της Τζέμης Τασάκου
Σε «επικίνδυνες σχέσεις» εν-πλέκονται οι ήρωες του τελευταίου μυθιστορήματος του Μιχάλη Μοδινού που τιτλοφορείται «Το Πλέγμα» και κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Ήρωες χοϊκοί, καμωμένοι από ιλύ, μα και από την ύλη των ονείρων τους, –ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί-. Ήρωες που με περήφανο βήμα διαβαίνουν την strada της γενναίας ήττας τους, προκειμένου να ανταμώσουν τις μεγάλες ψευδαισθήσεις τους, τις χαμένες προσδοκίες τους.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…
Εν αρχή ην: δυο δράμια τέφρα.
Xaραμάδες, κομμένες κλωστές.
Μέσα από χαραμάδες τρυπώνουμε στα σπίτια, στα ενδιαιτήματα της Μεγάλης μας Πόλης, στο μυθιστόρημα Πλέγμα του Μ.Μ. Σπίτια που η κουζίνα τους φωτίζεται απ’ την οθόνη ενός υπολογιστή. Κάποιος πλοηγείται στις σελίδες ενός ηλεκτρονικού book. Κι αναζητεί πρόσωπα. Faces.
Αυτός ο «κάποιος» θα μπορούσε να ονομάζεται «κύριος Κάποιος», «κύριος Κ.», «κ. Κόυνερ», «κύριος Κανένας». Θα μπορούσε να λέγεται: «Ούτις εμόν γε το όνομα».Εντούτοις, ονομάζεται απλώς: «Δημήτρης Ωραιόπουλος».
Ο Δημήτρης Ωραιόπουλος με τον μονόλογο του οποίου εκκινεί «Το Πλέγμα» είναι ένας «γέρος» που καθόλου δεν «κάθεται στου καφενείου το σκιερό το πίσω μέρος». Ναι, γιατί στις μέρες μας, υπάρχουν τα ηλεκτρονικά καφενεία… Αποδεχόμενος (;) ή μάλλον μη αποδεχόμενος ότι ζει «σ’ έναν κόσμο σχόλης εφεξής και για πάντα», πλοηγείται… «Άνθρωπος μιας άλλης γεωπολιτικής περιόδου τοποθετημένος στο μέλλον». Ο Ωραιόπουλος είναι ο μόνος «ήρωας» που θα μιλήσει δυο φορές σ’ ετούτο το μυθιστόρημα. Ίσως ανάμεσα στα λόγια του να δομείται κι όλο το βιβλίο. Μα για τις δομές του Μοδινού, θα μιλήσουμε μετά.
Στο πρώτο μονόλογό του, ο Ωραιόπουλος, -ανάμεσα σε ήχους από κατσαρολικά που αλαλάζουν αναίτια- οδηγείται σ’ ένα «κάθετο ταξίδι» στο Γιβραλτάρ της Μνήμης. Στο «Βοca d’ Inferno» του. Θυμάται εκείνη την ημέρα που συγγενείς και φίλοι έβαλαν την τεφροδόχο του γάλλου πεθερού του σε μια τσάντα adidas και κίνησαν τις στάχτες να σκορπίσουν…
Οι σελίδες ετούτες μου έφεραν στο νου, άλλες όμορφες σελίδες του Γκράχαμ Σουίφτ, στον «Τελευταίο Γύρο», εκεί όπου κάποιοι φίλοι περπατούν μες στο λιοπύρι προκειμένου να σκορπίσουν κάποιες στάχτες… «Ίσως γι’ αυτό υπάρχουν τα βιβλία», μου είπε κάποτε, κάποιος, «για να γεννήσουν με την σειρά τους κι άλλα βιβλία». Μάλλον, έτσι είναι. Μάλλον τα βιβλία υπάρχουν για να ανοίγουν δια-λόγους μεταξύ τους. Και μάλλον ο Μοδινός το γνωρίζει.
Πολλές οι διακείμενες ερωτοτροπίες που θα ανταμώσουμε στις παραγράφους του «Πλέγματος». Και τον Ουέλμπεκ θα ανταμώσουμε και τη μικρή Αλίκη…
Κι ενώ λοιπόν, η τέφρα του νεκρού πεθερού στροβιλίζεται στους δώδεκα ανέμους, κι ενώ ο Ωραιόπουλος συλλογιέται: «…πόσες λίγες στάχτες παράγονται από ένα ανθρώπινο σώμα», κι ενώ τα «πλοφ!» απ’ τα παλιά κρασιά, τα κουρασμένα που φύλαγε χρόνια ο γέρος στο κελάρι ηχούν, οι άνθρωποι που υφαίνουν τον ιστό ετούτου του βιβλίου αρχίζουν να μιλούν. Και μέσα από ρωγμές, ραγισματιές των λόγων τους, κάπου εκεί στις άκρες των κόμπων, των κομμένων κλωστών, νημάτων/νοημάτων διακρίνουμε τόπους της ψυχής τους.
Οι ήρωες: les filles du feu, les fils du mal σε μια θαυμαστή αλληλεπίδραση.
Πετάει η σαίτα στο υφαντό…
Κρυφακούμε τους υφαντές:
Η Βερονικ Ωντουέν, σύζυγος Ωραιόπουλου συνομιλεί με τον νεκρό πατέρα της, «Λόγια που δεν είπαμε ποτέ» (;) Και κάπου εκεί, ανάμεσα στους νοερούς, μυστικιστικούς διαλόγους της, την ακούμε να σκέφτεται: Ίσως… «Μόνο στις παρυφές της επιστήμης ανθεί η δημιουργία».
Η Ανθή Βύθουλκα και ο σύζυγός της Βασίλης οδηγούν το γέρο πατέρα τους στο νευρολόγο-ψυχίατρο. «Ενσυναίσθηση», αποφαίνεται ο ιατρός. Ποιο είναι το πρόβλημα που έχει ο γεράκος;: Κλαίει κάθε βράδυ στις ειδήσεις.
Ο Άρης Δαμιανόγλου μας εξομολογείται: «ένιωθα ή ήθελα να νιώσω ερωτευμένος». Δυστυχώς όμως, ο «κακοχωνεμένος εθνολαϊκισμός» της υποψήφιας ερωμένης, κόρης πάλαι ποτέ αντάρτη του γκρέμισε συθέμελα τη μεγάλη ψευδαίσθηση και την προσδοκία.
Η Ευγενία Βιτάλη, ζει «στις μέρες μας όπου οι ερωμένες είναι αναλώσιμες». Το πρόβλημά της είναι ότι η ίδια κατάγεται μάλλον από την Πηνελόπη Δέλτα, τη Μποβαρύ ή την Καρένινα και για τούτο γυρεύει με σπαραχτική ευγένεια ή αφέλεια την εκπλήρωση της «οντολογικής πληρότητας» της. Μας εκμυστηρεύεται: «Μιλούσαμε εντατικά για μας τους ίδιους, σαν έτσι να γινόταν περισσότερο κατανοητός ο έξω κόσμος που έκανε εφικτό το σμίξιμό μας. Ο έρωτας είναι μια ιστορία που αφηγείσαι στον εαυτό σου, κι αυτό αρκεί. Ήμουν επιτέλους η ηρωίδα της ιστορίας μου.» Κι ενώ η Eugenie de… μιλά, κάπου κρυμμένη πίσω από κουίντες, ή κρυμμένη απλώς πίσω απ’ τη βεντάλια της μια madame de Merteig κρυφογελά. Φευ!
Στον αντίποδα της αθώας Ευγενίας ή μάλλον όχι σε μια παράλληλη ράγα πάνω στην οποία κινείται η Εugenie, διανύει διαδρομές και η Νόρα Κριτσέλη, άλλη ηρωϊδα του «Πλέγματος». Η Νόρα, -η οποία είναι ερωμένη του Μανόλη, ο οποίος είναι σύζυγος της Τζένης, η οποία είναι ερωμένη του Τρύφωνα-, με ψυχή που «ήδη κατοικεί στο Καθαρτήριο», –χωρίς εντούτοις να μας έχει πει αν αντάμωσε εκεί, Λάουρες ή Βεατρίκες-, με παλικαριά και στυγνότητα παραδέχεται: «γιατί πάνω απ’ όλα τρέμω τη μοναξιά και ακόμη περισσότερο τρέμω την ιδέα μήπως οι άλλοι καταλάβουν τη μοναξιά μου, τρέμω το βλέμμα της μητέρας μου, να με κοιτάει αποδοκιμαστικά από ψηλά, ολομόναχη εκεί στο σπίτι της Πεύκης –την περήφανη προίκα μου-, με την επίγνωση ότι η κόρη της είναι νομοτελειακά μόνη.»
Μόνη/μόνος/μοναξιά: πόσες φορές οι αναγνώστες του Μοδινού θα συναντήσουν τις λέξεις αυτές μες στις σελίδες του βιβλίου. Και πόσες φορές νοερά θα ακούσουν, ως «μουσικό χαλί», το τραγούδι «Sontag» να ηχεί.
Κι ενώ τα κορίτσια του «Πλέγματος», κόρες των Τζέην… (των Ώστεν, των Εύρ…;) περιπατούν στην ερημία των βιτρινών της Ερμού, ενώ ατενίζουν τη θέα της πόλης τους απ’ την ταράτσα του Public, τα αγόρια που σχοινοβατούν στα νήματα ετούτου του βιβλίου σπρώχνουν καροτσάκια με αναλώσιμα αγαθά μες σε αχανείς εκτάσεις supermarkets. Γύρω τους άπλετος νέον φωτισμός. Απουσία σκιών. Πολύ κοντά τους ένας ένστολος «σεκιουριτάς» να τους παρατηρεί. Το σκηνικό θυμίζει «δίκη» του Κάφκα ή κακό όνειρο του Όργουελ. «Ο ορισμός της μοναξιάς», συλλογιέται ο Μανόλης Σερέτης σπρώχνοντας το καροτσάκι του, το γεμάτο με μπισκότα και δημητριακά, «ο ιδανικός τόπος για στοχασμούς περί του ανώφελου της ζωής και του θανάτου». Και λίγο πριν, λίγο μετά μας λέει: «…δεν έχω χρόνο να αισθανθώ μόνος στη γεμάτη από γεγονότα ζωή μου, αλλά εδώ μέσα αυτό συμβαίνει νομοτελειακά. Έτσι κι αναγκαστείς να απευθυνθείς σε κάποιον για οποιονδήποτε λόγο, θα σε κοιτάξει καχύποπτα. Οφείλεις να είσαι αυτάρκης εν μέσω της καταναλωτικής ευωχίας, αυτή είναι η κεντρική ιδέα. Στα σουπερμάρκετ με καταπλακώνει το αίσθημα της μοναξιάς σαν βράχος. Ίσως ακριβώς λόγω της αφθονίας- της απειρίας επιλογών».
Κι ενώ ο Μανόλης στοχάζεται, η σύζυγός του Τζένη, τον κοιτά υποτιμητικά. Τεντώνει τα τόξα των φρυδιών της. Ρίχνει το βέλος: «Δεν ξέρει καλά, καλά να ποτίζει τις γλάστρες στη βεράντα αλλά ονειρεύεται φυτείες κακάο στην ακτή του Ελεφαντοστού και καουτσούκ στη Σουμάτρα.»
Άντρες που επιμένουν να συναθροίζονται έξω απ’ τη Μεγάλη Σκηνή του Αρχηγού της Φυλής να κάθονται οκλαδόν να πίνουν μπύρες βλέποντας Champions ling και να μιλούν για τα κυνήγια τους!
Άντρες που πότε, πότε παρευρίσκονται και σε άλλες συναθροίσεις όπου κάποια ζητήματα τους κάνουν να ασφυκτιούν: «…οι πολιτικίζουσες αντεκλήσεις, οι αποπολιτικοποιημένες συζητήσεις, η ανταλλαγή πληροφοριών για παιδιά και σχολεία και ιώσεις, οι ιδέες, οι άνθρωποι, τα πράγματα –κυρίως οι σχέσεις όλων των πιο πάνω μεταξύ τους».
Άντρες που έρχονται αντιμέτωποι με «τα αρχέτυπα του νου» τους, μα και με τους απογόνους τους: «τα παιδιά μπορούν να γίνουν τόσο επικριτικά όσο η Παλαιά Διαθήκη. Όταν είναι μικρά ονειρεύονται να γίνουν μια τελειοποιημένη εκδοχή σου, αργότερα επιθυμούν να σε στήσουν στον τοίχο.»
Άντρες, (οι φεμινίστριες μη βιαστείτε να υψώσετε πανό με την επανάληψη της λέξης «άντρες»: υπομονή), οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση «συναισθηματικού αποσυντονισμού» που θα έλεγε κι ο Μοδινός μα που μετά από μερικά «διαδικαστικά πηδήματα» επέρχονται σε «κατάσταση αδιάφορης ισορροπίας που λέγαμε και στη φυσική».
Άντρες/Άνθρωποι που επιμένουν να ονειρεύονται: «Πίστευα από παιδί πως τα πάντα μπορούν να βελτιωθούν ακόμα κι αν παραμένουν τα ίδια. Και πίστευα επίσης, όταν μεγάλωσα πια, πως οι λέξεις μπορούν να κάνουν καλύτερες τις καταστάσεις –άντε όμως να βρεις τις κατάλληλες λέξεις.»
Επικίνδυνες σχέσεις λοιπόν κι ακατάλληλες λέξεις. Ίσως γιατί το αίσθημα του κινδύνου κάνει την αδρεναλίνη να κυλά. Και χωρίς αδρεναλίνη, ζωή δεν υπάρχει. Ίσως γιατί οι λέξεις υπήρξαν πάντα το προνομιακό καταφύγιο όλων των απειλούμενων από …κινδύνους.
Οι τόποι: όπου γης και πατρίς.
Πού συμβαίνουν όλα αυτά τα… μαγικά; Μα στη Μεγάλη μας πόλη. Πόλη της ελιάς και της υφάντρας Αθηνάς, εν έτει 20κάτι… μ.Κ. [μετά Κρίσεως (κι Αποκαλύψεως;) για να θυμηθούμε τα π.Κ. και μ.Κ. της …Στυμφαλίας του ίδιου συγγραφέως.
Ο γεωγράφος Μοδινός, ο πλάνητας δεν οδηγεί ετούτη τη φορά τους ήρωες του σε ανεύρεση πηγών Λευκού ή Γαλάζιου Νείλου, αναζήτηση πηγών θεού Ποταμού, (στον οποίο (δυστυχώς) δεν εμβαίνει κανείς δυο φορές) μήτε τους αφήνει να περιπλανηθούν σε βάθη άγριας Δύσης, ούτε και τους επιτρέπει να πατήσουν γκάζι σε εθνική οδό γυρεύοντας μια έξοδο απ’ τη δυστοπία τους.
Στο «Πλέγμα» ο Μοδινός με αγάπη, συμπάθεια, συμπόνια παρατηρεί τους ήρωές του να περιπλανώνται και να πλανώνται μες στα μικρά τους διαμερίσματα ή σε νοικιασμένα δωμάτια φτηνών ή ακριβών ξενοδοχείων. Σε βαγόνια τρένων ή διαδρόμους νοσοκομείων. Στον κόσμο τους τον μικρό. Μα και τον μέγα. Σε αχαρτογράφητες περιοχές του εαυτού τους. Φυγάδες κι αλήτες στην ίδια τους την πόλη. Και μήτε ένα σανδάλι στο ρύγχος της Αίτνας…
Ο χρόνος: Ο Χρόνος είναι ψέμα.
Εάν ο Μοδινός στην …Στυμφαλία βάζει τα ρολόγια να κυλίσουν πολλές ώρες μπροστά στο μέλλον, εάν στην Σχεδία γυρνά κάμποσες σελίδες πίσω τα ημερολόγια, σ’ ετούτο το μυθιστόρημα, «Το Πλέγμα», αφήνει τους ήρωές του να … πεζοπορούν erectus, sapiens και καμπούρηδες στον χρόνο τον παρόντα.
Κι αφήνει το Παρόν, ελεύθερο, αδέσποτο να φλερτάρει (εάν το αντέχει) με το Μέλλον, τις Συμπτώσεις, το Παρελθόν ή το Αεί.
Η «Ανθρώπινη Περιπέτεια»
Αειθαλές άλλωστε και …αιωνόβιο είναι και το θέμα του βιβλίου, το ίδιο που απαντάται σε όλα τα έργα του Μοδινού (και μάλλον σε όλα τα έργα της λογοτεχνίας μείζονα και ήσσονα): η «Ανθρώπινη Περιπέτεια», -ο όρος ανήκει «από καιρό» στον συγγραφέα.
Η περιπέτεια του Ανθρώπου που από τότε που έμαθε βάδισμα αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους φόβους του, του ανθρώπου που έξυσε κάποτε την άκρη απ’ το κοντάρι του, την έκανε λόχμη και βγήκε νύχτα στο δάσος γυρεύοντας θήραμα, του ίδιου εκείνου ανθρώπου που κυλίστηκε κάποτε σε σπηλιές του Νεαντετραλ αγκαλιά με τους πόθους του, στις ίδιες εκείνες σπηλιές που αργότερα στους τοίχους τους ζωγράφισε «τα αρχέτυπα του νου» του, ναι, σε εκείνες τις σπηλιές που κάποτε στην είσοδό τους είδε ίσκιους, κι έτη πολλά μετά είδε και τον ίσκιο των ονείρων του.
Η περιπέτεια του Ανθρώπου που από αφότου εμπέδωσε το βάδισμα έμαθε κι ανάγνωση. Κι από τότε ήταν… «γραφτό» κάθε που περιπατούσε να ανταμώνει τις χαμένες προσδοκίες του, τις μεγάλες ψευδαισθήσεις του.
H περιπέτεια του Homo, του erectus, του sapiens που έκανε τον «φόβο του θανάτου», «οίστρο της ζωής».
Ηomo faber – Homo ludens
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα έργα του Μοδινού (κάμποσα χρόνια, είναι η αλήθεια, μετά την έκδοσή τους), ιδιαίτερη αίσθηση/εντύπωση μου έκανε η «δομή» τους, η ύφανσή τους, εκείνα τα κάθετα νήματα, τα καμωμένα από beton-armee, που τράβαγαν οι Ντε Λίλο ή οι ΝτεΦόε καθώς… περιπατούσαν στις σελίδες του. Εκείνα τα κάθετα σχοινιά που τέντωναν στα βιβλία του πότε η Σόνταγκ, πότε ο Κόνραντ και λοιποί ευγενείς σχοινοβάτες..
Μα και … τα … οριζόντια νήματα…. Μάλλον τα… «πατώματα» που ο πολιτικός μηχανικός Μοδινός έχτιζε πάνω σε … γέφυρες αιωρούμενες. Ας θυμηθούμε εκείνα τα κεφάλαια στην «Σχεδία» που τιτλοφορούνταν: «Τι δε ζωγράφισε ο Ζερικώ», ας θυμηθούμε τις Παρεκβάσεις στην «Άγρια Δύση» ή τον χορό των γερόντων στην «Επιστροφή»….
Ναι, είναι καλός οικοδόμος, καλός «faber» ο Μοδινός. Ε, όποιος ξέρει να οικοδομεί, ξέρει και να υφαίνει.
Μα… εκτός από homo faber είναι και … homo ludens. Θυμάστε τον Χitskok πως πέρναγε μέσα απ’ τους ταινίες του, κρατώντας το πούρο του; Ε, κάτι τέτοιο δεν κάνει κι ο Μιχάλης Μοδινός; Θυμάστε τον Μάικ Μοντινός, στην Εκουατόρια, εκείνον που έπινε το φοινικόκρασο του σε μια βεράντα της Αλεξάνδρειας; Το ίδιο κάνει κι εδώ. Κάποια κυρία μες στις σελίδες του «Πλέγματος» ανακαλεί στη μνήμη της μια ωραία πρόταση που είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο του συγγραφέα Μιχάλη Μοδινού… Α! Μα να! Κι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ πεζοπορεί μέσα στις παραγράφους του βιβλίου, στις γειτονιές της Μεγάλης μας Πόλης –για να νικήσει ίσως, την κατάθλιψη… (Το ίδιο, νομίζω, έκανε κι ο Ντίκενς: έγραφε τον «Όλιβερ Τουίστ», και μετά έπαιρνε τους δρόμους…) Α! Ιδού κι ο Πέτρος Μάρκαρης! Πίνει τον καφέ ή το ποτό του, στου Γαβριηλίδη… Και συλλογιέται ίσως τον Γκαίτε… Να! Κι η Κατερίνα Σχινά, η πολυαγαπημένη, περνά κι εκείνη μέσα απ’ τις αράδες τους «Πλέγματος» και… παρασύρει (;) αγαθές Καικιλίες ή Ευγενίες στην … πλεκτική…
«Αόρατος θίασος», λοιπόν, «να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές»…
Και … μια και είπαμε για .. Γκαίτε:
«Η μεν τέχνη μακρά, ο δε βίος βραχύς.»
Καθώς αφηνόμουν στην ανάγνωση του «Πλέγματος» μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι περισσότεροι άνδρες που μιλούν σ’ ετούτο το βιβλίο αποτελούν περσόνες του ίδιου του συγγραφέα και οι περισσότερες γυναίκες είναι εμπνευσμένες από Ωραίες… σελίδες του βίου του. Λογικό. Δεν αντιγράφει μόνο η ζωή την τέχνη, ενίοτε συμβαίνει και το αντίστροφο: η τέχνη εμπνέεται απ’ την ζωή στα πλαίσια ενός ευγενούς αγώνα του εκάστοτε δημιουργού να νικήσει τη βραχύτητα του βίου. Alors, ne tuez pas l’ ecrivain –άλλωστε, οι συγγραφείς έχουν πεθάνει από καιρό…
Επιμύθιον
Παρ’ ότι είναι επικίνδυνο, στα «χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα που είθισται να δολοφονούν τους ποιητές», να επικαλείται κανείς στίχους του Καβάφη, εντούτοις θα το αποτολμήσω…. Νομίζω πως το «επιμύθιον» ετούτου του βιβλίου είναι πως: «έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην Πόλη ετούτη τη μικρή ,σε όλη τη γη τη χάλασες».
Ταύτιση και Αναγνώριση
Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήμουν φοιτήτρια, είχα διαβάσει ένα πολύ ωραίο κείμενο που μιλούσε για τις δυο «κυρίες», τις δυο «ladies» της Λογοτεχνίας: την «Ταύτιση» και την «Αναγνώριση». Δυστυχώς, όσο κι αν έψαξα κιτάπια και σεντούκια δεν κατάφερα να βρω σε ποιόν ανήκε το κείμενο εκείνο. Θυμάμαι όμως, πως τω καιρώ εκείνω πολύ μου είχε αρέσει κι έκτοτε έγινε μέσα μου κάπως σχεδόν σαν παιχνίδι, κάθε που τέλειωνα την ανάγνωση μιας μυθοπλασίας, να ρωτώ εαυτόν με ποιούς/ποιες ήρωες/ηρωίδες ταυτίστηκα και ποιούς/ποιες αναγνώρισα… Το ίδιο έκανα και τελειώνοντας την ανάγνωση του «Πλέγματος». Πολλοί και πολλές οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου που «αναγνώρισα» να διαβαίνουν τον «μικρό μου κόσμο». Και πολλοί οι τόποι της ψυχής μου που διέκρινα εντός τους. Στο τελικό ερώτημα, που ίσως θέτει ο κάθε αναγνώστης στον εαυτό του, με ποιόν από όλους τους ήρωες ταυτίστηκα, απαντώ: Ταυτίστηκα με εκείνον τον γεράκο, τον γεράκο εκείνον που οι συγγενείς τον οδηγούν στο νευρολόγο, εκείνον που κλαίει κάθε βράδυ στις ειδήσεις.-
Info: Μιχάλης Μοδινός, Το πλέγμα, Καστανιώτης