του Αλέξη Πανσέληνου
Με το μυθιστόρημα “Σκίτσο ενός καλοκαιριού” του Andre Kubiczek, γεννημένου το 1969 στο Πότσνταμ της Αν. Γερμανίας, οι εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ μας γνωρίζουν με μια σύγχρονη πεζογραφία που επιτέλους δεν μοστράρει την βαθιά της επιθυμία να αναμετρηθεί με τον Τζόυς ή τον Μαν, αλλά απολαμβάνει την υψηλή αφηγηματική της ικανότητα ενώ αναμετράται κατά μέτωπο με το βίωμα και αποδεικνύει πως η τέχνη μπορεί να συγκινεί ακόμα και όταν δεν καμώνεται τη Μεγάλη.
Εξαρχής πρέπει να επισημάνω την έξοχη μετάφραση. Ο Α. Στραγαλινός που έχει μεταφράσει για την ίδια σειρά τα μυθιστορήματα “Βερολίνο, γεια” και “Εικόνες της μεγάλης σου αγάπης” του Wolfgang Herrndorf, “Η γυναίκα στη σκάλα” του Bernhard Schlink, “Απόκρυφο Βερολίνο” του Franz Hessel, γνωρίζει βέβαια θαυμάσια γερμανικά και (εδώ είναι το ιδιαίτερο) ακόμη καλύτερα ελληνικά. Μεταφέρει με άνεση την ατμόσφαιρα και το ύφος του Kubiczek, επεξηγεί όπου χρειάζεται με λίγες – καίριες – υποσημειώσεις τα πραγματολογικά καθέκαστα του τόπου και της εποχής, και αναγεννά στη δική μας καθομιλουμένη την καθημερινή γλώσσα και το ήθος των νεαρών ανατολικογερμανών του τέλους της δεκαετίας του ’80, καθώς το καταλυτικό 1989 πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής.
Ο Kubiczek μας πλοηγεί στην άγνωστή μας Ανατολική Γερμανία της εποχής, στο Πότσνταμ συγκεκριμένα, όπου και ο ίδιος γεννήθηκε – μια Ανατολική Γερμανία, για αλλαγή, χωρίς την βαριά σκιά του Τείχους στο Βερολίνο και χωρίς το Checkpoint Charlie όπου έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε την ανταλλαγή των εκατέρωθεν κατασκόπων από τις μυστικές υπηρεσίες. Μια Ανατολική Γερμανία χωρίς τον εφιάλτη του καταπιεστικού καθεστώτος (που φυσικά υπαινικτικά διαγράφεται), αλλά αντίθετα πιο κοντά στην τάξη όσων απολάμβαναν κάποια, ασήμαντα έστω, προνόμια από το κόμμα και μπορούσαν να ελπίζουν σε κάποιο μέλλον.
Και εν τέλει σε αυτή την μαγευτική ποίηση της πρώτης νεότητας των ηρώων του βιβλίου, της παρέας του Ρενέ (που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο), του Ντιρκ, του Μίχαελ και του Μάριο, που τελειώνουν το σχολείο και ετοιμάζονται για τις παραπέρα σπουδές τους χωρίς να τους απασχολεί ιδιαίτερα η πολιτική, των δεσμών τους με τα κορίτσια της πόλης, των ερώτων, των λογοτεχνικών τους φιλοδοξιών, των ροκ συγκροτημάτων που τους συναρπάζουν, των επαναστάσεων δωματίου της ηλικίας αυτής, με τα τσιγάρα, τα ποτά και τα μαύρα ρούχα, και των πόθων που κάνει αγόρια και κορίτσια να πετούν γύρω από τα άνθη του έρωτα χωρίς να σταματούν σε ένα από αυτά αλλά τρυγώντας το μέλι όσων γίνεται περισσότερων, χωρίς τραγικές συνέπειες άλλωστε.
Ο αφηγητής του Kubiczek έχει μια συναρπαστική ειλικρίνεια και αθωότητα στη φωνή του και με τα ίδια αυτά χαρίσματα μπορεί να περιγράφει και όλα τα άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος, τα υπέροχα κορίτσια που τον συγκινούν, τον ίδιο και τους κολλητούς του φίλους, τη Μπιάνκα, την Ρεμπέκα και την Κόνι. Τους απόμακρους (και κάποτε οριστικά απόντες) γονείς, τους μεγάλους της πόλης, τους απλούς ανθρώπους του δρόμου είτε στο Πότσνταμ είτε στις γειτονικές πολιτείες όπου εκδράμουν.
Ειδική μνεία μου αρέσει πάντα να κάνω στην επιμέλεια, στην εκτύπωση και στα εξαιρετικά καλαίσθητα εξώφυλλα της ΚΡΙΤΙΚΗΣ που καταφέρνουν να προσελκύουν το βλέμμα και να προσφέρουν μια πρώτη γεύση της ποιότητας που τα βιβλία προσφέρουν.
Να ένα μυθιστόρημα γραμμένο για ένα καλοκαίρι, το τελευταίο καλοκαίρι της νεανικής ηλικίας μιας παρέας που όλοι μπορεί να έχουμε συναντήσει στη ζωή μας, ένα ανάγνωσμα για το φετινό καλοκαίρι (αλλά και για κάθε άλλη εποχή του χρόνου) που επιμένει να προσφέρει υψηλή αναγνωστική απόλαυση χωρίς να διατυμπανίζει τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του συγγραφέα, πολλοί από τους συναδέλφους του οποίου στις μέρες μας καταφέρνουν μόνο κάτω από τον πήχη να περάσουν υπολογίζοντας λάθος τις δυνάμεις τους.
info: ANDRE KUBICZEK “Σκίτσο ενός καλοκαιριού”, μετάφραση Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ 2017 (σελ. 375)