εντυπώσεις από την Δράμα των Γιούλη Αναστασοπούλου-Σοφία Ρόκου
Είναι πρωί, ανοίγεις τα μάτια σου και ξέρεις ότι δεν θα πας στο γραφείο αλλά θα πάρεις ένα καφέ στο χέρι και θα πας να ακολουθήσεις το μονοπάτι που παίρνει μια τροφαντή πάπια με τα δεκατρία της παπάκια που κολυμπούν πίσω από τη μαμά τους, ενώ εκείνη τα φωνάζει με ένα χαριτωμένο λαρυγγισμό. Εισπνέεις βαθιά να μείνει η μυρωδιά της λίμνης στο κεφάλι σου. Η πρωινή αύρα σε σπρώχνει να περπατήσεις το γεφυράκι που βγάζει σε ένα μικρό καφέ ξεχασμένο από το χρόνο. Εκεί ένα ηλικιωμένο ζευγάρι διαβάζει εφημερίδα. Κάθεσαι στο καφέ και βουλιάζεις σε έναν άλλο κόσμο που δεν βιάζεται να σηκωθεί, δεν βιάζεται να φτάσει κάπου γιατί όλα είναι εκεί τριγύρω. Λίγο πιο πέρα θα περάσουν οί φίλοι που γνώρισες χθες, είναι σκηνοθέτες και κατευθύνονται στο αίθριο του φεστιβάλ για να συζητήσουν την ταινία τους.
Εκεί θα αναμετρηθούν με τον κόσμο που περιμένει να μάθει τι σκέφτηκαν, τι προβλήματα συνάντησαν στο γύρισμα, αν κατάφεραν να μεταφέρουν αυτό που ήθελαν στο πανί.
Και μετά η μέρα θα περάσει με ταινίες μικρού μήκους στο υπέροχο σινεμά Ολύμπια, Διεθνείς και Ελληνικές, ως αργά τη νύχτα, αλλά και θα συνεχιστεί στα μπαρ της περιοχής, στα πηγαδάκια, εκεί που ο κόσμος θα σχολιάσει τις ταινίες που παρακολούθησε.
Η επόμενη μέρα θα ξημερώσει στο ίδιο μαγικό κλίμα.
Είναι αυτό το μαγικό της Δράμας. Η πόλη, τα νερά, οι άνθρωποι που πέφτουν πάνω σου, το δημιουργικό ντελίριο, οι ιδέες που πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας, οι συναντήσεις. Ερχόμαστε όλοι πιο κοντά και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να συμβεί στο φεστιβάλ της Αθήνας που ξεγλιστράμε και επιστρέφουμε στα δικά μας.
Όποιος πάει στη Δράμα, στο φεστιβάλ των ταινιών μικρού μήκους, για ενα μπορεί να είναι βέβαιος, θα περάσει υπέροχα. Κι όχι μόνο λόγω των ταινιών, αλλά και γιατί εκεί θα συναντήσει ένα αξιόλογο, φρέσκο καλλιτεχνικό δυναμικό, που αποτελείται κυρίως από νέους δημιουργούς που με τα όνειρα και την ορμή τους πραγματικά σε παρηγορούν για το μέλλον της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε αυτή τη χώρα.
Το ότι μέσα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, συνεχίζουν ορκισμένοι μικρομηκάδες να το παλεύουν και να δημιουργούν, είναι από μόνο του κατόρθωμα.
Τα θέματα που αγάπησαν οι Έλληνες σκηνοθέτες του φεστιβάλ ήταν ποικίλα, με έμφαση θα λέγαμε στη βία (κάθε είδους αλλά κυρίως τη σεξουαλική) και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την επίδρασή τους. Σε δεύτερη μοίρα η μετανάστευση και η προσφυγιά, η κοινωνική και οικονομική κρίση και η πρώιμη νεότητα και η εφηβεία. Θέματα σύγχρονα που κατάφεραν να αποδώσουν το ψηφιδωτό μιας κοινωνίας που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες.
Στις παρουσιάσεις σκηνοθετών αλλά και στα πέριξ δε λείπουν οι εντάσεις, η αγωνία, οι διαφωνίες, η κριτική. Μα δε θα μπορούσε να λειτουργήσει και αλλιώς όταν μιλάμε για το έργο, το πνευματικό παιδί ενός δημιουργού που με χίλιες αγωνίες κυοφόρησε και γέννησε. Οι συγγραφείς και φίλοι του Αναγνώστη ξέρετε καλά τι σημαίνει να κριτικάρουν το παιδί σου αλλά και πόσο αναγκαίο αυτό είναι. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά. Για παράδειγμα διαφέρει η κριτική από την εμπάθεια.
Όλοι λοιπόν αυτοί οι εξαιρετικοί δημιουργοί, οι μικρομηκάδες στην περίπτωσή μας, καταλάβαμε ότι έχουν να παλέψουν ανάμεσα στην καλή και μέτρια κάμερα που θα προσδώσει ή θα αφαιρέσει από το αποτέλεσμα, στις συνεργασίες και το επιτελείο τους, τη χρηματοδότηση που πήραν ή δεν πήραν, ακόμα και στον κακό καιρό στο γύρισμα.
Φίλοι συγγραφείς είμαστε τυχεροί! Το εργαλείο μας είναι ένα μολύβι και ένα χαρτί, εντάξει, ένας υπολογιστής και ο συνωστισμός των ιδεών στο κεφάλι μας. Εμείς παλεύουμε με τη μοναχική διαδικασία της γραφής, εκείνοι-συνοδοιπόροι μας, με το ταίριασμα όλων των παραπάνω στο πανί. “Πέφτουν κορμιά για να γυριστούν ταινίες στην Ελλάδα”, για να δανειστώ την καίρια και συγκινητική φράση ενός σκηνοθέτη που ακούστηκε στο Φεστιβάλ.
Οι ταινίες που διακρίθηκαν άξιζαν. Άξιζαν και άλλες. Λογικό σε ένα διαγωνισμό να μην μπορούν να διακριθούν όσες αγαπήσαμε. Οι βραβευμένες ταινίες του Φεστιβάλ: Χρυσός Διόνυσος στο «Άβανος», του Παναγιώτη Χαραμή, Αργυρός Διόνυσος στο «Έκτορας Μαλό-η τελευταία μέρα της χρονιάς», της Ζακλίν Λέντζου, βραβείο Σωκράτης Δημητριάδης για την κατηγορία Έλληνες του κόσμου στο “Calling”, της Άρτεμις Αναστασιάδου, ειδικό βραβείο και βραβείο καλύτερης Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης στο «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν», του Βασίλη Κεκάτου, Βραβείο καλύτερης Σπουδαστικής ταινίας στο «Πολυέλαιος», του Αντώνη Γλαρού, Βραβείο Κλιματική Αλλαγή και φυσικό περιβάλλον στο «Τέταρτος τοίχος», του Δημήτρη Γκότση, Βραβείο Τώνια Μαρκετάκη για καλύτερη γυναίκα σκηνοθέτη στο “En partie”, της Αναστασία Μελία Ελευθερίου, ειδικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Ντίνος Κατσουρίδης στη «Νάκρη», του Δημήτρη Τσαλαπάτη, βραβείο ντοκυμαντέρ στο “La ultima hija”, της Εύης Καραμπάτσου, «37 ημέρες», της Νικολέτας Λεούση (βραβείο Ο.Κ.Λ.Ε), ταινίες του Εθνικού διαγωνιστικού που πραγματικά κέρδισαν την περιέργεια των θεατών που ήρθαν στο Ολύμπια και συζητήθηκαν πολύ, αλλά και πολλές αξιόλογες ακόμα που απέσπασαν τιμητική διάκριση: Βουρβουρού, της Καρίνας Λογοθέτη, «Μόλλυ 6-8», του Ευθύμη Μιχελουδάκη (βραβείο Π.Ε.Κ.Κ), «Άρια», της Μυρσίνης Αριστείδου , “The sound”, του Άντονι Πέτρου, “Ave Eva”, της Ολίβια Τβαρντόσκα, τιμητική διάκριση και εύφημον μνεία στο “Beyond good and evil”, του Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου, εύφημον μνεία στο “Quindnunc”, του Χάρη Αγιώτη, και στο «Όλα για όλα», του Μαρίνου Σκλαβουνάκη.
Μεταξύ αυτών υπήρχαν και ταινίες που δεν απέσπασαν κάποιο μεγάλο βραβείο, αλλά και που αδικήθηκαν από κάποιες δημοσιευμένες κριτικές που μερικές φορές έμοιαζαν να μην επιχειρηματολογούν κινηματογραφικά αλλά πιο παιδιάστικα με τη λογική -μ’άρεσε, δε μου άρεσε-, αλλά και με μια θα λέγαμε αχρείαστη υπερβολή, αποθαρρύνοντας πιθανώς τους δημιουργούς, κάτι που δεν προσφέρει στο χώρο με τον ίδιο τρόπο που θα προσέφερε μια εποικοδομητική κριτική στηριγμένη γερά στις αδυναμίες της ταινίας ώστε εντέλει να βελτιωθεί ενδεχομένως και ο δημιουργός της.
Είναι κάτι που ψιθυρίσαμε και στα πηγαδάκια με ανθρώπους «σχετικούς με το άθλημα» αλλά και το ευρύ κοινό, τους θεατές, όπως τη χαριτωμένη παρέα των έξι νέων Δραμινών κοριτσιών που παρακολουθούν εδώ και δέκα χρόνια ταινίες και βαθμολογούν την κάθε μια ξεχωριστά με άριστα το 10 πάνω στο φυλλάδιο! Εκεί έξω από το σινεμά στα μπαρ της περιοχής έχοντας ακόμα το ρυθμό της ταινίας στο μυαλό, βλέποντας ακόμα τους τίτλους τέλους να περνάνε μπροστά από τα μάτια μας, εκεί δώσαμε και τις δικές μας επιπλέον διακρίσεις σε βραβευμένες ταινίες και μη.
Όπως στο «37 ημέρες» της Νικολέτας Λεούση, όπου μια έγκυος κάνει απεργία γέννας, ένα ενδιαφέρον εύρημα. Ένα σενάριο που διαφοροποιήκε από πολλά που είδαμε και μας χάρισε γλυκόπικρες στιγμές.
Το “fake news” του Δημήτρη Κατσιμίρη τόσο σύχρονο όσο η καθημερινότητα που μας προσπερνά πριν ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας. Μας τάραξε τα νεύρα, όπως ακριβώς επιθυμούσε.
Το “Hippo”, του Θεοφύλακτου Αργυρού. Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε το ρεαλισμό και τη κοφτερή ματιά του δημιουργού της ταινίας, πάνω στο φαινόμενο του μπούλινγκ και την ενδιαφέρουσα μεταστροφή του ήρωα.
Το “Check in” του Κωνσταντίνου Στραγαλίνου για την πραγματικά τρομακτική σκηνή του έμμεσου βιασμού αλλά και το απροσδόκητα χιουμοριστικό μαύρο τέλος του. Ἠθελε θάρρος και δημιουργική τρέλα για να κάνεις αυτή την ταινία.
Το “Newstria” του Κώστα Σταματόπουλου με τα γκροτέσκο πλάνα του και ειδικά με το πρώτο που μας πήρε μαζί του στο σουρεαλιστικό ταξίδι του στο πουθενά.
Το «Άγγελος Νομάς» του Σήφη Στάμου. Διασκεδάσαμε με μια δόση πίκρας και συγκρατημένης απόγνωσης με τα κόλπα του άστεγου, πλην όμως αξιοπρεπούς ήρωα.
Δώσαμε βραβείο οικονομίας στο «O αδελφός μου» του Θοδωρή Παπαδουλάκη, ένα ολοκληρωμένο τανιάκι που τα είπε όλα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο σαν στιβαρό διήγημα μικρομυθοπλασίας.
Το ίδιο και το άλλο πολύ μικρό, η «Διάβαση» του Νίκου Μαθιού, ένα φροντισμένο μπονζάι με κοινωνικό μήνυμα.
Μας έκανε εντύπωση η ευρηματικότητα του Μιχάλη Χαπέσιη να δημιουργήσει ένα στόρυ στην ταινία του «Μόνο αγάπη» χρησιμοποιώντας μερικές από τις πιο γνωστές ατάκες που έχουν ποτέ παιχτεί σε ταινίες, «love quotes» από το “Crouching tiger- hidden dragon”, το “Pride and Prejudice” και πολλά άλλα.
Μας έμεινε δε, για μέρες η τρομερή ατάκα «Μπράβο ρε Ανδρέα!» στο «Όλα για όλα» του Μαρίνου Σκλαβουνάκη, ταινία με φοβερό ρυθμό και τα καταπληκτικά σκηνικά και τραγουδήσαμε μαζί με Δραμινούς στα σοκάκια το «Απαγορεύεται να σ’αγαπάω» του Αντύπα από τον Πολυέλαιο του Αντώνη Γλαρού.
Ξεχωρίσαμε το “Tropical Dreams” της Βαγγελιώς Σουμέλη, με θέμα το επαγγελματική αδιέξοδο και ένα ευφάνταστο τρικ που μας πήγε παραπέρα από τη δοκιμασμένη συνταγή της κρίσης.
Ζηλέψαμε το απίθανα ωραίο σενάριο του «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» του Βασίλη Κεκάτου, ταινία που διακρίθηκε.
Και την ατμόσφαιρα στο συγκινητικό και υποβλητικό “Springtime Rest” του Γιάννη Ζαφείρη.
Ακόμα, το “The sound” του Πέτρου Άντονι. Ένα αρκετά disturbing άρτιο σκηνικό με παρονομαστή την τρέλα, “it could happen to everybody” που θα μπορούσε να σταθεί σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ από τεχνικής και σκηνοθετικής άποψης. Προσωπικά κράτησα την ανάσα μου σε μια δυο στιγμές.
Σταθήκαμε επίσης και απολαύσαμε το «Μόλλυ 6-8» του Ευθύμη Μιχελουδάκη που βασίστηκε στο βιβλίο του Νίκου Νικολαίδη «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα», ελπίζοντας σε περισσότερες ταινίες με διασκευασμένα σενάρια από βιβλία γιατί στον Αναγνώστη μας αρέσουν οι σκηνοθέτες που διαβάζουν.
Κάπου εκεί μάθαμε πως ο Stephen King προσφέρει τα διηγήματά του έναντι ενός δολαρίου, τιμή φυσικά συμβολική για το μαίτρ του είδους και έτσι είδαμε ένα διασκευασμένο short story στο «Η γυναίκα στο δωμάτιο» του Ρωμανού Παπαιωάννου.
Και τέλος ξεχωρίσαμε το “The penal colony” του Μάνου Τσίζεκ και Lindsey Aliksanyan που με ένα διαφορετικό βλέμμα και μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική αφηγήθηκε την ιστορία του μέλους των Pussy Riot, Nadya Tolokonnikova, όταν φυλακίστηκε στη Μορδοβία της Ρωσίας. Μια ταινία για την οποία ο δημιουργός της ταξίδεψε στη Μόσχα για να συναντήσει τη Nadya αλλά και που backstage μάθαμε πως στο crowdfunding χρηματοδοτήθηκε από τον ίδιο τον David Lynch για να πραγματοποιηθεί. Είναι και η ταινία που περισσότερο από όλες όταν διαβάσαμε κάποιες κριτικές της, αναρωτηθήκαμε εαν είχαμε δει όλοι την ίδια ταινία… Με μια υπέροχη φωτογραφία από τη Χριστίνα Μουμούρη και πλάνα που αγγίζουν την ποίηση, όπως οι γυναίκες στο ντουζ των φυλακών, με έμφαση στις αντιθέσεις, το χιόνι, το αίμα, που ενέτεινε το εσωτερικό σπάραγμα, τον κατακερματισμό της ηρωίδας, το “Τhe penal colony” ήταν η ταινία που συζητήσαμε περισσότερο στα πηγαδάκια τη νύχτα καθώς ήταν και η τελευταία ταινία, εκείνη που έκλεινε το φεστιβάλ αλλά και γιατί πολλούς από εμάς μάς συνεπήρε και μάς καθήλωσε.
Φρέσκες ιδέες, μια καλλιτεχνική ματιά στην ελληνική και διεθνή πραγματικότητα, μάχιμοι δημιουργοί, παιδιά με δύναμη και ταλέντο μάς χάρισαν όμορφες μέρες, καθώς μέσα από την ζοφερή ή, πιο σπάνια- κι αυτό μας έλειψε όντως-, τη χιουμοριστική απεικόνιση της ζωής μας, συνέβαλαν στο να γυρίσουμε στην Αθήνα με βαλίτσες λίγο πιο γεμάτες από όταν φύγαμε.
(Δεν τα είδαμε όλα, σίγουρα κάποιο αδικούμε και εμείς με τη σειρά μας, όπως και επιλέξαμε να μην αναφερθούμε καθόλου στις πραγματικά υπέροχες ταινίες του Διεθνούς χάριν οικονομίας).
Σε κάθε περίπτωση όλες οι ταινίες θα βρουν το δρόμο τους, όπως τα βιβλία που ταξιδεύουν και αγαπιούνται και έχουν πολύ δρόμο ακόμα να κάνουν αλλά και πολλά ταξίδια.
Προς το παρόν θα ταξιδέψουν στο σινεμά Τριανόν 11-17 Οκτώβρη. Όλος αυτός ο διαφορετικός κόσμος των ταινιών θα μεταφερθεί στο πανί για τον απολαύσετε όσοι δεν ήσασταν στο μαγικό τόπο της Δράμας.
Και εμάς καλή μας επιστροφή του χρόνου σε εκείνο το παράλληλο υπέροχο σύμπαν των ταινιών μικρού μήκους.