Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ο Επίτροπος (1855) και οι Πύργοι του Μπάρτσεστερ (1857), τα δύο μυθιστορήματα με τα οποία οι εκδόσεις Gutenberg αποφάσισαν να συστήσουν τον Antony Trollope στο ελληνικό κοινό, δεν αποκαλύπτουν ενδεχομένως από την πρώτη στιγμή στον αναγνώστη τη σημασία και το βάρος τους. Γιατί, επί παραδείγματι, θα πρέπει να παρακολουθήσουμε από κοντά (με άπειρες λεπτομέρειες και εκτενή σχόλια) τη ζωή ενός στενού κύκλου ανθρώπων, που προέρχονται πρωτίστως από τους κόλπους της Εκκλησίας, σε μιαν επαρχιακή βρετανική πόλη, το Μπάρτσεστερ, η οποία δεν ανήκει καν στην πραγματικότητα, αποτελώντας προϊόν της συγγραφικής φαντασίας; Και για ποιον λόγο επίσης είναι αναγκαίο να υπομείνουμε, ιδίως στους ογκώδεις Πύργους του Μπάρτσεστερ, μια πλοκή η οποία καθυστερεί υπερβολικά να εξελιχθεί, προχωρώντας κάθε φορά (αν και όσο προχωρεί) με πολύ μικρά βήματα;
Διάβασα και τα δύο βιβλία του Τρόλοπ σε δύσκολες μάλλον συνθήκες: καθηλωμένος στο κρεβάτι από δυνατούς πόνους στο ισχίο οι οποίοι έκαναν τα πάντα άβολα – όχι μόνο την κίνηση, που ήταν για καιρό σχεδόν αδύνατη, αλλά και την κατάκλιση, που προκαλούσε παρατεταμένο εκνευρισμό. Κι όμως. Τίποτε από όσα ανέφερα προεισαγωγικά δεν ήρθε να επιβαρύνει την ανημπόρια μου ή να μεγαλώσει τον εκνευρισμό μου. Το ακριβώς αντίθετο, θα έλεγα. Η αφήγηση του Τρόλοπ, ενός στιβαρού εκπροσώπου του βικτωριανού μυθιστορήματος, με έβαλε βαθιά μέσα στους χαρακτήρες και τις συγκρούσεις τους, μετατρέποντας γρήγορα τη φαινομενική ακινησία της δράσης σε ένα τοπίο πολλαπλών (όχι μόνο εξωτερικών αλλά και εσωτερικών) μεταλλαγών, όπου ενώ τα πάντα μένουν από τη μια μεριά σταθερά και απρόθυμα για την οποιαδήποτε ρήξη, τείνουν την ίδια ώρα να ανοιχτούν σε έναν καινούργιο, εντελώς διαφορετικό κόσμο.
Όλα, νομίζω, ξεκινούν από τους χαρακτήρες, κοινούς εν πολλοίς και για τα δύο μυθιστορήματα: τον Σέπτιμο Χάρντινγκ (όταν το πνεύμα του αγαθού συμπλέει με τον φοβικό δισταγμό), το ζεύγος Πράουντι (στον έναν τροχό η συζυγική δεσποτεία, στον άλλο η συζυγική υποταγή), τον Σλόουπ (το προκλητικότερο δραματουργικά πρόσωπο των Πύργων του Μπάρτσεστερ), τον δόκτορα Γκράντλι (η αποθέωση της ίντριγκας δεν αποκλείει την τέχνη του συμβιβασμού), την Έλινορ Μπολντ (ένα ακόμα αγαθό πνεύμα, όπως ο πατέρας της Σέπτιμος) και τη Σινιόρα Νερόνι (που δεν χάνει ποτέ την ερωτική της δύναμη κόντρα στην εμφανή αναπηρία της). Οι αδυναμίες, οι πονηριές, οι υπολογιστικές προθέσεις, οι υποχωρήσεις, αλλά και οι δεξιότητες, η μεγαλοσύνη και τα υψηλά αισθήματα των χαρακτήρων συνιστούν ένα πλέγμα στάσεων και συμπεριφορών που θυμίζει το Middlemarch της George Eliot (μόλις πριν από μερικές ημέρες διάβασα πως η Έλιοτ είχε επηρεαστεί καθοριστικά από τον Τρόλοπ).
Και ιδού πώς όλα αυτά τα μικρά, τα καθημερινά και τα λεπτομερειακά της βικτωριανής λογοτεχνίας μάς οδηγούν σιγά-σιγά στο μείζον σύνολο: σε μιαν Αγγλία που αλλάζει όσο κι αν αντιστέκεται, σε μιαν εποχή που μεταμορφώνεται όσο κι αν προσπαθεί πεισματικά να το αποφύγει. Πρόκειται για μιαν αιώρηση η οποία συνοψίζει ωραία τη μόνιμη πολιτική αμφιθυμία του Τρόλοπ. Από τα αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά του, μια και έγινε ήδη λόγος περί πολιτικής, θέλω να αναφέρω μόνο ένα: την καχυποψία του απέναντι στην επιρροή του Τύπου, που χωρίς να καταλήγει στην ανοιχτή καταγγελία, προλαβαίνει να σχολιάσει κοινωνιολογικά εκτραχύνσεις οι οποίες στις ημέρες μας έχουν γίνει συρμός.
Εύφημος μνεία ανήκει στις μεταφράστριες: στη Σάντυ Παπαϊωάνου για τον Επίτροπο και στην Ισμήνη Καπάνταη για τους Πύργους του Μπάρτσεστερ, που εγκλιμάτισαν τον Τρόλοπ σε ελληνικά τα οποία ανταποκρίνονται στον ιστορικό του χρόνο χωρίς να φαντάζουν παλαιικά.