Του Θανάση Μήνα.
Η νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ – Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου – του αγγλο-πολωνού αυτού συγγραφέα γράφτηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε το 1897, δηλαδή δύο χρόνια πριν από την Καρδιά του σκότους. Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια συντομευμένη προδρομική εκδοχή του αριστουργήματος που επέβαλε τον Κόνραντ ως έναν από τους κολοσσούς της μοντέρνας λογοτεχνίας. Ο χωροχρόνος εξάλλου είναι κοινός στα δύο έργα: η Κεντρική Αφρική της εποχής της αποικιοκρατίας και ειδικότερα το Βελγικό Κονγκό. Το κυνικά επονομαζόμενο και «Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό» ιστορικά αποτέλεσε μια κτηνωδία ακόμη και μέσα στη γενική φρίκη της περιόδου της αποικιοκρατίας. Παραχωρημένο στον Λεοπόλδο Β’ ύστερα από το Συνέδριο του Βερολίνου (1885), με το οποίο οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μοιράστηκαν την επικυριαρχία τους στην Αφρική, το Βελγικό Κονγκό δεν είχε καν το καθεστώς της αποικίας (colony) ή της κτήσης (dominion)∙ ήταν -ψυχρά- η ιδιοκτησία, το προσωπικό φέουδο του Βέλγου μονάρχη: ένας ιδιωτικός Λεβιάθαν έκτασης περίπου 900.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στον οποίο ο γηγενής πληθυσμός τελούσε υπό συνθήκες δουλοκτησίας. Υπολογίζεται ότι οκτώ έως εννέα εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονήθηκαν δουλεύοντας υπό απάνθρωπες συνθήκες στα πλούσια σε πρώτες ύλες ορυχεία της χώρας μέχρι τον θάνατο του Λεοπόλδου το 1909. Ο Κόνραντ, ναυτικός στο επάγγελμα, ταξίδεψε ως το Βελγικό Κονγκό και είδε από πρώτο χέρι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ωμότητα της αδίστακτης εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο, εκεί όπου επικρατεί ιδεολογικά ο κοινωνικός δαρβινισμός ή, αλλιώς, εκείνος ο «απονενοημένος φιλελευθερισμός», τον οποίον επισήμανε έγκαιρα και καταδίκασε ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ.
Κεντρικοί ήρωες της νουβέλας είναι ο γραφειοκράτης Κάιερτς και ο πρώην στρατιωτικός Καρλιέ, οι οποίοι στέλνονται από την ανώνυμη Εταιρεία για να κάνουν κουμάντο σε κάποιον απομονωμένο εμπορικό σταθμό στις όχθες του ποταμού Κονγκό. Η Αφρική, ή πιο σωστά ο πλούτος της, φαντάζει στα μάτια τους ως η Γη της Επαγγελίας των φιλοδοξιών τους. Θεωρούν πως, ό,τι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν στην Γηραιά Ευρώπη, δικαιούνται πλέον να το καρπωθούν – με κάθε μέσο.
Κάπως δευτερεύοντα ρόλο έχει ο μαύρος Μακόλα, κατά κάποιον τρόπο ο επιστάτης της υπόθεσης, ο οποίος όμως γνωρίζει τα κατατόπια καλύτερα από τα αφεντικά του. Ο Κόνραντ χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά το χαρακτήρα του επιστάτη προκειμένου να εξερευνήσει τη σχέση αφέντη και δούλου. Ο τελευταίος, που φέρεται να έχει ανελιχθεί στην ιδιόρρυθμη αυτή κοινωνική ιεραρχία, δεν διστάζει να ανταλλάξει κι ο ίδιος τους υφιστάμενούς του με ελεφαντόδοντο.
Οι Κάιερτς και Καρλιέ κουβαλούν μαζί τους στην Αφρική τα στερεότυπα, τις ιδεοληψίες τους και κυρίως την αλαζονεία τους. Πιστεύουν στην «ανωτερότητα του είδους τους» και στην «εκπολιτιστική αποστολή τους». Ως εκ τούτου αρνούνται να σεβαστούν τις συνήθειες και τα ήθη των ντόπιων και το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής. «Οι πλέον απροσάρμοστοι στα βάθη της Αφρικής (…) εμφανίζονται οι Ευρωπαίοι» σημειώνει ο Γιώργος Λαμπράκος στο εμπεριστατωμένο επίμετρό του. Βαθμιαία η ένταση στη σχέση των Κάιερτς και Καρλιέ αυξάνεται, καθώς υφίστανται ολοένα και πιο πολύ την πίεση ενός περιβάλλοντος στις ανάγκες του οποίου αρνούνται να προσαρμοστούν. Όταν αρχίζουν να τους τελειώνουν οι προμήθειες, ψυχολογικά σπάνε και συγκρούονται μεταξύ τους, ενόσω περιμένουν για ανεφοδιασμό το ατμόπλοιο της Εταιρείας, το οποίο όμως δεν φτάνει ποτέ (όχι έγκαιρα έστω). Υπό αυτό το πρίσμα, οι Κάιερτς και Καρλιέ θα μπορούσαν να ειδωθούν ως μακρινοί μπεκετικοί ήρωες οι οποίοι, αν και στέκουν στον αντίποδα των Μερσιέ και Καμιέ, μοιράζονται με τους τελευταίους την αίσθηση της διάψευσης των προσδοκιών τους.
Ο Κόνραντ σ’ αυτή τη νουβέλα του, όπως και στα περισσότερα έργα του, κάνει ένα σχόλιο πάνω στην έννοια της προόδου. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου έχει δύο όψεις. Η μια της όψη είναι αυτή της ωφέλιμης δημιουργίας. Η άλλη όμως είναι αυτή της αδυσώπητης φρίκης.
Οι αρετές της αφηγηματικής τεχνικής του Κόνραντ (κοφτός ρυθμός, ακονισμένη γλώσσα) είναι εμφανείς και σ’ αυτό του το έργο. Η ικανότητά του να εκθέτει την προσωπική φιλοσοφία του με απόλυτη σαφήνεια, χρησιμοποιώντας λιτά πλην όμως επαρκέστατα εκφραστικά μέσα, αναδεικνύεται χάρη στην πολύ προσεγμένη μετάφραση.
INFO: Τζόζεφ Κόνραντ – Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου
Εκδ. Οκτώ, σελ. 69
Μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Λαμπράκος
Ο Κόνραντ πάντοτε σπουδαίος.