Σοφά παιδικά βιβλία και για γονείς (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

0
2601

 

της Μαρίζας Ντεκάστρο.

 

Ακούγεται ότι με μια ματιά και σχετική ασφάλεια μπορούμε να καταλάβουμε το περιεχόμενο των βιβλίων και δη των παιδικών/νεανικών. Οι τίτλοι, η ένταξη σε κάποια σειρά, το σχήμα, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο αλλά και το θέμα είναι τα πολύ εμφανή στοιχεία που τα κατατάσσουν σ’ αυτή την ηλικιακή κατηγορία. Αν όμως δεν περιοριστούμε στη βιαστική ματιά και τα διαβάσουμε έστω και διαγώνια, διαπιστώνουμε ότι πολύ συχνά, παρόλο που επιφανειακά φαίνεται να έχουν ξεκάθαρο αποδέκτη, απευθύνονται τελικά και σε αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας. Δεν αναφερόμαστε στα βιβλία crossover που είναι εξαρχής γραμμένα έτσι ώστε να καλύπτουν τα ενδιαφέροντα διαφορετικών ηλικιών, αλλά σε μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες ανάλαφρες και χαριτωμένες όπου, ανεξαρτήτως είδους, στο βάθος τους  κρύβονται προβληματισμοί που απευθύνονται σε ώριμους ανθρώπους.

Πέντε πολύ ιδιαίτερα βιβλία λοιπόν για μικρά και μεγαλύτερα παιδιά και τους γονείς τους.

 

Ιωάννα Μπαμπέτα, Είμαι σκέτο παιδί!, εικ. Λίλα Καλογερή, εκδ. Πατάκη, 2017.

Η Ιωάννα Μπαμπέτα έχει βρει το χώρο της στη μικρή φόρμα και το κάνει καλά γράφοντας απλά με ένα χαριτωμένο ρεαλισμό που μπορεί να γίνει κατανοητός από τα μικρά παιδιά. Θέμα του πρόσφατου βιβλίου της το παιδί που γίνεται ‘λάστιχο’ όταν βραχυκυκλώνεται από τα ‘θέλω’ των ενηλίκων και προσπαθεί να τα ικανοποιήσει ώστε να βρει τη θέση που του αναλογεί στο οικογενειακό σύμπλεγμα. Τα κλασικότερα από αυτά ενήλικα ‘θέλω’ συνοψίζονται σε δυο φρασούλες: Είσαι μεγάλος πια για…! Είσαι μικρός ακόμα για… Το ζήτημα λοιπόν είναι να τα εντοπίσουμε και να καταλάβουμε τι αντικατοπτρίζουν στην καθημερινή ζωή γονιών και παιδιών. Βοηθούν το παιδί να αυτονομηθεί, να πάρει πρωτοβουλίες ή το αποτρέπουν όντας κενός λόγος που εξυπηρετεί τη δική τους βολή ώστε να ξεμπερδεύουν με μια ενοχλητική κατάσταση; Δεν είναι ανάγκη να προστρέξουμε στην ψυχολογία για να καταλάβουμε ότι τα ενήλικα ‘θέλω’ πρέπει να συμβαδίζουν με τα στάδια ανάπτυξης του παιδιού, ούτε στους μεγάλους παιδαγωγούς που έχουν γράψει κατ’ επανάληψη εξηγώντας τι τελικά είναι αυτό το άτομο που ονομάζουμε ‘παιδί’. Είμαι βέβαιη ότι κάθε παιδί θα διακρίνει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτή τη μικρή ιστορία. Το ζήτημα είναι αν θα διακρίνουν οι μεγάλοι τον δικό τους: η συγγραφέας τους απευθύνεται έμμεσα και σκιαγραφεί την αμφίθυμη στάση τους γράφοντας επιτέλους με άξονα την κοινή λογική! Και ο ήρωας, μετά από πολλές συνηθισμένες ατυχείς παρεμβάσεις των ενηλίκων, δηλώνει ευτυχισμένος: Αυτό λοιπόν σημαίνει να είσαι παιδί: ούτε μεγάλο ούτε μικρό, αλλά σκέτο παιδί! Η Λίλα Καλογερή ζωγράφισε εξαιρετικά το ‘παιδί λάστιχο’, άλλοτε να μεγαλώνει κι άλλοτε να μικραίνει υπερβολικά μέχρι που να φτάσει στο φυσιολογικό -βιολογικό και ψυχικό- μέγεθος για την ηλικία του όταν αποφασίζει να είναι ο εαυτός του.

 

Astrid Desbordes, Αγάπη μου, εικ. Pauline Martin,  μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Κόκκινο, 2017.

Την ώρα πριν τον βραδινό ύπνο, που καθένας μένει μόνος με τον εαυτό του, αναδύονται συχνά οι φόβοι. Είναι τότε που το μικρό παιδί νιώθει την ανάγκη να επιβεβαιώσει την αγάπη του γονιού του. Η μητέρα στο βιβλίο της Astrid Desbordes, σε μια κελαρυστή αφήγηση που απλώνεται στις σελίδες χωρίς να διακόπτεται, το καθησυχάζει μεταφέροντάς του τα βαθιά της συναισθήματα αγάπης ακόμα και όταν το παιδί τής συμπεριφέρεται άσχημα. Η αντίστιξη των θετικών και των αρνητικών πλευρών υποδεικνύουν την αληθινή ζωή  χωρίς νουθεσίες και χωρίς να διαταράσσουν την αρμονία της σχέσης τους. Η εικονογράφηση, πολύ απλή και ευανάγνωστη, δίνει στις λέξεις το νόημα που χρειάζεται.

 

Τζέσικα Γιωσαφάτ, Το μυστικό ταξίδι μου… χωρίς την πιπίλα, Το μυστικό ταξίδι μου… χωρίς την πάνα, εκδ. Key Books, 2016.

Πολλοί να αρχίζουν να γράφουν όταν γίνονται γονείς με τη φιλοδοξία να προτείνουν λύσεις που βοήθησαν τους ίδιους στην αντιμετώπιση ποικίλων θεμάτων με τα παιδιά τους, όπως δυσκολία του αποχωρισμού της πιπίλας  και της πάνας. Το έκανε η Τζέσικα Γιωσαφάτ! Η κεντρική ιδέα  των παραμυθιών είναι ότι ο αποχωρισμός έρχεται μαλακά όταν και εφόσον τον αποφασίζει το ίδιο το παιδί τη στιγμή που νιώθει ότι μπορεί. Ο παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ το εξηγεί άλλωστε στο σύντομο προλογικό σημείωμα: η πιπίλα και η πάνα έχουν άμεση σχέση με τα ψυχοσεξουαλικά στάδια ανάπτυξης του παιδιού στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του, πρέπει να τα γνωρίζει κάθε γονιός και ως εκ τούτου να μη βιάζει το παιδί να πετύχει κάτι για το οποίο ψυχικά και οργανικά δεν είναι έτοιμο.

 

Τζάκλιν Ουίλσον, Η λέσχη των πεταλούδων, εικ. Νικ Σάρατ, μτφρ. Μαίρη Γραμμένου, εκδ. Ψυχογιός, 2017.

Η Τζάκλιν Ουίλσον προσεγγίζει με λεπτότητα, όπως άλλωστε και άλλοι συγγραφείς, εξαιρετικά ευαίσθητα θέματα που αφορούν την παιδική ηλικία (ενδεικτικά τον θάνατο στο Ούτε γάτα ούτε ζημιά,  τις ψυχικές διαταραχές στο Εικονογραφημένη μαμά, τον εκφοβισμό στο Κακά κορίτσια) με τη διαφορά ότι πάντοτε απευθύνεται υπογείως στους ενηλίκους αποκαλύπτοντάς τους αφενός συναισθήματα παιδιών και τρόπους για να τα διαχειριστούν και αφετέρου προβάλουν το δικό τους ενήλικο είδωλο.

Η Ουίλσον τούς δείχνει καθαρά πού σφάλλουν, τι υποτιμούν και ξεψαχνίζει τις εμμονές τους που πνίγουν τα παιδιά. Στο μυθιστόρημα Η λέσχη των πεταλούδων αφηγείται τον πρώτο χρόνο στο σχολείο των τρίδυμων κοριτσιών μιας αστικής οικογένειας, καθ’ όλα ήρεμης και ευτυχισμένης. Τα κοριτσάκια είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους πόσο μάλλον που το μικρότερο των τρίδυμων, η Τίνα, είναι πιο ευαίσθητη και με κάποια προβλήματα υγείας.

Κι εδώ αρχίζει η κατρακύλα, δηλαδή ο υπερπροστατευτισμός και εκ μέρους της μητέρας και των αδελφών. Η μητέρα φορτώνει τα κορίτσια της με την απίστευτα βαριά ευθύνη μιας αδελφής που κατά την άποψή της υπολείπεται σε όλα. Οι αδελφές δεν διανοούνται να εκφράσουν τη δική τους θέληση για οτιδήποτε αφού στόχος της ζωής τους είναι η προστασία της αδελφής τους. Η Τίνα, η μικρότερη, είναι προσκολλημένη συναισθηματικά και πρακτικά στις αδελφές της και παραιτείται από εκείνο που όλοι ευχόμαστε για τα παιδιά μας: να γίνουν ανεξάρτητα, δραστήρια, να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους, να μάθουν να αγωνίζονται. Η μητέρα ξεπερνάει τα όρια παρεμβαίνοντας συστηματικά στο σχολείο και στους χειρισμούς της δασκάλας όταν τα φερέφωνά της, τα κορίτσια της, δεν καταφέρνουν να επιβάλλουν τη μητρική θέληση.

Η κατάσταση ανατρέπεται προς όφελος όλων χάρη στην εκπαιδευτικό η οποία, με το αλάνθαστο παιδαγωγικό της κριτήριο και την εμπειρία της, ξέρει πώς να κάνει ακόμα και το πιο εξαρτημένο παιδί, το πιο πληγωμένο (σημαντικός χαρακτήρας το κορίτσι τέρας, η διπλανή στο θρανίο) να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και να αρχίσει να κτίζει μια προσωπικότητα υγιή. Γραμμένο ανάλαφρα χωρίς διδακτισμό προς τα παιδιά, γράφει ανοικτά για όσα φοβίζουν τις ηρωίδες και επιμένει στην προσπάθεια που πρέπει να καταβάλουν ώστε να αντιδράσουν στις παγιωμένες οικογενειακές αντιλήψεις και να δεχτούν ότι η ζωή είναι μια διαρκής συνδιαλλαγή.  Είναι όμως εξαιρετικά διδακτικό για τους ενήλικες επειδή σκιαγραφεί όλα εκείνα που κρύβονται πίσω από μια υποτιθέμενη σωστή ανατροφή.

 

Μπερνάρ Φριό, ιστορίες στο τάκα τάκα, μτφρ. Ξένια Καλογεροπούλου, εκδ. Πατάκη.

Ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι «Τα παιδιά μας δεν είναι αγγελούδια». Όσο κι αν τα αγαπάμε, σχεδόν πάντοτε κρύβουν μέσα τους ένα τέρας που χαμογελά σαρδόνια πίσω από την πλάτη μας. Ο Φριό δεν διστάζει λοιπόν να μας δείξει μια πραγματικότητα που πολλοί γονείς κρύβουν κάτω από το χαλί: την τερατώδη κακιά τους πλευρά, των μικρών παιδιών κυρίως. Διαβάζοντας τις  σύντομες καυστικές ιστορίες με το εντελώς απρόσμενο τέλος, δεν μπορούμε παρά να γελάσουμε με την καρδιά μας, με την προϋπόθεση ότι δεν θα αρχίσουμε το δασκάλεμα των παιδιών και δεν θα τα ενοχοποιήσουμε για τις σκέψεις τους!

 

Εδουάρδος Ληρ, Μπούρδες, αποδ. Αντώνης Παπαθεοδούλου, εκδ. Παπαδόπουλος, 2017.

Αν η ανάγνωση όλων των παραπάνω βιβλίων χτυπάει το καμπανάκι στους γονείς για να τους επιστήσει την προσοχή σε πολλά και διάφορα, οι Μπούρδες (The book of nonsense, 1846) του Εδουάρδου Ληρ (1812-1888), το κάνουν αλλιώς: τους καλούν να παίξουν με τα παιδιά τους ένα λεκτικό παιχνίδι: να μοιραστούν μπουρδολογίες μαζί τους φτιάχνοντας λίμερικς σαν του Εδουάρδου Λήρ, δηλαδή σουρεαλιστικά πεντάστιχα με τέσσερις ομοιοκαταληξίες κι έναν ελεύθερο στίχο. Θα ’λεγα λοιπόν ότι όταν εκλείπουν η αυστηρότητα και η σοβαροφάνεια, αυτό το λεκτικό παιχνίδι εξισώνει το ζεύγος μικρός/μεγάλος αφού τα μέλη του μοιράζονται την ίδια τρέλα. Γιατί τα λιμερίκια ή ληρολογήματα, όπως τα ονόμαζε ο Σεφέρης που έγραψε κι εκείνος («Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά», εκδ. Ερμής, 1975), και αστεία είναι και, πέρα από το εξωφρενικά περιεχόμενό τους και τους νεολογισμούς, υπακούουν σε κανόνες με αποτέλεσμα να θεωρούνται προνομιακή άσκηση στη γλώσσα όσον αφορά το ρυθμό, την εκφορά του λόγου και την ανάπτυξη της φαντασίας.

Το δικαίωμα στη «μπούρδα» είναι τόσο σημαντικό όσο και οι υποχρεώσεις! Η μετάφραση στη γλώσσα μας των λίμερικς του Ληρ προϋποθέτει ευστροφία, παραμερισμό των γλωσσικών στερεοτύπων, κέφι. Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου διέπρεψε!

Το βιβλίο είναι και φαίνεται παλιομοδίτικο με τα πρωτότυπα σκίτσα του Ληρ που ήταν και εικονογράφος. Κέρδος για όλους μας είναι να βλέπουμε πού και πού πώς ήταν τα βιβλία κάποτε, έτσι… για να έχουμε μια ιστορική προοπτική των πραγμάτων που εξακολουθούν να μας συντροφεύουν.

 

Προηγούμενο άρθροΣυγγραφείς εναντίον φωτιάς (ανταπόκριση της Αλ. Σαμοθράκη από Λονδίνο)
Επόμενο άρθροΤα ερωτικά ηρωικά του Χρ. Τσιάμη (γράφει ο Γ. Λίλλης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ