Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Πού τέμνονται τα όρια συνάντησης της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης, αναπαράστασης της Ιστορίας και εγγραφής της σε ένα ευρύτερο, συλλογικό, κοινωνικοπολιτικό και πολιτιστικό φαντασιακό; Πώς η λογοτεχνία συνυφαίνει ή αντιπαραβάλλει το συλλογικό με το ατομικό, αναδεικνύοντας τον ρόλο της προσωπικής ιστορίας, του βιώματος και του τραύματος στη συγκρότηση της ταυτότητας; Τα προαναφερθέντα ερωτήματα αποτελούν τις δεσπόζουσες συνιστώσες γύρω από τις οποίες δομείται η τριλογία της Μάρως Δούκα υπό τον γενικό τίτλο Στις γραμμές του Μύθου και της Ιστορίας που ξεκίνησε το 2004 με το μυθιστόρημα Αθώοι και φταίχτες (Κέδρος, 2004, Πατάκης, 2010), συνεχίστηκε με το βιβλίο Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ (Πατάκης, 2010) και ολοκληρώθηκε φέτος το καλοκαίρι (Πατάκης, Ιούνιος 2014) με το μυθιστόρημα Έλα να πούμε ψέματα.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της συγκεκριμένης τριλογίας ― παρά την αφηγηματική αυτοτέλειά του ― είναι αναγκαίο να ιδωθεί και να αποτιμηθεί πρώτιστα σε σχέση με τα άλλα δύο μυθιστορήματα. Και τούτο γιατί ορισμένοι από τους ήρωες του νεοεκδοθέντος μυθιστορήματος της Δούκα, διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο στα δύο προηγούμενα βιβλία, ενώ στο τελευταίο μυθιστόρημα, έχοντας την ιδιότητα του αφηγητή, και όχι απλά μόνο του πρωταγωνιστή, μας παρουσιάζονται με ολοκληρωμένο το πορτραίτο τους, στον βαθμό που μας επιτρέπουν να εισβάλλουμε στις σκέψεις τους μέσα από την εξομολογητική, πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, επί παραδείγματι, με την Ελεονόρα και τον Πανάρη, τα δίδυμα αδέρφια, και δύο εκ των κεντρικών πρωταγωνιστών του Αθώοι και φταίχτες αλλά και του Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ. Συμβαίνει βέβαια και το ακριβώς αντίστροφο, καθώς ο Αρίφ, ο βασικός αφηγητής του βιβλίου Αθώοι και φταίχτες, κρατά στο τρίτο μυθιστόρημα ρόλο κομπάρσου. Η σκυτάλη επομένως των πρωταγωνιστικών ρόλων εναλλάσσεται, στην ιστορική τριλογία της Δούκα, ο φακός της αφήγησης μετακινείται διαρκώς, και φωτίζει από ποικίλες οπτικές αντίστοιχα και διαφορετικές πτυχές των ηρώων και της Ιστορίας, κεντώντας έναν τεράστιο θεματικό και αφηγηματικό καμβά. Και εδώ ανακύπτει το ερώτημα εάν και σε ποιον βαθμό οι θεματικές εναλλαγές και η πλοκή της αφήγησης εντέλει υπηρετούν τους ήρωες ή εάν οι πρωταγωνιστές προικοδοτούν μιαν αφήγηση που μοιάζει ίσως να είναι στημένη προσχηματικά. Αφήνω προς στιγμήν το ερώτημα ανοιχτό, καθώς η απάντησή του αποτελεί και το κύριο διακύβευμα τόσο του τρίτου μυθιστορήματος της Δούκα όσο και της τριλογίας ολόκληρης.
Αν θελήσουμε με συντομία να αναδείξουμε κριτικά πώς τίθενται οι όροι από τη συγγραφέα στο νέο της βιβλίο, θα πρέπει πρώτιστα να αναφερθούμε στην αφηγηματική πολυφωνία του Έλα να πούμε ψέματα. Οι τέσσερις κεντρικοί αφηγητές ― κάτοικοι όλοι της πόλης των Χανίων της Κρήτης στην Ελλάδα της κρίσης ― η Ελεονόρα Κριαρά – Παγώνη, η Αναστασία Πετράκη – Αποστολάκη, ο Ιδομενέας Αποστολάκης, και ο Πανάρης Κριαράς, εναλλάσσονται στην αφηγηματική πορεία με ήρωες που δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή και μας μιλούν μέσα από τα γραπτά τους κείμενα, πλέκοντας το γαϊτανάκι μιας εκ περιτροπής αφήγησης, και καταναλώνοντας σχεδόν ισάξια τις σελίδες του βιβλίου, αλλά και ισόβαθμα αναφορικά με την εξέλιξη της πλοκής και την ανάδειξη των σχέσεων που συνδέουν τους ήρωες μεταξύ τους.
Η λειτουργία της μνήμης στο Έλα να πούμε ψέματα είναι νευραλγική, καθώς η χρήση της λειτουργεί ως «δούρειος ίππος» ιχνηλασίας ενδιάμεσων γκρίζων ζωνών των μύχιων σκέψεων και των τραυματικών παρελθουσών εμπειριών που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των αφηγητών, συμβάλλοντας στην εμβριθέστερη ψυχογράφησή τους: η Ελεονόρα, παλεύει με τις απώλειες και τους δαίμονες της μνήμης των παιδικών, και νεανικών χρόνων, του έγγαμου βίου, και της χηρείας της. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη δεύτερη γυναίκα αφηγήτρια, την Αναστασία, αλλά και με τον Πανάρη, οι οποίοι μας δεξιώνονται στα άδυτα του μυαλού τους και του παρελθόντος τους μέσα από την ανάκληση αναμνήσεων που τους στιγμάτισαν: σκόρπιες μνήμες, στην πλειοψηφία τους τραυματικές, άλλοτε φευγαλέα και άλλοτε περισσότερο εμμονικά μας αποκαλύπτονται με τη μορφή στοπ καρέ και συνυφαίνονται με το παρόν των πρωταγωνιστών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι δύο γυναίκες αφηγήτριες κατατρύχονται από όμοια όνειρα που κάποιες φορές αγγίζουν τα όρια του εφιάλτη. Το μοτίβο του «ονείρου» και η επαφή των δύο γυναικών μέσα από αινιγματικούς εφιάλτες, δύο γυναικών σχεδόν συνομήλικων που γνωρίζονται ελάχιστα, προικοδοτούν το κείμενο με μια διάσταση εμπράγματης μεταφυσικής.
Ιδιάζων είναι στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα και ο ρόλος της ενσωμάτωσης στο αφηγηματικό παρόν ιστοριών με τη μορφή προσωπικών, γραπτών κειμένων. Ο Ιδομενέας διαβάζει τα τετράδια ― ημερολόγια του αντάρτη και νεκρού πλέον πατέρα του και μπροστά μας ξεδιπλώνεται η ιστορία του Εμφυλίου στην Κρήτη. Είναι μία τεχνική αφήγησης που η Δούκα επιστράτευσε εκτεταμένα στο Δίκιο είναι ζόρικο πολύ, στο οποίο η Βιργινία, κόρη της Ελεονόρας και νυν αγαπημένη του Ιδομενέα, επεξεργαζόμενη τα τετράδια του παππού της μας αποκάλυψε σκοτεινές πλευρές μιας πρώιμης φάσης του Εμφυλίου στην Κρήτη, λίγο μετά την Κατοχή. Η βαριά σκιά του Εμφυλίου, όπως καταδεικνύει η προσωπική ιστορία του πατέρα του Ιδομενέα, στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό που ενσαρκώνει η γραπτή, η επίσημη Ιστορία. Με το παρελθόν της μητέρας της έρχεται αντιμέτωπη και η Ελεονόρα, η οποία ανακαλύπτει όψιμα ένα ξεχασμένο κείμενό της για την Κατοχή και τον Εμφύλιο που παλινδρομεί ανάμεσα στην προσωπική μαρτυρία και το διήγημα. Η επιλεκτική ωστόσο εμφιλοχώρηση προσωπικών ιστοριών και μαρτυριών εν είδει αφηγήσεων του παρελθόντος με φόντο την επίσημη Ιστορία στο αφηγηματικό παρόν δεν κατατείνει στο έργο της Δούκα σε μια ιδεολογική εργαλειοποίηση του παρελθόντος, αλλά στην ανάδειξη του παρακμιακού παρόντος και του τρόπου που άνθρωποι της διπλανής πόρτας και μαζί τους και εμείς κοιτούμε το σήμερα.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα η τραυματική μνήμη του Εμφυλίου και η ανάδειξη της δαιμονοποίησης του κομμουνισμού στη χώρα μας λειτουργούν ως βασικός μοχλός εγκιβωτισμού μιας άλλης περιόδου της Ιστορίας, αυτής των διεργασιών και ζυμώσεων της γέννησης του κομμουνισμού στην Ευρώπη μέσα από την προσωπική ιστορία του θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν και της γνωριμίας του με τον Καρλ Μαρξ, όπως την επεξεργάζεται ο Πανάρης. Ο συγκεκριμένος εγκιβωτισμός δεν αποσκοπεί εντούτοις πρώτιστα στην άμβλυνση των σκοτεινών πτυχών της γέννησης του κομμουνισμού αλλά εξυπηρετεί και αυτός κατά κύριο λόγο τον διάλογο παρελθόντος ― παρόντος, έστω και εάν δεν αναδεικνύει εκ πρώτης όψεως τις αρμόζουσες γέφυρες επικοινωνίας του χθες με το σήμερα.
Όσο η ανάγνωση ωστόσο προχωρεί, όσο το έργο το προσλαμβάνουμε συνολικά, όσο ξανασκεφτόμαστε και τα τρία βιβλία, διαπιστώνουμε ότι το «όλο» δηλαδή η ιστορική προοπτική των βιβλίων έρχεται να αντιπαρατεθεί για να διαπλεχθεί εκ των υστέρων αρμονικά με το μερικό, με την ψυχοσύνθεση δηλαδή καθενός εκ των υποκειμένων – ηρώων. Και είναι ίσως περισσότερο το τρίτο αυτό μυθιστόρημα της τριλογίας της Δούκα που κατατείνει σ’ αυτόν τον σκοπό και το φανερώνει περισσότερο καθαρά από ό,τι τα δύο προηγούμενα. Ιχνηλατώντας η συγγραφέας την Ιστορία, χαρτογραφεί την ψυχοσύνθεση των ηρώων ή μέσα από την ψυχογράφηση ανθρώπων της διπλανής πόρτας επιθέτει στη Λογοτεχνία μιαν ασφαλή οδό διαλόγου με την Ιστορία.
Πώς αρθρώνονται οι χρονικότητες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος στο έργο της Δούκα; Είναι η έννοια του χρόνου και η διαχείρισή της το νήμα που συνέχει τα τρία βιβλία; Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εν προκειμένω είναι αποκρυσταλλώσεις μιας διαλεκτικής διαδικασίας, που διαγράφουν μια τροχιά σπειροειδούς μορφής με ανισομερή τμήματα. Γι’ αυτό και η συγγραφέας εστιάζει σε περιόδους κρίσης των κοινωνιών κατά τις οποίες παρατηρούνται έντονες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες. Η παρουσία της Ιστορίας στο έργο της Δούκα έχει περισσότερο μια ανα-στοχαστική διάσταση, η οποία ενισχύεται μέσα από τη διαλογικότητα παρελθόντος και παρόντος με την ταυτόχρονη απουσία του παροντισμού. Δεν εξηγεί, κατά συνέπεια το βιωμένο παρόν με βάση το παρελθόν, αλλά διαλέγεται μαζί του στην προσπάθειά της να αντέξει ένα ζοφερό σήμερα. Σηκώνοντας το γάντι του χαμένου χρόνου, η Δούκα και εμείς ως αναγνώστες φαίνεται να κερδίζουμε το στοίχημα της συμφιλίωσης με την εποχή μας, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί μεν τίποτε να μην γλιτώνει τον άνθρωπο από την αιώνια περιδίνησή του στον χρόνο, ταυτόχρονα όμως, και όσα πράττει, ακόμη και όταν ηττάται στο προσωπικό του παρόν, δύναται να εξαργυρωθούν στο μέλλον ως απλά και μόνο μαθήματα ζωής.
Φωτό: Άρτεμις Μανιούκη