Διήγημα της Σταυρούλας Τσούπρου.
Θα μπορούσε να καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο, σε ύψος και σε μήκος, ενός μεγάλου παραλληλεπίπεδου σαλονιού αυτό το αέρινο έπιπλο, το φτιαγμένο από πλήθος συρτάρια. Συρτάρια που, όμως, δεν ήταν όλα ίδια. Άλλα ήταν μικρά και άλλα μεγάλα, άλλα κλειδωμένα και άλλα ξεκλείδωτα, και σε άλλα ο χώρος προς πλήρωση έχασκε αδειανός, έτοιμος, ωστόσο, για την υποδοχή, όπως το θηκάρι που προσμένει το σπαθί για τον καιρό τής ειρήνης. Κάποια ανάμεσά τους, μάλιστα, ήταν χρωματιστά – για την ακρίβεια, είχαν υπάρξει χρωματιστά, διότι, τώρα πια, τα περισσότερα, είχαν απωλέσει εκείνη την παλιά ικανότητα να αιχμαλωτίζουν το πλουμιστό φως τής εξωτερικής πηγής: ύστερα από ένα ορισμένο διάστημα, είναι η αλήθεια, αυτή η πολύτιμη ιδιότητα χανόταν και τα συρτάρια επέστρεφαν στην κοινή, απροσδιόριστη αχρωμία τους, που άλλοτε πλησίαζε στο γκρι, άλλοτε στο μπεζ και άλλοτε στο μολυβί. Έτσι, οι εξωτερικές διαφορές τους εστιάζονταν στο μέγεθος, ή στον όγκο, και στις κλειδωνιές, και, βέβαια, στην κατάσταση στην οποία είχαν καταφέρει να διατηρήσουν το σχήμα τους μετά την τοποθέτησή τους· αυτό το τελευταίο ήταν πολύ βασικό.
Τα πιο μεγάλα βρίσκονταν στην βάση τού επίπλου· κανείς, όμως, ποτέ, δεν ήξερε να πει αν ήταν τα πιο βαριά ή τα πιο ελαφριά (το έπιπλο, εννοείται, δεν υπαγόταν στους φυσικούς νόμους και άρα δεν κινδύνευε να χάσει την ισορροπία του), τα πιο πλούσια ή τα πιο βαρετά – το περιεχόμενό τους ήταν απρόσιτο, κλειδωμένο για πάντα, προφυλαγμένο μακριά από τα αδιάκριτα μάτια, αλλά και από τα καλοπροαίρετα επίσης. Το κλειδί αυτών των συρταριών δεν βρισκόταν πουθενά και τα πνευματικά δικαιώματά τους τα είχε το Άγνωστο, κατακερματισμένο μέσα στους αιώνες. Όσο οι σειρές ανέβαιναν σε ύψος, ο όγκος των συρταριών μίκραινε· η σύνθεση των περιεχομένων τους ποίκιλλε, γεγονός που τα διαφοροποιούσε. Αυτή η ποικιλία ήταν μία εσωτερική διαφορά, μη ορατή για τον εξωτερικό παρατηρητή, όπως, άλλωστε, και το βάρος τους: μόνον όποιος τα άνοιγε, ένα προς ένα, θα μπορούσε να αποφανθεί για αυτές τις κρυφές αντιθέσεις, ή και τις κρυφές ομοιότητες, παραλλαγές ή διακυμάνσεις, και, στην συνέχεια, να κρίνει (αν τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο) πόσο η σύνθεση του περιεχομένου εκδηλωνόταν στο σύνολο, στην συμπεριφορά τού επίπλου κατά την κίνησή του στον χώρο. Ούτε ο ίδιος ο κλειδοκράτωρ δεν ήταν απαραίτητο ότι θα ασχολείτο με αυτήν την επίπονη εργασία, έτι μάλλον που, συχνά, άφηνε τα κλειδιά να κρέμονται από το σπαγκάκι τους έξω από τα συρτάρια, ξεχνώντας, κάποτε, και να τα κλειδώσει, όταν το περιεχόμενο ήταν άνευ σημασίας ή δεν παρουσίαζε κάτι το αξιόμεμπτο.
Η μεγάλη εξωτερική ιδιαιτερότητα, λοιπόν, ήταν η κατάσταση του σχήματος των συρταριών, τα οποία, ξεχάσαμε να πούμε πως, ήταν κατασκευασμένα από υλικό εύπλαστο κατά τα πρώτα χρονικά διαστήματα του βίου του, με αποτέλεσμα το συρτάρι να μπορεί να συμπιέζεται, αν ήταν μεγαλύτερο από την θέση που του προοριζόταν, ώσπου να χωνευτεί, τελικά, εκεί, πριν η πολυκαιρία το καταντήσει άκαμπτο. Ωστόσο, αυτά τα κακοφορμαρισμένα συρτάρια κατέστρεφαν την αρμονία τού συνόλου (κάποιος άλλος θα έλεγε ίσως πως, απλώς, διασκέδαζαν την ομοιομορφία του).
Ο λόγος εξαιτίας τού οποίου το αρχικό σχήμα κάποιων συρταριών παραμορφωνόταν, καθιστώντας τα ακατάλληλα για την προαποφασισμένη θέση τους, ήταν η ουσιαστική ασυμφωνία τους με τον έμψυχο πυρήνα τής συγκεκριμένης μακροδομής, η οποία λειτουργούσε εξ υπαρχής βάσει γενετικά δοσμένων προδιαγραφών. Στο πλαίσιο αυτών των προδιαγραφών, προβλεπόταν, φυσικά, και η δυνατότητα αποκλίσεων, με τον ίδιο, περίπου, τρόπο με τον οποίο μια στατιστική μελέτη εμπεριέχει την πιθανότητα του λάθους. Όταν, όμως, ερχόταν η στιγμή οι αποκλίσεις αυτές να μπουν στο αντίστοιχο συρτάρι και αυτό με την σειρά του να τακτοποιηθεί στην θέση του, το σχήμα τής μικροδομής, αλλοιωμένο καθώς ήταν, επιβαλλόταν να προσαρμοστεί όπως όπως. Η πληγή, διότι τέτοιου είδους αποκλίσεις είναι πληγές, κακοφόρμιζε, βέβαια, αλλά αυτό γινόταν εσωτερικά και οι δυσάρεστες οσμές φυλακίζονταν στον περιορισμένο χώρο της, για το διάστημα, τουλάχιστον, κατά το οποίο το συρτάρι παρέμενε κλειστό. Εκείνο που απόμενε εμφανές ήταν το άγαρμπα συμμαζεμένο σχήμα, ένδειξη ότι το αέρινο έπιπλο, για μία ακόμη φορά, συνιστούσε ένα ατελές, και γι’ αυτό βασανισμένο, δημιούργημα. Στις περιπτώσεις στις οποίες το δημιούργημα είχε συνείδηση του βασανισμού του, το έπιπλο κλυδωνιζόταν πολύ συχνά από μυστικές καταιγίδες – αλλά υπήρχαν και οι μακάριες περιπτώσεις τής άγνοιας ή της στωικής καρτερικότητας· σε αυτές, οι κλυδωνισμοί ήταν σπάνιοι και το έπιπλο συνέχιζε την αέρινη πορεία του, όχι αρμονικό, όχι τέλειο, αλλά αρκετά ικανοποιημένο.
Έσπρωξε με μία τελευταία προσπάθεια το ασουλούπωτο συρτάρι στην θέση του. Το διπλανό του είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει.