Του Γιώργου Λίλλη.
Παρακολουθώ με ενδιαφέρον την πορεία του Στάθη Ιντζέ από το πρώτο του ποιητικό βιβλίο Σεληνάκατος, (εκδόσεις Μανδραγόρας) ως την εξαίρετη νουβέλα του Οι τελευταίοι φανατικοί της στρωματσάδας (εκδόσεις Θράκα). Με το τελευταίο του όμως βιβλίο, την ποιητική σύνθεση Gadium διαπιστώνω έναν ώριμο ποιητή που βάζει τον πήχη πολύ ψηλά και επαναφέρει στην σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή το ιστορικό ποίημα όπως το δημιούργησε και εξέλιξε ο Καβάφης.
Προσοχή όμως. Ο Ιντζές δεν γράφει καβαφογενή ποιήματα. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον της σύνθεσης. Έχει μαθητεύσει στον Καβάφη, κράτησε τον ρυθμό και την ελλειπτικότητα του, αλλά η φωνή του δεν χάθηκε κάτω από το βάρος της καβαφικής φωνής, αλλά παρέμεινε αυθεντικός και καίριος στην προσωπική του ματιά.
Το Gadium είναι ένα ταξίδι ενός μοναχικού οδοιπόρου μέσα στον χρόνο, σε συγκεκριμένες στιγμές του παρελθόντος. Σαν να έχει μπει σε μια μηχανή του χρόνου επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματος, όπως θα λέγαμε. Ο οδοιπόρος του Ιντζέ στοχάζεται τα γεγονότα για να επιστρέψει στο σήμερα πιο ώριμος. Χρησιμοποιεί το παρελθόν για να διδαχθεί το σήμερα. Αυτό σημαίνει πως εκτός από ιστορική, η σύνθεση του Ιντζέ, γίνεται αυτομάτως και πολιτική.
Το ταξίδι ξεκινά από την αρχαία Ουγκαρίτ όπου στα μέσα της 5ης χιλιετίας υπήρξε ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της Εγγύς Ανατολής. Δεν είναι τυχαίο που ο Ιντζές ξεκινά την ποιητική του σύνθεση κάνοντας αναφορά στην Ουγκαρίτ. Μετά την κατάλυση της Ακκαδικής δυναστείας διασαλεύθηκε η πολιτική ισορροπία της πόλης, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης.
Στο δεύτερο ποίημα πηγαίνουμε στο 63 π.Χ όπου ο Κικέρων ανακαλύπτει την συνομωσία του Κατιλίνα με αποτέλεσμα ο δεύτερος να κηρύξει πόλεμο κατά της Ρώμης. Θεωρήθηκε ως ο κινητήριος μοχλός της ιστορικής «συνωμοσίας» η οποία φέρει το όνομά του, βάσει της οποίας προσπάθησε να ανατρέψει το πολιτειακό καθεστώς της Ρώμης και συγκεκριμένα την πολιτική δύναμη της αριστοκρατικής συγκλήτου. Ο Κατιλίνας προσπαθώντας να μετακινήσει τα στρατεύματά του μέσα από τα Απέννινα, συνθλίβεται από τον στρατό του Αντωνίου. Μετά το θάνατό του Κατιλίνα στο πεδίο της μάχης, ο Κικέρων βρίσκεται στο απόγειο της δημοτικότητάς του. Τιμήθηκε με τον τίτλο patriae pater (πατέρας της χώρας) για το γεγονός ότι έσωσε τη χώρα από την καταστροφή με την ρητορική του δεινότητα και την ταχεία δράση.
Στο τρίτο μέρος βρισκόμαστε πάλι στην Ρώμη, στο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στον Καίσαρα και τον Πομπήιο. Το 54 η Ιουλία, κόρη του Καίσαρα και σύζυγος του Πομπήιου, πέθανε στη γέννα καθώς και το βρέφος. Την ίδια χρονιά, μετά τη λήξη της υπατικής θητείας Πομπήιου και Κράσσου, ο τελευταίος έφυγε στη Συρία, όπως είχε συμφωνηθεί. Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και το κεφάλι του έπαιξε τον ρόλο του Πενθέα σε μια παράσταση των «Βακχών» στην παρθική αυλή. Οι δεσμοί που συνέδεαν Καίσαρα και Πομπήιο είχαν σπάσει.
Η Ρώμη εν τω μεταξύ είχε καταντήσει πεδίο βίας και διαφθοράς. Ο Πομπήιος αποκατέστησε την τάξη και η Σύγκλητος, κατά συμβουλή του Κάτωνα, τον ανακήρυξε «ύπατον μόνον», χωρίς δεύτερο ύπατο δηλαδή. Το δικαίωμα που είχε παραχωρηθεί στον Καίσαρα να υποβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου ανακλήθηκε. Εκτός νόμου πλέον ο Καίσαρ, με τη Σύγκλητο και τον Πομπήιο εναντίον του, ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει.
Στη σύγκρουση που έγινε στις 9 Αυγούστου του 48 στα Φάρσαλα ο Καίσαρας νίκησε τον Πομπήιο. Ο Πομπήιος έφυγε στη Λάρισα κι από εκεί στη Μυτιλήνη. Αργότερα, όταν έφτασε στην Αλεξάνδρεια όπου βασίλευε ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ΄, ο υπουργός του βασιλιά ευνούχος Ποθεινός τον δολοφόνησε.
Το τέταρτο μέρος της σύνθεσης αναφέρεται στην Αγριππίνα που συνωμότησε εναντίον του γιου της Νέρωνα ωσότου εκείνος διατάξει τελικά την δολοφονία της. Η μοχθηρότητα που προσάπτουν στην Αγριππίνα έγκειται στην υπέρμετρη φιλοδοξία της, η οποία την οδήγησε στο σημείο να παντρευτεί τον Κλαύδιο για να τον δολοφονήσει έχοντας πρώτα εκτοπίσει τον γιο του, τον μικρό Βρετανικό, και εγκαταστήσει στον θρόνο ως καταλληλότερο τον λατρεμένο της γιο Νέρωνα. Μετά την δολοφονία του Κλαύδιου το πρώτο πράγμα που κάνει η Αγριππίνα είναι να παντρέψει την Οκταβία, την αδελφή του Βρετανικού, γιου του Κλαύδιου, με τον Νέρωνα. Εκείνος όμως ερωτεύεται παράφορα μιαν υπηρέτρια της γυναίκας του, την όμορφη Ακτή, γεγονός που την κατέστησε εχθρό στα μάτια της μητέρας του. Ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος κάνουν συνεχώς αναφορές στην αιμομικτική σχέση μητέρας και γιου, ενώ η Αγριππίνα κόντευε να τρελαθεί από τη ζήλια της για την όμορφη Ακτή φτάνοντας στο σημείο να απειλήσει τον Νέρωνα ότι θα τον κατήγγελλε ως υπεύθυνο για τον παραγκωνισμό του Βρετανικού από τον θρόνο. Η αντίδραση του Νέρωνα ήταν να σκοτώσει τον Βρετανικό. Όταν το έμαθε η Αγριππίνα άρχισε να φοβάται για την ίδια της τη ζωή. Μετά από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας ο Νέρωνας ανέθεσε σε τρεις πληρωμένους δολοφόνους, τον Ανίκητο, τον Ηράκλειο και τον Οβαρίτο, να σκοτώσουν την Αγριππίνα κατηγορώντας την για συνωμοσία εναντίον του γιου της.
Στο πέμπτο και έκτο μέρος μεταφερόμαστε στο Πήλιο και τα Μετέωρα του 17ου αιώνα:
Η θέα από τον γήλοφο,
το Πήλιο,
το όρος των Κελλίων.
Μόνο τον Κόμη Ντεμητρά πιάσανε
αιχμάλωτο και τα φορτία
-δέκα χιλιάδες λίτρες σε γαλέτα-
μετέφεραν εντός των τειχών
Ο κόμης Ντεμητράς όπου αναφέρει το ποίημα τίτλος που έφεραν οι απόγονοι του Κωνσταντίνου Μελισσηνού γενάρχη της οικογένειας Μελισσηνών που εμφανίστηκε στην περιοχή της Δημητριάδας κατά την Φραγκοκρατία. Aσφάλισε τη Δημητριάδα, τόσο στον παράλιο χώρο των ακτών της, όσο και στο χερσαίο χώρο της Μαγνησιακής ενδοχώρας και του Πηλίου,κτίζοντας πύργους επισκοπήσεως για την προστασία του πληθυσμού, ιδιαίτερα των γεωργών και των χωρικών από τους πειρατές.
Στο έβδομο μέρος μεταφερόμαστε στην ναζιστική γερμανία, όπου ο Χάνς Σολ, ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Λευκό ρόδο, λίγο πριν την εκτέλεσή του στις 22 Φεβρουαρίου 1943 φωνάζει Ζήτω η ελευθερία:
ακόμη κι όταν ξεμεθούσαμε
θυμάμαι εκείνα τα τμήματα
του ουρανού
που σε κάνουν να πιστεύεις
στη θεϊκή δημιουργία
ούτε οι δεκαπέντε χιλιάδες προκηρύξεις
ούτε τα φώτα της ανάκρισης
μου θύμιζαν κάτι
Και φτάνουμε στο όγδοο και τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου διαδραματίζεται σο Κάδιθ ή Gadium πόλη της Ανδαλουσίας στην Ισπανία. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Γάδειρα μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ιβηρικής χερσονήσου και της Ευρώπης, καθώς σύμφωνα με τον μύθο ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα π.χ. από τον Ηρακλή που απεικονίζεται και στον θυρεό της πόλης. Μάλιστα γύρω του υπάρχει η λατινική φράση Hercules Fundator Gadium Dominatorque, δηλαδή “Ο Ηρακλής που ίδρυσε το Γάδιο”. Σε αυτό το ποίημα, που το θεωρώ κορυφαίο, ο Ιντζές γράφει ένα λυρικό μανιφέστο για την ανθρώπινη απώλεια, για την μάχη με τα μέσα μας τέρατα. Ποίημα άκρως επίκαιρο:
Οι Ξένοι ζήτησαν πειθαρχία.
Το αίτημά της έγινε δεκτό.
Το βράδυ κατέλυσαν στα σπίτια μας.
Πήραν τις γυναίκες μας απ΄ το χέρι
και τα παιδιά μας παραμάσχαλα.
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση.
Κι αλλού:
Τους δώσαμε τον έλεγχο των καλλιεργειών
την εκμετάλλευση όλων των πόρων
ζήσαμε σκλάβοι στα χωράφια μας.
Με αυτή την εκτενή αναφορά στα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν την σύνθεση θέλω να δείξω με ποιο τρόπο ο Ιντζές, μέσα σε είκοσι σελίδες καταφέρνει να διασχίσει αιώνες ιστορίας, γεγονός που φανερώνει, μέσω αυτής της ελλειπτικής εμπειρίας πόσο έχει κατασταλάξει μέσα του το ιστορικό συμβάν για να γίνει εντέλει ποίηση. Το θεωρώ μεγάλο επίτευγμα το οποίο δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Ο Ιντζές δημιούργησε ένα μεστό καίριο ποίημα, όπου δεν του λείπει ούτε η δραματικότητα ούτε ο λυρισμός, χωρίς να πέσει στην παγίδα της πληροφόρησης ή της διδαχής, αλλά με έναν λόγο λιτό μας ταξιδεύει στο χρόνο με μόνη ελπίδα να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος, να στοχαστούμε πάνω στην ακόρεστη δίψα του ανθρώπου για εξουσία και να αναζητήσουμε τελικά μέσα μας τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγήσουν στην εξευγένισή μας. Γεγονός δύσκολο, έως ακατόρθωτο, αλλά ο ποιητής, πάντα ελπίζει, πάντα στήνει καθρέφτες, πάντα μας βάζει να αναμετρηθούμε με τους εαυτούς. Το Gadium είναι σπουδαίο βιβλίο. Μια σημαντική στιγμή της σύγχρονης ποίησής μας.
info: Στάθης Ιντζές, Gadium, Θράκα