφιακή φαντασμαγορία και περιφρονεί την υποβολή της σέπιας, εκείνος επέλεξε να κρατήσει την ποίησή του μακριά από την φύρα της καθημερινής λεηλασίας.

Κρότος και εμπαιγμός στη φύρα της καθημερινής/λεηλασίας/συνειρμός που θέλεις να ζήσει μες στη βουή/ν’ ανθίσει πέφτοντας στην τρομερή σου κόψη//ο λόγος μου/πιωμένο πρόσωπο της άμμου (σ.28)

                                                                         

Προηγούμενο άρθροO κύκλος της εκμηδένισης
Επόμενο άρθροΒραβείο Βαρβέρη: Μ.Κουλούρη, Π.Μηλιώτης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ