Στα χνάρια του Ανδρέα Εμπειρίκου (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
1203

 του Φίλιππου Φιλίππου

 

 

Γεννημένη στην Κέρκυρα το 1985, η Αλεξάνδρα Κ* είναι γνωστή για τα βιβλία που έχει γράψει για παιδιά. Τώρα δοκιμάζει τις ικανότητές της στη λογοτεχνία για μεγάλους με το μυθιστόρημα που φέρει τον αινιγματικό τίτλο Πώς φιλιούνται οι αχινοί. Αξιοποιώντας τις ποικίλες σπουδές της, θεατρικές στο ΑΠΘ, υποκριτικής στο ΚΘΒΕ, κινηματογραφικού σεναρίου στη Νέα Υόρκη, τη θητεία της ως αρθρογράφου σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και ως κειμενογράφου στη διαφήμιση, επίσης σεναριογράφου στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, η συγγραφέας ξεκινάει την παράξενη ιστορία της με τον μονόλογο ενός άνδρα. Ο άνδρας αναφέρεται στη μαμά του που μαγειρεύει κοκκινιστό, στον μπαμπά του  που έχει μουστάκι και στη μικρή του αδελφή που την αγαπούν περισσότερο από αυτόν «παρόλο που κανείς τους δεν ξέρει σε τι χρησιμεύει». Αργότερα, συναντάει μιαν Έρση που την λέει σκυλόψαρο, η οποία «μασάει σίδερα» και «φυσάει τσιχλόφουσκες», τον «φιλάει με τα χέρια» και κάνει «καινούργιο δέρμα». Μετά η Έρση τον αρπάζει «με μπούτια τανάλιες» και πάει στο χωριό της να σκεφτεί επειδή κουβαλάει το παιδί του –ωστόσο ο αφηγητής είναι, λέει, αδερφή. Έπειτα ο ήρωας ανεβαίνει στη μηχανή κάποιου που του έβρισε τη μάνα και τον πατέρα και πάνε στη Σέριφο για μπάνιο, όπου κάνουν έρωτα («του ’σκισε τον αιθέρα», διαβάζουμε), έπειτα τηλεφωνεί στην Έρση.

Κάπως έτσι προχωράει το μυθιστόρημα, όπου πρωταγωνιστούν κι άλλα πρόσωπα: ο Βίκτωρ Π. Παντάς, ποιητής κι εκδότης λογοτεχνικού περιοδικού, ο εραστής της Έρσης, μια Νατάσα, που συνουσιάζεται με τον Βίκτωρα, ο Διονύσης, ο Βικέντιος, ο Γώγος, η Λένια, ο Άλκης και άλλοι ). Υποτίθεται πως η ιστορία διαδραματίζεται ένα καλοκαίρι στην Αθήνα, μια πόλη «που στενεύει μέρα τη μέρα», μολονότι υπάρχουν μνήμες των ηρώων από άλλα μέρη της Ελλάδας.

Όπως υποψιάζεται ο επαρκής αναγνώστης, το μυθιστόρημα είναι μοντέρνο στη σύλληψη και στην εκτέλεση, δεν έχει αδελφάκια στην ελληνική λογοτεχνία, είναι πρωτότυπο και χρειάζεται απέραντη υπομονή για να φθάσεις στο τέλος. Διαθέτει όμως μια αναπάντεχη γοητεία, αφού είναι πλημμυρισμένο με φιλοσοφικές σκέψεις, με αναφορές σε ποικίλα πρόσωπα, υπαρκτά ή όχι, με ερωτικές σκηνές άπειρου κάλλους, με λέξεις που συνδέονται με την σεξουαλική πράξη, με το ρήμα γαμώ σε πολλούς χρόνους, και κυρίως με αναρίθμητες λέξεις φτιαγμένες από την συγγραφέα: ενδορήγνυμι, περιφραστής, ποιητογράφημα, ανακενίζοντας, ειλωτεία, φρικωδία, δυσυπαρξία, δυσθωπεία, περιάπτομαι, περιθάλλομαι,   αναφορές στη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα, το Παγκράτι, το Κολωνάκι, τον Λυκαβηττό, και πολλές ποιητικές και ταυτόχρονα ακατανόητες φράσεις που παραπέμπουν στον υπερρεαλισμό και συγκεκριμένα στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Διαβάζουμε: «Ακούει το βογκητό της στα μηνίγγια του και τα βυζιά της να καλπάζουν άρρυθμα μες στα μούτρα κάποιου ανώνυμου τίποτα», «άνοιξε μηχανικά το πακέτο των τσιγάρων του για να σιγουρευτεί πως ήταν εντελώς άδειο, πως κανένα τσιγάρο δεν είχε κρυφτεί σε καμία γωνία», «η Λένια κουβαλά στις πλάτες της μιαν εκατονταμελή οικογένεια, τρία υπουργικά συμβούλια και πέντε πατριάρχες», «Πείτε μου ,γιατί αντιστέκεστε στο κατεπείγον της ποίησης;» Άραγε θέλησε η συγγραφέας να βαδίσει στα χνάρια του Εμπειρίκου ή να δημιουργήσει ένα δικό της, ένα προσωπικό της λογοτεχνικό είδος;

Υπάρχει στην πλοκή και μια βομβιστική ενέργεια, η έκρηξη βόμβας στο υπουργείο Ανάπτυξης, η εξαφάνιση της Έρσης, καθώς και η αυτοκτονία κάποιας Αλεξάνδρας, ποιήτριας και πρώην ηθοποιού, στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν στην ιστορία μιαν αστυνομική ατμόσφαιρα κάτι που ασφαλώς δεν είναι στις προθέσεις της συγγραφέως.

Είναι πλέον φανερό πω η Αλεξάνδρα Κ* έχει διαβάσει τα άπαντα του Εμπειρίκου ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος του τεράστιου έργου του, από την Υψικάμινο έως το Ο Μέγας Ανατολικός (ο Εμπειρίκος ως όνομα εμφανίζεται προς το τέλος, στη σελίδα 180). Είναι επίσης εμφανές πως οι περιγραφές της, οι θεατρικοί διάλογοι (όπου περιλαμβάνονται και οι σιωπές), και η ειρωνεία της σκοπεύουν στο να σχολιάσουν την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις, την ελληνική οικογένεια. Σίγουρα η γραφή της εντυπωσιάζει με την ποικιλοχρωμία της και ο γοητευμένος αναγνώστης της θα ευχόταν το επόμενο μυθιστόρημά της για μεγάλους να μην είναι τόσο μοντέρνο, να έχει περισσότερη σαφήνεια, ώστε να γίνει πιο απολαυστικό.

 

 

info: Αλεξάνδρα Κ*, Πώς φιλιούνται οι αχινοί, Εκδόσεις Πατάκη, 2017, σελ. 264

Προηγούμενο άρθροΓια το ιλαρό μηδέν του Κώστα Βραχνού (του Γιάννη Παλαβού)
Επόμενο άρθροΣήμερα 9μμ στο Premier το Dirty Valentine ( που, ποιοι, πώς πάμε, το πάρτυ κλπ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ