Σκόρος (διήγημα της Γιούλης Αναστασοπούλου)

0
782

 

 

Φοράω βρώμικα σουτιέν γιατί είμαι αυτή που λέει η μάνα μου: Απέξω bella bella και από μέσα κατσιβέλα. Εκείνη με ξέρει καλά, δεν μπορώ να της κρυφτώ, με παροιμίες με μεγάλωσε, κι οι παροιμίες λένε αλήθειες.

Την είδα πρώτη φορά στην Καστέλλα, στάση Παπαναστασίου. Είχε το πρόσωπο του ανθρώπου που έχουν φουσκώσει τα μάγουλά του από τα πολλά αχ, τους φανερούς αναστεναγμούς στα λεωφορεία και τα κρυφά αναφιλητά στις μαξιλαροθήκες.

Πιο πολύ όμως είχε το βλέμμα αυτό που ‘χει κάποιος που ξύπνησε μια μέρα και ανακάλυψε ένα σκόρο στην ντουλάπα του.

Ένα όμορφο ρούχο απέκτησε όλο κι όλο, ένα που βρήκε μετά από καιρό στα μαγαζιά κάτω στο λιμάνι, άγγιζε το σώμα της σαν αγκαλιά και σάβανο μαζί ˙ φόρεμα ήταν πολύχρωμο που έκρυβε τη σκοτεινιά της. Μονόχρωμο στο μπούστο και ανάλαφρο να παίρνει ανάσα το στέρνο της να μπορούν να φτερουγίσουν τα αχ της, και ελαφρύ στο τελείωμα με μεγάλα κόκκινα λουλούδια αναποδιασμένα να κρέμμονται από τους μίσχους τους λίγο πριν τα δει το φως το ήλιου και τα σηκώσει.

Τώρα έχει δυο τρύπες που χάσκουν κάτω από το στήθος δίπλα στην καρδιά. Δυο μαύρα κενά να χαλάνε ότι ομορφότερο απέκτησε ποτέ.

Μπρός στα ανοιχτά φύλλα της ντουλάπας, γυμνή με το βρώμικο λευκό σουτιέν να υποβαστάζει το μεγάλο κουρασμένο στήθος, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αφήσει το σκόρο να θεριέψει.

Γιατί τίποτε άλλο σε εκείνο το σπίτι δεν έχει ζωή.

Δυο φτερά θα έβγαζε αυτός γκρι και θα πέταγε τα βράδια.

Μπορεί να’ταν και η ψυχή της μάνας της που’ρθε για επιθεώρηση: «Πάλι ανάκατη η ντουλάπα; Όποιος νιομάθει δε γερονταφήνει».

Αλλά εκείνη θα τον άφηνε ένα απόγευμα να σταθεί στο μικρό της δάχτυλο, το πιο φαγωμένο από όλα, αυτό που δαγκώνει τις νύχτες, και να κουρνιάσει τα φτερά του εκεί.

Την είδα στην Καστέλλα, στη στάση Παπαναστασίου με μια σκοροφαγωμένη μακό μπλούζα. Τέσσερις τρύπες ακριβώς κάτω από την καρδιά· αλλά τα μάτια της που κοιτούσαν ευθεία τη θάλασσα σα να βουτούσαν μέσα της, στη γαλήνη του μεσημεριού, στην άχλη της καλοκαιρινής ζέστης ενώ εκείνη όλο γλύκα και με κινήσεις μωρού πιπίλαγε το λιανό της δαχτυλάκι σαν να την ενοχλούσε μια τσιμπιά.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟι ειδήσεις τον Αύγουστο
Επόμενο άρθρο  Τρέλα, μια κατάφαση της ύπαρξης (της Μαρίας Κουλούρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ