Σκωπτική σάτιρα χωρίς γελιοποιήσεις και βωμολοχίες

0
382

 

 

Κατερίνα Διακουμοπούλου.

Η πρεμιέρα είναι το «ήμισυ του παντός» και στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη»  ο Γιώργος Κιμούλης φάνηκε  να κέρδισε το στοίχημα.

Μία υπέροχη διασκευή, ένα όνειρο, που ξεκινά και καταλήγει στο ευεργετικό  νανούρισμα της μάνας: Ο Γιώργος Κιμούλης εμφανίζεται κοιμώμενος στο περίφημο εκκύκλημα του Προλόγου και ονειρεύεται (με τη συμβολή της κινηματογραφικής προβολής)  την πολιτική επικαιρότητα,  τις αμίμητες υποδείξεις της Ελληνίδας μάνας («Γιωργάκη, έλα μέσα, νύχτωσε…  μην παίζεις το πουλάκι σου, θα τυφλωθείς») κα. Το πρώτο στάδιο του «κινηματογραφικού» ονείρου κορυφώνεται με το κάλεσμα της Φαίης Ξυλά, η οποία οδηγεί τον Γιώργο Κιμούλη μέσα στην σπηλιά του Νταβέλη, όπου καταλήγει σε ένα τούνελ (θυμίζοντας περιγραφές επιθανάτιας εμπειρίας). Πρόκειται για την ονειρική μετάβαση του Νεοέλληνα Γιώργου Κιμούλη, στον κόσμο των Θεσμοφοριάζουσων, όπου πλέον ως Συγγενής του κατηγορούμενου για μισογυνισμό  Ευριπίδη πρόκειται να τον υπερασπιστεί στο λαϊκό γυναικείο δικαστήριο των Θεσμοφορίων.

Το κείμενο της παράστασης

Με αυτό το δομικό εύρημα, το όνειρο,  οριοθετεί γόνιμα το «αχαλίνωτο»  αριστοφανικό έργο και συγκεκριμενοποιεί  τον  σκηνοθετικό στόχο. Όταν ο Νεοέλληνας Κιμούλης συναντά τον Ευρπίδη, ό άνεργος Γιώργος εκθέτει τα αμέτρητα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής  καθημερινότητας  «Ξέρεις πόσες φορές έχω σκεφτεί να πηδήξω από το μπαλκόνι;» και ο ποιητής-φιλόσοφος, ο Δημήτρης Πιατάς, ξεκινά τις σοφιστείες του αποκαλύπτοντας το φλέγον κατηγορητήριο των γυναικών: «Γράφω άσχημα στις τραγωδίες μου γι’ αυτές». Την λύση του προβλήματος θα τη ζητήσουν από τον Αγάθωνα «Τον Θεατράνθρωπο!!!», τον εκπρόσωπο της πρωτοπορίας, του μεταμοντέρνου, της αποδόμησης («μεταμοντέρνο χωρίς νερό δεν γίνεται», «Όσα περισσότερα δεν καταλαβαίνει κάποιος σε ένα έργο, τόσο πιο πολύ το σέβεται», «Το σύνθετο είναι πιο απλό» κ.α.). Μία αμείλικτη κριτική στους εισαγόμενους αντιγραφόμενους πειραματισμούς με  ξεκάθαρη νύξη στο Φεστιβάλ Αθηνών, εξού και το Theater Loukouma. Έπεται ένας «αγώνας λόγων», όπου ανταλλάσσονται εν ριπή οφθαλμού επιχειρήματα περί κοινωνίας, πολιτικής, σεξισμού κ.α (ο Αγάθων-Θανάσης Αλευράς περί της γυναικείας αμφίεσής του: «Φοράω την σκέψη μου και ντύνομαι την φαντασία μου» και κατηγορεί    τον Συγγενή-Κιμούλη: «Είσαι ομοφοβικός: μίσος και ζήλεια», ενώ ο Κιμούλης-Συγγενής  υπερασπίζεται τον ανδρισμό του: «Έχω πάει με τη μισή Αθήνα» και βεβαίως έπεται η σκωπτική απάντηση «Κορίτσια ήρθε ο Τατσόπουλος»).  Εν τέλει ο Αγάθων – Θανάσης Αλευράς αρνείται να βοηθήσει τους εκλιπαρούντες και ο «ομοφοβικός»  Συγγενής- Γιώργος Κιούλης  αναγκάζεται να γδυθεί  και να  μεταμφιεστεί σε γυναικά («Η χρυσοσκουφίτσα με ψηλοτάκουνα») ώστε να εισχωρήσει στο άβατον, τον κόσμο των γυναικών και να υπερασπιστεί τον Ευριπίδη στο δικαστήριο.

Οι Θεσμοφοριάζουσες άδουν «Άνδρες γουρούνια, δολοφόνοι» και τρόπον τινά παρελαύνουν η Ραχήλ Μακρή, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η Σώτη Τριανταφύλλου, η Μαρία Ρεπούση, η Δέσποινα Κουτσούμπα και βεβαίως η Περιστέρα-Μπέτυ. Αποκαλύπτεται η μεταμφίεση του Συγγενή  και αντιπαραβάλλονται τα επιχειρήματα των δύο φύλων. Επίκληση της λογικής από τη γυναικεία πλευρά («ξεροκόμματο της ποσόστωσης», «Δεν θα μιμούμαι, θα είμαι εγώ») και από την αντρική πλευρά, επίκληση στο συναίσθημα με την απελπιστική ομολογία: «ο άντρας στης γυναίκας τα μάτια περιμένει να δει αν αξίζει»…  Ο συνήγορος καθίζεται από τις επιτιθέμενες Θεσμοφοριάζουσες στην εξέδρα (στην πρεμιέρα ο Κιμούλης κάθισε δίπλα στον Κώστα Γεωργουσόπουλο) και εξαπολύουν  το φεμινιστικό μανιφέστο. Ένας ματατζής  φυλά τον εισβολέα, τον οποίον προσπαθεί να σώσει ο Ευριπίδης, μεταμφιεσμένος σε  Μενέλαος – Μπένι (Ευάγγελος Βενιζέλος). Η πιο εύθυμη, ξεκαρδιστική σκηνή της παράστασης με αμίμητες ρήσεις: «Μέχρι και την ίδια μου τη χώρα θυσίασα για την ίδια μου τη χώρα».  Ο εφιάλτη τελειώνει αίσια και ο Γιώργος Κιμούλη ομολογεί στη συμβία του Μαρία  «Τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μπορεί μία μέρα και οι φροϋδιστές να έρθουν στην εξουσία».

Η παράσταση

Είχα πολλά χρόνια να δω παράσταση όπου οι ατάκες των ηθοποιών καλύπτονται από τα ακατάσχετα γέλια των θεατών. Η διασκευή της εξαίρετης μετάφρασης του Κ.Χ. Μύρη, από τον Κιμούλη και τον Πιτσιρίκο (τον γνωστό μπλόγκερ) έδωσαν ένα σχεδόν επιθεωρησιακό κείμενο, το οποίο λειτούργησε ως ευέλικτος  καμβάς για τους εύστοχους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών  (αμέτρητες ατάκες φάνηκε πως ήταν προϊόν της πρόβας, πχ. «Πάρτον να σου κάνει Μήδεια» ή τις ατάκες για τα δημοσιεύματα για τη προσωπική ζωή του Κιμούλη και για το σπίτι του Πιατά στην πλατεία Μαβίλη). Είναι ξεκάθαρο πως η ομαλή ροή του κειμένου λειτούργησε απελευθερωτικά για τα επί σκηνής πρόσωπα, ως ένα φυσικό μέσο εκφοράς.  Έτσι δηλαδή όπως πρέπει να είναι η κωμωδία.

Η καλαισθησία του εγχειρήματος οφείλεται στα  κοστούμια και στα σκηνικά του Γιάννης Μετζικώφ. Η μουσική του Διονύση Τσακνή είναι απ’ τα θετικότερα στοιχεία της παράστασης (ευτυχώς απομακρυσμένη απ’ τα συνήθη φολκλόρ πρότυπα).  Οι χορογραφίες της Ελένας  Γεροδήμου, στημένες με κινησιολογία τελετουργίας αποτελούν δείγμα άριστου συντονισμού.

Σκηνοθεσία και ερμηνείες

Ευτυχώς ο σκηνοθέτης (Γιώργος Κιμούλης) δεν εγκλωβίστηκε στην ακινησία της «φιλολογίζουσας»  κωμωδίας αλλά και ούτε παρασύρθηκε από τις  εμμονή στην γροτέσκο αναπαράσταση. Ένα ισορροπημένο σκηνικό αποτέλεσμα με ξεκάθαρη πρόθεση. Ο Γιώργος Κιμούλης στο ρόλο του Συγγενή  παρασύρθηκε αμέτρητες φορές από  την ιδιότητα του σκηνοθέτη και υπήρχαν ατάκες που στέλνονταν ως σκηνοθετικές οδηγίες. Ένα εφέ ρεαλισμού, που προσωπικά μου άρεσε. Ξεκάθαρα ξεχώρισαν ο Θανάσης Αλευράς, με τον πλούσιο εκφραστικό του εξοπλισμό και την «σπινθηροβόλο» υπόκρισή του (το «nest ce pas» του θα αφήσει εποχή) και βεβαίως ο Δημήτρης Πιατάς, ο οποίος με τη σπάνια κωμική του στόφα προκαλούσε αβίαστα το γέλιο των θεατών.

( από το http://theatrikicritiki.blogspot.gr/ )

Προηγούμενο άρθροIn The Light of What We Know – O Rahman και ο νέος άπατρις
Επόμενο άρθροΛογοτεχνία για παιδιά: Θεωρία και παιδαγωγική

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ