Στήνοντας μια βιβλιοθήκη για τη δεκαετία του ΄80 στο Γκάζι (του Β. Χατζηβασιλείου)

0
868

                                

 

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

Η δεκαετία του 1980 είναι η δεκαετία κατά τη διάρκεια της οποίας η γενιά μου έζησε την πρώτη της νιότη.  Τα πάντα, προφανώς, ήταν εκείνα τα χρόνια για μας πρωτόφαντα: λογοτεχνικές τάσεις, φιλοσοφικές ιδέες, καλλιτεχνικές και πολιτικές  αναζητήσεις. Πρωτόφαντα ήταν και τα πρόσωπα: όλοι μεγαλύτεροι ημών (ακόμα και οι άνθρωποι λίγο πάνω από τα τριάντα) και με μια παρουσία που φαινόταν στα μάτια μας δυσθεώρητη. Σαράντα σχεδόν χρόνια αργότερα (αν πιάσουμε τη δεκαετία του ’80 από τις αρχές της) οι διοργανωτές της έκθεσης GR80s ζήτησαν από την Κατερίνα Σχινά κι εμένα να στήσουμε στο Γκάζι ένα βιβλιοπωλείο που να δίνει στους επισκέπτες μιαν εικόνα της τοτινής εκδοτικής παραγωγής, υπενθυμίζοντας τους βασικούς σταθμούς της.

Το πρώτο που συνειδητοποίησα όταν άρχισα να ξεδιαλέγω από τις βιβλιοθήκες μου εκδόσεις κατάλληλες για την έκθεση ήταν το ότι βρισκόμουν μπροστά σε δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Από τη μια μεριά αντιδρούσα σαν ζωντανός μάρτυρας μιας περιόδου η οποία έχει περάσει πλέον στην ιστορία. Από την άλλη έπρεπε να φτιάξω ένα σχήμα (να οργανώσω μιαν αφήγηση) για ένα χρονικό διάστημα με το οποίο οι περισσότεροι επισκέπτες δεν θα είχαν βιωματική επαφή. Η δουλειά από τη θέση του ζωντανού μάρτυρα όταν καταπιαστεί με κάτι τέτοιο, είναι απλή, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ελληνική λογοτεχνία που είναι το αντικείμενό μου: διατρέχει ράφια, ξεφυλλίζει τόμους, κοιτάζει αφιερώσεις, παρακολουθεί σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων και ανακαλεί: συγγραφείς των οποίων τα νεανικά βήματα συζητήθηκαν δια μακρών και κρατούν μέχρι σήμερα μια θέση στη λογοτεχνική κονίστρα, συγγραφείς που έδιναν προ τριάντα ή σαράντα ετών τον ανθό της ωριμότητάς τους κι έχουν αρχίσει τώρα να περνούν στην αρμοδιότητα της φιλολογικής έρευνας, αλλά και συγγραφείς (νεώτερους ή παλαιότερους) που έλαμψαν για μια στιγμή (ή και για κάτι παραπάνω) για να σβήσουν εν συνεχεία δια παντός μέσα στον χρόνο.

Κάτι λένε ίσως όλα αυτά, αλλά, όπως κι αν τα ζυγίσουμε, είναι κάπως δύσκολο να ξεφύγουν από την εσωστρέφεια που προκαλεί το προσωπικό αίσθημα όσων τα έχουν παρακολουθήσει από κοντά. Το ζήτημα σε μιαν έκθεση όπως η έκθεση για τη δεκαετία του ’80 στην Τεχνόπολη είναι να λειτουργήσουν οι προσωπικές μνήμες και τα προσωπικά αισθήματα με ιστορικό (ελπίζω να μην ακούγεται μεγαλόστομο) τρόπο: να αναδείξουν εκκινώντας από την υποκειμενικότητά τους τη δομή του αισθήματος της εποχής (για να παραπέμψω στον Raymond Williams, έναν αδίκως ξεχασμένο στις ημέρες μας θεωρητικό). Κι εκείνο που χρειαζόμαστε από αυτή την άποψη δεν είναι οι συγκρίσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν (τι έφτασε ή τι δεν έφτασε από τη δεκαετία του ’80 μέχρι εμάς), αλλά το τι συνέβη με τα λογοτεχνικά μεγέθη (μεγαλύτερα ή μικρότερα) εντός του συγκεκριμένου χρονικού ανύσματος: τι είχαν να πουν και πού κατευθύνονταν οι συγγραφείς με τον κόσμο τους και με τις τεχνικές τους, πού έκαναν (αν και εφόσον έκαναν) τις τομές σε σχέση με όσα είχαν προηγηθεί, πώς συνομιλούσαν μεταξύ τους, αλλά και τι αντλούσαν από την εγχώρια παράδοση ή από ξένες πηγές. Καμία, βεβαίως, έκθεση δεν έχει τη δυνατότητα να συλλάβει και να καλύψει ένα τέτοιο εύρος – μόνο νύξεις είναι δυνατόν να δώσει. Αυτές τις νύξεις εκθέτει η βιβλιοθήκη μας στο Γκάζι, φιλοδοξώντας να πιάσει (πώς αλλιώς;) εξ όνυχος τον λέοντα.

 

 

Προηγούμενο άρθροΣτον Καϊάφα, μ’έναν σκύλο (της Νίκης Κώτσιου)
Επόμενο άρθρο80s: love and hate (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ