Στα νερά της λίμνης Δοϊράνης (της Χρύσας Φάντη)

0
641

της Χρύσας Φάντη

 

 

Στα Ταραγμένα νερά (Μεταίχμιο, Απρίλης 2018) της Χρύσας Σπυροπούλου η αφήγηση ξεκινά με μια εξαφάνιση(1). Η Σάρα Ανδρέου, συγγραφέας και σεναριογράφος, χάνεται ενώ κολυμπά στα νερά της λίμνης Δοϊράνης. Μάρτυρας της εξαφάνισής της είναι ο συνοδός της, Γιάννης Ιωάννου. Το αιφνίδιο αυτό γεγονός μέσα σε ένα τοπίο γαλήνιο και μυστηριακό, θα μπορούσε να κατατάξει το μυθιστόρημα στο νουάρ, αν τα χρώματα και η όλη ατμόσφαιρα δεν ήταν τόσο φωτεινά και μεσογειακά. Ωστόσο, η σύνθεσή του, τονίζοντας την αντίθεση ζωή-θάνατος, χαρίζει στην εξιστόρηση το στοιχείο της έκπληξης.

Ο Γιάννης Ιωάννου έδεσε στα γρήγορα το φουσκωτό στην ακτή και έτρεξε στο ξενοδοχείο. Με το κεφάλι συγκρατούσε το κινητό του τηλέφωνο στον ώμο και μιλούσε γρήγορα, κόβοντας τις φράσεις του. Δεν έβλεπε μπροστά του. Έτρεχε, θαρρείς, στα τυφλά. […] Εκείνη την πρωινή ώρα λίγα παιδιά έπαιζαν στην όχθη, ενώ από μακριά, μάλλον από κάποιο ανοιχτό παράθυρο σπιτιού ή αυτοκινήτου, ακουγόταν ένα τραγούδι, κάτι ανάμεσα σε λυγμό ή παράπονο. (Κεφ. 1, Τα ήσυχα νερά της λίμνης ταράζονται, σελ. 7)

Η εσπευσμένη άφιξη του αστυνόμου Ηλιού και της βοηθού του στον τόπο της εξαφάνισης, θα προκαλέσει αλυσιδωτές αναταράξεις στο στενό οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον της Ανδρέου και τα απόνερα αυτών των αναταράξεων δεν θα αφήσουν ανέπαφους ούτε τους διαμένοντες στο ξενοδοχείο ούτε τους κατοίκους του επαρχιακού και εν πολλοίς απομονωμένου τοπικού περίγυρου. Μια ομάδα ανθρώπων μπαίνει στο στόχαστρο των δύο αστυνομικών.

Ο αστυνόμος Ηλιού, κρατώντας την ταμπακιέρα του με τα άφιλτρα τσιγάρα, πλησίασε τον Γιάννη, που εκείνη τη στιγμή, όρθιος έδειχνε να παρακολουθεί τις νυχτερινές ειδήσεις στην τηλεόραση του σαλονιού […] Η φωνή της Σάρας ακουγόταν καθαρή και έκανε τα μηνίγγια του να χτυπούν […] Η ταχύτητα, του είχε πει κάποτε η Σάρα, την κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται στα όριά της, το μεταίχμιο μεταξύ του χώρου και του κενού της δημιουργεί την ικανοποίηση που αισθάνεται κανείς κατά τη διάρκεια της ερωτικής συνεύρεσης. (Κεφ. 5, Μία σου και μία μου ο Ιωάννου με τον Ηλιού, σελ. 27-28)

 Ο Ηλιού με τη βοηθό του, την υπαστυνόμο Γεωργίου, ερευνούν την προηγούμενη ζωή του θύματος, ανακρίνουν και παρακολουθούν στενά μια πλειάδα από πιθανούς ενόχους. Πρώτος ύποπτος ο Ιωάννου, και στη συνέχεια, η πρώην ερωμένη του, Κορίνα και ο πρώην εραστής της Σάρας, Άραμ Μανουκιάν. Τόσο η πολύπλευρη και αντιφατική προσωπικότητα της εξαφανισμένης, όσο και η προβληματική σχέση της με τον Ιωάννου αλλά και οι επερχόμενοι φόνοι της μητέρας της, της Φαίδρας, και του ετεροθαλούς αδελφού της, του Μάρκου, θα περιπλέξουν το αίνιγμα προσθέτοντας στους βασικούς ύποπτους τον πατριό της, άνθρωπο σκοτεινό που έχει συμφέρον από την πατρική περιουσία της, την Ουκρανή οικιακή βοηθό, και άλλους που επίσης είχαν αντιπαραθέσεις μαζί της και πιθανά οφέλη απ’ την εξόντωσή της.

Μέσα από ένα επιλεγμένο διάκοσμο όπου κυριαρχεί το κινηματογραφικό σασπένς, η Χρύσα Σπυροπούλου δημιουργεί ένα πολυπρόσωπο ψυχογράφημα με εστίαση σε θεμελιώδη και διαχρονικά υπαρξιακά προβλήματα όπως η απληστία και το πάθος, το πένθος και η απώλεια, η ανασφάλεια και η έλλειψη σταθερότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, ζητήματα που φαίνεται να επηρεάζουν καθοριστικά τις κινήσεις των ηρώων της.  Η δράση θα μεταφερθεί από τη λίμνη της Δοϊράνης σε ποικίλα άλλα σημεία του νομού Κιλκίς (στον Λαϊλιά, στον Κουλά, στη Βυρώνεια, στο όρος Μπέλες, στις Μουριές, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στον Σταυρό) αλλά και στις Σέρρες (γενέθλιο τόπο της ίδιας της Χρύσας Σπυροπούλου) και τη Θεσσαλονίκη, την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, τη Σόφια, την Κωνσταντινούπολη, την Ουκρανία, σε μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα που έχει πάντα την αναφορά της στο θολό και ατμοσφαιρικό τοπίο της Βορείου Ελλάδος. Όλα παρουσιάζονται ρεαλιστικά και αληθοφανή, το ίδιο και οι περιγραφές των τοπίων, δεν λείπουν όμως και οι λυρικές πινελιές.

Τα πλατάνια, οι βελανιδιές, τα σκλήθρα που παρεμβάλλονταν και ξεφύτρωναν, θαρρείς, μέσα από τις πέτρες σχημάτιζαν ένα φυσικό στέγαστρο που έφραζε τις ακτίνες του ήλιου και τις εμπόδιζε να εισχωρήσουν στο δάσος […] Την ηρεμία διέκοψε ο ήχος του κινητού της Γεωργίου. (Κεφ. 12, Με τα λαγωνικά στο δάσος, σελ. 83).

Το αστυνομικό μυθιστόρημα μέχρι και σήμερα θεωρείται από πολλούς ως ένα κατ’ εξοχήν λαϊκό ανάγνωσμα. Ο ίδιος ο George Simenon το κατατάσσει στα προϊόντα που δεν  ανταποκρίνονται στην ανάγκη του δημιουργού τους για καλλιτεχνική έκφραση, ο δε S. S. Van Dine δηλώνει ότι ο αναγνώστης τους δε μπορεί να αναζητά σ’ αυτό ούτε λογοτεχνικούς φραμπαλάδες, ούτε υφολογικές δεξιοτεχνίες, ούτε βαθιές αναλύσεις. Το παρομοιάζει μάλιστα με κάποιο πνευματικό ερέθισμα ή είδος διανοητικής δραστηριότητας σαν αυτή που δοκιμάζει κάποιος όταν παρακολουθεί έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή λύνει ένα σταυρόλεξο (2). Στις μέρες μας, όμως, το συγκεκριμένο είδος έχει γίνει περισσότερο  σύνθετο και πολυθεματικό, συχνά μάλιστα εμφανίζεται να συνομιλεί με είδη τέχνης και δημιουργίας πολύ πιο απαιτητικά, όπως η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες, η φιλοσοφία, η ψυχιατρική, η εγκληματολογία, και γενικότερα οι φυσικές και ανθρωπιστικές σπουδές. Σε μια τέτοια κατεύθυνση, και στα χνάρια της Αγκάθα Κρίστι και της Πατρίτσια Χάισμιθ, τα Ταραγμένα Νερά συγκροτούν ένα σύγχρονο αστυνομικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, δομημένο πάνω σε έναν καμβά που συνομιλεί με το δυσερμήνευτο της ζωής και το αλλόκοτο της ανθρώπινης φύσης. Ένα πυραμοειδές αίνιγμα, που με τα ίδια του τα στοιχεία (σύγχυση και αινιγματικότητα, πολυπλοκότητα και αμφιβολία), καταφέρνει να διασώσει την τάξη σε περιστάσεις  χάους και αταξίας (3).

  1. Η  ιστορία που μας αφηγούνται τα Ταραγμένα Νερά έχει αρχίσει να αποτυπώνεται και να αναπτύσσεται από τη συγγραφέα εδώ και μια εικοσαετία και σε μια πρώτη  μορφή της κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ το 1998.
  2. Α) George Simenon, Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου, στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Σοκόλη, Αθήνα 2007, σελ. 67. Β) Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου, ό.π. σελ. 78. Δες Άννα Κοντοπίδου, Πτυχές του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, Α.Ε.Μ. 951. Φιλοσοφική Σχολή Α.Π.Θ., Μεταπτυχιακό Τμήματος Φιλολογίας, Επόπτρια καθηγήτρια: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Αθήνα, 2009, σελ.38.
  3. Χόρχε Λουί Μπόρχες, Το αστυνομικό διήγημα, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Άγρα 1986, σελ. 414.

 

 

info: Χρύσα Σπυροπούλου, Ταραγμένα νερά, Μεταίχμιο 2018

 

 

Προηγούμενο άρθροΑλεξάνδρα Μπακονίκα, Χαριτίνη Ξύδη:Η ασπαίρουσα αγαλλίαση του έρωτα (του Γ.Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΓιάννης Γορανίτης, Βραβείο Αναγνώστη για πρωτοεμφανιζόμενο πεζογράφο(συνέντευξη στην Γιούλη Αναστασοπούλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ