της Βαρβάρας Ρούσσου
Ποίημα πρώτο «Αυτοψία»: «Γιατί όλα είναι εικόνες/Ερείπια εν εξελίξει, όχι μνημεία/χρόνος. Μόνο/Κι αυτός που αρνείται να είναι/είναι συνένοχος σιωπής/Χαμένος/Χαμένοι όλοι/στις μικρές μας βροχές/Γιατί υπάρχει χρόνος/Γιατί δεν υπάρχει χρόνος/Γιατί δεν έχει νόημα, το νόημα».
Ποίημα δεύτερο «Αυτό που αντέχεις»: «Κοιτάζεις/Αυτό που αντέχεις/Κι αυτό που βλέπεις γίνεται μνήμη/Και ζεις μαζί του/Ζείτε μαζί χιλιάδες νύχτες/Κι όσο περισσότερο αντέχεις/Τόσο περισσότερο κοιτάζεις/».
Ποίημα τρίτο «Σώμα με σώμα»: «Υπάρχουν ιστορίες ολόκληρες/που μοιάζουν με αμμόλοφους/πατάς πάνω τους και βουλιάζεις/σε αμίλητο παράπονο/[…] Να ζεις γενναία τη φθορά σημαίνει/να διασώζεις το άφθαρτο/μες στην αγάπη».
Ανατρέχω σε αυτά τα τρία ποιήματα θεωρώντας ότι αποτελούν σύνοψη της ποιητικής της Καλογεροπούλου επειδή περιέχουν κομβικές έννοιες της συλλογής και ταυτόχρονα τεχνικές και τρόπους που χαρακτηρίζουν το ποιητικό ιδίωμά της.
Σιωπή, χρόνος, μνήμη είναι οι τρεις κύριοι άξονες που ουσιαστικά διατρέχουν όλο το έργο της και σχεδόν συνειρμικά, και σίγουρα αναπόφευκτα, φθορά, απώλεια, θάνατος.
Στο μονοπάτι των σκύλων ωστόσο είναι η σιωπή που λειτουργεί πολλαπλά. Πρόκειται για μια διαρκώς επανερχόμενη λέξη και βέβαια τίτλο της τρίτης ενότητας «Ίσως η σιωπή». Ας ανατρέξουμε και το μότο από το βιβλίο του Samuel Beckett Nouvelles et Textes pour rien (1955): «…μια φωνή και μια σιωπή, / μια φωνή σιωπής, / η φωνή της σιωπής μου». Απαντά η σιωπή ως καίρια αντιθετική συνθήκη της ίδιας της οντολογίας του βιβλίου αφού αρθρώνεται λεκτικά συνεπώς ακυρώνεται ενώ ταυτόχρονα αίρεται ως γενεσιουργός συνθήκη των λέξεων όσο και ως απαραίτητη συνθήκη του ίδιου του βίου, όχι πάντα υποχρεωτική. Η σκέψη, η αυτοεικόνα στον καθρέφτη, λέξη-έννοια που επίσης επανέρχεται, η μη λεκτική επικοινωνία πραγματώνονται μέσα στη σιωπή.
Σε αυτή τη φιλοσοφική διελκυστίνδα αναζητά κανείς τη στροφή στον εαυτό, την αναψηλάφιση των ιχνών της εμπειρίας. Όπως η προμετωπίδα της συλλογής το υποδεικνύει, («Κι αυτό που απομένει το καταστρέφει η μνήμη» από τον Ζέμπαλντ) οδηγώντας την ανάγνωση, αυτή η αναψηλάφιση η μνημονική ανάκληση, φαίνεται να καταστρέφει ό,τι απομένει από το βίωμα. Και πάλι λοιπόν βρισκόμαστε στον κύκλο μιας ακόμη οντολογικής αντίθεσης: αν η μνήμη καταστρέφει αυτό που απομένει γιατί εδώ υπάρχει ως ποιητικό υπόστρωμα και λεκτικοποιείται; Και τι, ποιο είναι αυτό που απομένει; Γιατί η επαναλαμβανόμενη αναφορά στη δυναμική της μνήμης;
Στο ποίημα «Μνήμη» το ερώτημα της προμετωπίδας επανέρχεται επιχειρώντας απαντήσεις: το εφήμερο της εμπειρίας (« Γυρίζεις, κοιτάζεις/μα ό,τι ήταν χθες/σήμερα έχει φύγει») δεν αποτελεί παρά το υπόστρωμα όπου η μνήμη δρα ως παλίμψηστο επανεγγραφών επανορθωτικά, ανασκευαστικά, παρηγορητικά πιθανόν δικαιώνοντας ή και τίποτα από αυτά: «Κάθε στιγμή/η μνήμη γράφει/ τη δική της ιστορία/Αλήθειες και ψέματα βολεύονται μέσα μας/δίκαια». Και το ποίημα συνεχίζει θέτοντας την προϋπόθεση για όλα αυτά «όσο το ανθρώπινο/δεν μας εγκαταλείπει».
Αυτή η δράση της μνήμης, η συλλειτουργία μνήμης και σιωπής δημιουργεί το υπόβαθρο της ποιητικής πράξης όπως φαίνεται στο ποίημα «Ύλη σιωπής», μια προοικονομία του ποιήματος «Μνήμη». Η ποιητική φωνή διερωτάται και καταθέτει στοχαστικά, ό,τι «απομένει» από τη μνήμη, διυλισμένη εμπειρία επεξεργασμένη μέσα από την αγωνία των λέξεων. Και σε αυτό το βιβλίο αναδεικνύεται με τρόπο συναισθηματικό μεν αλλά ήρεμο, όχι όμως και αποστασιοποιημένο, αφενός πως ό,τι απομένει μας συγκροτεί, μας κινεί και μας επαναδιαμορφώνει στον άξονα του χρόνου αφετέρου πως ο βίος αποτελεί μια απόπειρα συμφιλίωσης με τη σιωπή, τη μνήμη, την απώλεια, το θάνατο.
Ο χρόνος λειτουργεί διττά στη συλλογή: υπόκειται ρυθμιστικά ως γραμμικότητα που οδηγεί στο χρονικό τέλος, αφετέρου ως αναδρομή μέσω της μνήμης. Η βεβαιότητα του θανάτου αποτελεί ταυτόχρονα και βεβαιότητα της δράσης του χρόνου που εντέλει δεν μπορεί να τον καταλύσει ή ανατρέψει η μνήμη «κι όλα θα τα συντρίψει ο χρόνος». Στα ποιήματα «Αυτοψία» και «Να επιστρέφεις» που αποσπασματικά παρέθεσα στην αρχή υπάρχει ένας άνισος αγώνας με το χρόνο που βιώνεται ως άχθος και η απουσία νοήματος. Τότε προς τι η γραφή; Ακριβώς ως ψηλάφιση αυτής της απουσίας, ως εναγώνια ανάδειξή της.
Σε αυτό το σημείο αναδύονται τρεις ακόμη συνιστώσες της συλλογής: οι λέξεις ως συνεκδοχή της ποιητικής δημιουργίας, η φύση ως πραγματικός αλλά και επιθυμητός χώρος και βέβαια ο θάνατος. Ακόμη μια αντιθετική συγκυρία προκύπτει, αυτή τη φορά ως «κλασική» ερμηνεία της τέχνης: η καλλιτεχνική δημιουργία ως αντίδοτο στο θάνατο και το φόβο του, στην αναγκαιότητα αντιμετώπισής του. Ταυτόχρονα, η αγωνία της δημιουργίας, η πάλη με τις λέξεις ακόμη μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη θεματική της ποίησης.
Μένοντας στο θάνατο φαίνεται η μνήμη ως τρόπος επικοινωνίας με τον κόσμο των νεκρών, η νοητική επαναφορά τους παρηγορητική όσο και επώδυνη για τους ζώντες. Αφού η ποιητική φωνή δηλώνει «μόνο τα μαύρα χειρόγραφα/του κάτω κόσμου διάβασα/» διαλέγεται με τη νεκρή μητέρα «Να έρθεις απ’ το σπίτι, μου είπε/η μητέρα/εφτά μήνες τώρα πεθαμένη». Κατάλυση του ορίου με τη φαντασία αλλά όχι κατάλυση της αγωνίας του θανάτου αφού, κατά Μπάουμαν «κάθε φορά που ένα ον μιλά γι’ αυτό το άλλο βλέπει τον εαυτό του να μιλά, μέσω μιας αρνητικής μεταφυσικής, για τον ίδιο του τον εαυτό».
Η παρουσία της φύσης συμμετέχει σε μια ακόμη συλλειτουργία στη συλλογή: γραφή, παρά την επώδυνη πραγμάτωσή της, φύση και αγάπη συγκροτούν την ελπίδα. Η φύση λαμβάνει τη μορφή της στοχαστικής επιστροφής. Η φύση έχει χωρικότητα που υπόκειται και αντιστέκεται στο χρόνο. Από τον τίτλο «Χώμα», της πρώτης ενότητας ως επάνοδος στο πρωταρχικό, τη χοϊκότητα και συνεπώς τη θνητότητα, η επιστροφή στη γη δεν αποτελεί παρά μια επανένωση με τη φύση. «Η φύση είναι φως, μα η ιστορία της/αιμάτων περιπέτεια/κι εσύ φύση αθώα, ζώο πληγωμένο». Πρόκειται για ακόμη μια διαλεκτική σχέση: την αθωότητα και αιωνιότητα της φύσης αλλά και τη βιαιότητα και σκληρότητα όλων των πλασμάτων της. Άλλοτε τα ανθρώπινα όντα σχεδόν ταυτίζονται με τα μη ανθρώπινα όπως στο ποίημα «Άγκυρα» όπου τα μάτια είναι «ψάρια που αγαπιούνται/ στα βαθιά» άλλοτε παρουσιάζονται υποταγμένα στη σκληρότητα των ανθρώπινων όντων όπως στο ποίημα «Στη μνήμη μου δεξιά υπάρχει ένα δέντρο». Εδώ, χωρίς κραυγαλέες φράσεις ή επιθετικές διακηρύξεις η ποιητική φωνή μεταβάλλεται σε απολογητή-παρατηρητή αποκαλύπτοντας την ανθρωποκεντρική πλην απάνθρωπη δράση προς τα μη ανθρώπινα όντα, τις άφωνες μορφές. Έμψυχες αυτές ωστόσο δείχνουν προς το κενό που η ανθρωπόκαινος/καπιταλόκαινος οδηγεί τον κόσμο: «και γύρισα το κεφάλι/θάλασσα μόνο να δω//μα θάλασσα πια δεν υπήρχε».
Καθώς εικόνες της φύσης αναφύονται στα ποιήματα απαντάται και το ερώτημα για τον τίτλο της συλλογής. Το μονοπάτι των σκύλων είναι εκείνος ο περίπατος στη σιωπή της φύσης όπου η συντροφικότητα αναφαίνεται ως οργανικότητα ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων. Στο ομώνυμο του τίτλου της συλλογής ποίημα μονοπάτι των σκύλων είναι η οδός του απόλυτου συναισθήματος των μη ανθρώπινων όντων που «υπομονετικά σα δέντρα/μπροστά σε συμφορά/τα είδα/να με κοιτάζουν». Όμοια «Ο σκύλος μου/εσύ, εγώ/» διαβάζουμε στο «Ανάσα» όπου η απόλυτη οικονομία μέσων, οι σύντομοι στίχοι με χρήση λίγων λέξεων υποβάλλουν το σιωπηρό υπόβαθρο ενός περίπατου που αποσκοπεί στον αναστοχασμό μέσω μνήμης, την αυτοεξέταση και την οργανική επανένωση με τον φυσικό περίγυρο. Έτσι τα ανθρώπινα όντα είναι δυνατόν να γίνουν αυτό που γράφει η Καλογεροπούλου στο «Να επιστρέφεις»: «Να επιστρέφεις/σαν άνθρωπος καλός που απ’ το κλαρί/του χρόνου κρέμεται, ανοίγει/κι ανθίζει.». Ο χρόνος δεν παύει να υπάρχει, δεν ακυρώνεται αλλά γίνεται τελικά το φιλόξενο κλαρί, η δυνατότητα να γίνει ο άνθρωπος καλό και ν ανθίσει «Είναι η καλοσύνη που βαραίνει τώρα/αυτή κι η λύπη της» κλείνει το πρώτο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Δοκιμασία».
Το νήμα λοιπόν οδηγεί στο πλέον καθαρό συναίσθημα, την αγάπη με πολλαπλές μεταστοιχειώσεις της: «όλα θα τα συντρίψει ο χρόνος» βέβαια αλλά «εκτός απ’ την αγάπη/στα πλήκτρα της πατώντας/θα αναδυθεί/ η ομορφιά» (« Είναι που σε πιστεύω»). «Καλή είναι μόνο η αγάπη, είπε/αυτή κρατά τη γη ζεστή» («Στη σκάλα του υπογείου»). Να λοιπόν τι απομένει «Μας μένει μόνο ό,τι αγαπήσαμε/ ανοιχτός λογαριασμός/» («Επιφάνια»)
Όσο για τους τρόπους από την πρώτη συλλογή Σκεύη ταξιδίου το 2008 έως την παρούσα έβδομη έχουν λειανθεί ώστε να καταλήξουν σε μια πύκνωση όπου το βίωμα λειτουργεί υπογειωμένο, υπαινικτικά καθώς απουσιάζει η περιγραφική αναφορικότητα η άμεση δηλαδή συνάρτηση με το πραγματικό. Πράγματι η Καλογεροπούλου αποσύρει τα πολλά σχήματα, περιστέλλει τη χρήση των επιθέτων χωρίς να αφυδατώνει το ποίημα. Έτσι το βάρος πέφτει στην οικονομία των μέσων και στην αντίστοιχη επιλογή των λέξεων, ό,τι φαίνεται να αποτελεί τη βασανιστική διέξοδο. Και όπου η εμπειρία υπάρχει βρίσκεται στην αιτία του ποιήματος ως αφαιρετικό σκηνικό του. Από το περιστατικό-μακρινή απαρχή του ποιήματος έως τη σύνθεσή του μένει η στοχαστική προσαρμογή. όπως στο ποίημα «Αστείο»: «Υπάρχει κάτι που δεν προλάβαμε/Το ξέρω/[…]Ας πούμε αν σε ρωτήσω/Κρυώνεις;/Θα προτιμούσα να μου πεις την ώρα/Ή ένα αστείο για κάποιον/που δεν πρόλαβε».
Έφη Καλογεροπούλου, Στο μονοπάτι των σκύλων, εκδ. περισπωμένη 2025
![]()




























Να ζεις γενναία τη φθορά
σημαίνει να διασώζεις
το άφθαρτο μέσα στην αγάπη…
Τέλος χρόνου…!!!