Tης Λίλας Κονομάρα.
Πώς είναι να ζεις στη «λάθος» πλευρά της πόλης; Να μεγαλώνεις σε κοινοτικά διαμερίσματα, μέσα στη φτώχεια, την παράλογη βία, την πορνεία, τα μαχαιρώματα, το κρακ και τις αμφεταμίνες; Να ανήκεις σε μια μειονότητα;
Με ιστορίες που αλληλοεπικαλύπτονται, με το παρελθόν να συμπλέκεται διαρκώς με το παρόν, στο μυθιστόρημά της Στην καρδιά της πόλης, η Ζέιντι Σμιθ παρακολουθεί την πορεία των τεσσάρων νεαρών ηρώων της από τα παιδικά τους χρόνια έως την ενηλικίωση. Απεικονίζοντας εξαιρετικά ζωντανά και εύστοχα τις διάφορες φάσεις από τις οποίες περνούν οι έφηβοι και μετέπειτα νεαροί ήρωές της, η συγγραφέας αποκαλύπτει τις ρωγμές που ανοίγει το πέρασμα του χρόνου, την απώλεια της αθωότητας, τις καθοριστικές στιγμές όπου συντελούνται οι μεγάλες αλλαγές. «Όλοι γουστάρουν ένα μαύρο φιλαράκι όταν είναι δέκα χρονώ. Με το άδειο κεφαλάκι του. Όλο γλύκα και ζωντάνια. Μετά γίνεται πρόβλημα. …Άπαξ και μεγάλωσες δεν υπάρχει τρόπος να ζήσεις σ’ αυτή τη χώρα. Με τίποτα. Δεν σε θέλουν, δεν σε θέλουν οι δικοί σου, δεν σε θέλει κανένας», λέει ο Νέιθαν ένας από τους ήρωες που, αν και πολλά υποσχόμενος ως έφηβος, κατέληξε στους δρόμους, χωμένος στα ναρκωτικά.
Η Λία, πτυχιούχος ανωτάτης σχολής εργάζεται στο δήμο, σε μια θέση που δεν ανταποκρίνεται στα προσόντα της οργανώνοντας υπηρεσίες κοινής ωφελείας και ταυτόχρονα αμφισβητώντας έντονα τη χρησιμότητα της δουλειάς της της οποίας το σοβαροφανές ιδίωμα και οι πομπώδεις εκφράσεις δεν συγκαλύπτουν την ουσιαστική αναποτελεσματικότητα. «Εδώ», όπως λέει, « τα κακά στοιχήματα ενός έθνους μετασχηματίζονται σε μια εικονική όψη του συλλογικού καλού: ομάδες παιχνιδιού μετά το σχολείο, μεταφραστικές υπηρεσίες, καθάρισμα κήπου για τους ηλικιωμένους, ραφή παπλωμάτων για τους κρατούμενους». Η Λία είναι παντρεμένη με τον Μισέλ έναν κομμωτή μισό Αλγερινό μισό Τζαμαϊκανό αλλά, παρόλο που τον αγαπά, του κρύβει πως δεν θέλει να κάνει παιδί μαζί του επειδή φοβάται το πέρασμά του χρόνου και θέλει να παραμείνει νέα.
Η φίλη της η Κίσα, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από το οικογενειακό της παρελθόν, απ’ αυτή την πλευρά του Λονδίνου, γίνεται δικηγόρος, αλλάζει το όνομά της σε Νάταλι και παντρεύεται έναν πλούσιο επιχειρηματία, μισό Ιταλό, μισό Αφρικανό. Παρά τις φαινομενικά επιτυχημένες επιλογές της, διατηρεί παράλληλα μια κρυφή ερωτική ζωή.
Ο Φήλιξ, δυο χρόνια καθαρός από ναρκωτικά, παλεύει να στήσει μια καινούρια ζωή με τη φίλη του παρότι το παρελθόν του τον κυκλώνει απειλητικά.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπινους τύπους, ήρωες μιας πολυεθνικής κοινωνίας, με συχνά έντονα διαταραγμένο παρελθόν που πασχίζουν να στήσουν τη ζωή τους. Διχασμένες ταυτότητες, διχασμένες επιλογές, ενοχές και αδιέξοδα. Έχοντας μεγαλώσει στις τεράστιες εκείνες εργατικές κατοικίες που – οποία ειρωνεία- φέρουν το όνομα άγγλων φιλοσόφων, κάποιοι απαρνούνται ο παρελθόν τους, «μεταμφιέζονται» όπως η Κίσα-Νάταλι και δημιουργούν μια εικόνα επίπλαστης ευτυχίας βασισμένη μόνο στην κοινωνική ευμάρεια, διαρκώς αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα στην πραγματικότητα της μειονότητας και τις επιταγές του mainstream. Κάποιοι, όπως ο Μισέλ, πιστεύουν στην πρόοδο, σε μια καλύτερη ζωή ενώ άλλοι, όπως η Λία ή η αυτοκαταστροφική Άνι θεωρούν πως «η ζωή δεν είναι βιντεοπαιχνίδι», δεν υπάρχει βελτίωση, δεν περνάς σε καλύτερο επίπεδο όσο κι αν προσπαθήσεις ούτε και μπορείς να αγνοείς αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Όλοι πάντως δείχνουν να μην μπορούν να διαχειριστούν αυτό που τους συμβαίνει και κρύβονται είτε πίσω από ένοχα μυστικά είτε από μια μόνιμη αδιαφορία και αποχαύνωση, καθισμένοι μπροστά σε μια οθόνη, καταφεύγοντας στην τεχνολογία που επιτείνει την απομόνωση αντίθετα με τα όσα υπόσχεται.
Από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, η ιστορία του Φήλιξ ξεδιπλώνεται στο διάστημα μιας ημέρας, καταδεικνύοντας μαζί με άλλα στοιχεία του βιβλίου τις επιρροές της Σμιθ από τον Τζόυς και τη Γουλφ. Ωστόσο δεν μοιάζει να ενισχύει τη συνεκτικότητα της δομής καθώς πολύ χαλαροί δεσμοί την συνδέουν με τις υπόλοιπες. Θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει από μόνη της το θέμα ενός άλλου βιβλίου.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι αναμφισβήτητα η γλώσσα την οποία η συγγραφέας χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία. Μια γλώσσα ζωντανή, απολαυστική και αιχμηρή, πλούσια και ταυτόχρονα ελλειπτική που άλλοτε θυμίζει τράβελινγκ κάμερας που καταγράφει τα πάντα, άλλοτε έκρηξη που απελευθερώνει θραύσματα σκέψεων και συνειρμών και αποκαλύπτει χάσματα, κινούμενη ανάμεσα στη slang του νοτιοδυτικού Λονδίνου, τον παραισθητικό λόγο των ναρκωτικών, την ξύλινη γλώσσα των διαφόρων επίσημων αρχών, τον κατασκευασμένο λόγο ενός επινοημένου εαυτού, τις ονειροπολήσεις της εφηβείας, την υπεροπτική πλήξη της νεότητας, την οργή, την αβάσταχτη θλίψη αλλά και την αισιοδοξία της, τον παλμό μιας σύγχρονης μεγαλούπολης. Μια γλώσσα που έχει δεχθεί σαφείς επιρροές από τον μοντερνισμό και τη ροή της συνείδησης και ταυτόχρονα μια γλώσσα πολύ σύγχρονη την οποία δεν καταφέρνει πάντα να αποδώσει με επιτυχία η μετάφραση.
Ζέιντι Σμιθ Στην καρδιά της πόλης
Εκδ. Μεταίχμιο
Μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη