Του Βασίλη Δανέλλη (ανταπόκριση)
Στην καρδιά της Πόλης, στην παλιά Μεγάλη Οδό του Πέρα και σημερινή Istiklalcaddesi βρίσκεται το Σισμανόγλειο Μέγαρο, η κατοικία της οικογένειας των Καππαδοκών ευεργετών Σισμάνογλου. Το 1939, ο Κωνσταντίνος Σισμάνογλου δώρισε το μέγαρο της οικογένειάς του στο ελληνικό κράτος με την ελπίδα να μετατραπεί σε «Οίκο της Ελλάδας» στην Κωνσταντινούπολη. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως και μια σειρά πολιτικών και οικονομικών συγκυριών δεν επέτρεψαν στις ελληνικές αρχές να αξιοποιήσουν το εντυπωσιακό κτίριο, ύστερης μπαρόκ αρχιτεκτονικής με αρκετά κλασικά στοιχεία που τονίζουν την ελληνικότητά του, μέχρι και το 2003, όταν αποκαταστάθηκε κι άρχισε να χρησιμοποιείται ως ενεργό κτίριο του γενικού προξενείου.
Το 2009 ωστόσο ήταν η χρονιά που άνοιξε και για το κοινό, αρχίζοντας να φιλοξενεί εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, καθώς και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών. Πολύ γρήγορα, οι εκδηλώσεις πολλαπλασιάστηκαν και τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας γνώρισαν τεράστια επιτυχία, μετατρέποντας το σε χώρο πολιτισμού και κάνοντας, 70 χρόνια μετά τη δωρεά, το όνειρο του Σισμάνογλου επιτέλους πραγματικότητα.
Σήμερα, το Σισμανόγλειο Μέγαρο, στο μέσον του πιο πολυσύχναστου δρόμου της Πόλης, συγκεντρώνει καθημερινά δεκάδες Τούρκους που αγαπούν την Ελλάδα και θέλουν να μάθουν τη γλώσσα μας, φιλότεχνους, αλλά και ερευνητές και επιστήμονες που επισκέπτονται τη βιβλιοθήκη του.
Όπως εξηγεί ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, κ. Νίκος Ματθιουδάκης: «Η πολιτιστική δραστηριότητα του Σισμανογλείουέχει δύο μεγάλους άξονες. Ο πρώτος είναι η γλώσσα μέσα από τα μαθήματα ελληνικών που κάνουμε και ο δεύτερος είναι η πολιτιστική δραστηριότητα μέσα από τις τέχνες, όπως ζωγραφική, μουσική, φωτογραφία, αλλά και γενικότερη πολιτιστική παρουσία μέσα από ημερίδεςαπό διαλέξεις και παρουσιάσεις βιβλίων».
Τα μαθήματα εκμάθησης της ελληνικής ως ξένη γλώσσα είναι ίσως η πιο πετυχημένη από τις δραστηριότητες του Σισμανογλείου. «Τα μαθήματα ξεκίνησαν διστακτικά το 2008, αλλά εκτινάχθηκαν πάρα πολύ γρήγορα. Πλέον είναι τόσο μεγάλη η ζήτηση που δεν μπορούμε να την ικανοποιήσουμε από άποψη χώρου, προσωπικού, αλλά και κόστους», εξηγεί ο κ. Ματθιουδάκης.
Να σημειωθεί ότι τα μαθήματα παρέχονται δωρεάν με την χορηγία και την υποστήριξη του ιδρύματος Νιάρχου και του ιδρύματος Μποδοσάκη, αλλά το ενδιαφέρον των υποψηφίων σπουδαστών είναι τόσο μεγάλο που είναι πλέον αδύνατο να καλυφθεί από το πρόγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν την έναρξη της τρέχουσας ακαδημαϊκής περιόδου, οι αιτήσεις για εγγραφές ξεπέρασαν τις 380, ενώ ο αριθμός των νέων μαθητών που μπορούσαν να γίνουν δεκτοί ήταν μόλις 70. Συνολικά οι αίθουσες του Σισμανογλείου Μεγάρου γεμίζουν κάθε χρόνο με 600 μαθητές, αλλά ούτε αυτό δεν αρκεί πλέον για να ικανοποιήσει την προσέλευση. Η προτεραιότητα δίνεται στους μαθητές που παρακολουθούν με συνέπεια τις τάξεις και έχουν φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Έτσι λοιπόν, το Σισμανόγλειο Μέγαρο ξεκίνησε συνεργασία με δύο μεγάλα φροντιστήρια ξένων γλωσσών της πόλης, τα οποία απορροφούν τα τμήματα των αρχαρίων. Η συγκεκριμένη λύση επιτρέπει στο διδακτικό προσωπικό του Σισμανογλείου να προσφέρει τη δυνατότητα στους προχωρημένους μαθητές να εντρυφήσουν στη γλώσσα μέσα από ειδικά τμήματα, όπως το τμήμα Λογοτεχνίας και το τμήμα Προφορικών, καθώς και τα ειδικά μαθήματα που γίνονται μέσω Skype.
Μπορεί το πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών να ξεκίνησε διστακτικά, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια οργανώθηκε σημαντικά, με τη βοήθεια και την επιστημονική υποστήριξη και του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, το οποίο βοήθησε το Σισμανόγλειο Μέγαρο να μετατραπεί σε κέντρο πιστοποίησης της ελληνικής γλώσσας, το μοναδικό στην Τουρκία, αλλά και να δημιουργήσει τη δική του μέθοδο εκμάθησης και να αναλάβει έναν ρόλο συντονισμού της διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας στην Τουρκία, επιμορφώνοντας και τους καθηγητές που διδάσκουν τη γλώσσα εκτός Σισμανογλείου.
Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του προγράμματος, όπως εξηγεί ο γενικός πρόξενος, «είναι ότι τα μαθήματα παρακολουθούν πολλοί άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως εργαλείο για τις σπουδές τους και τη δουλειά τους, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, βυζαντινολόγοι και άλλοι επιστήμονες».
Για τους επιστήμονες και ειδικά τους ερευνητές των Καραμανλίδικων, της τουρκικής διαλέκτου του πληθυσμού της Καππαδοκίας με την ελληνική γραφή, εξαιρετικά χρήσιμη είναι και η Συλλογή Σακκουλίδη, μια σπάνια συλλογή ελληνικών βιβλίων που εκδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από το 17ο αιώνα και μετά, και κυρίως τον 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, τα οποία συνέλεξε κατά τη διάρκεια της ζωής του ο πατέρας Μελέτιος Σακκουλίδης. «Η κόρη του πατρός Μελετίου, η κα. Ήβη Σακκουλίδη, είχε την ευγενική –με την πρώτη έννοια του όρου «ευγενική»- διάθεση να παραχωρήσει τη συλλογή στο ελληνικό κράτος», εξηγεί ο κ. Ματθιουδάκης και προσθέτει: «Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μάλιστα της έχει απονείμει ένα παράσημο το οποίο θα της παραδώσω σε μια ειδική τελετή που θα γίνει σύντομα».
Από τη συλλογή ξεχωρίζουν ιδιαίτερα 6.500 σπάνιοι τόμοι, οι οποίοι φυλάσσονται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο μέσα στο Σισμανόγλειο Μέγαρο. Η κα. Εύα Αχλάδη είναι η υπεύθυνη για τη Συλλογή Σακκουλίδη και όπως λέει: «Πριν μερικούς μήνες ολοκληρώθηκε η ηλεκτρονική καταγραφή των τίτλων της συλλογής και πλέον υπάρχει ένας πλήρης κατάλογος των βιβλίων. Αυτό που κάνουμε τώρα είναι προχωρούμε στη σταδιακή ψηφιοποίηση της, σε συνεργασία με τη δημοτική βιβλιοθήκη της Βέροιας, ώστε να είναι ηλεκτρονικά προσβάσιμη σε όλους».
Οι ψηφιοποιημένοι τόμοι της συλλογής είναι συνδεδεμένοι και με την βάση δεδομένων Europeana, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το σημαντικό αυτό έργο της ψηφιοποίησης γίνεται με τη συνδρομή εθελοντών.
Εκτός από τα ιστορικά βιβλία της Συλλογής Σακκουλίδη, οι μαθητές του Σισμανόγλειου Μεγάρου έχουν πρόσβαση και στη δίγλωσση δανειστική βιβλιοθήκη του. Η συγκεκριμένη βιβλιοθήκη συγκεντρώνει σχεδόν όλα τα βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας που έχουν μεταφραστεί στα τούρκικα, τόσο στην αυθεντική τους έκδοση όσο και στη μετάφρασή τους. Εκτός από σημαντικό εργαλείο εκμάθησης για τους σπουδαστές, η βιβλιοθήκη είναι και ένα σημαντικό εργαλείο καταγραφής της μεταφρασμένης ελληνικής λογοτεχνίας.
Το Σισμανόγλειο Μέγαρο όμως δεν είναι ανοικτό μόνο για τους ενήλικες. Πρόσφατα απέκτησε και μια ειδικά διαμορφωμένη γωνιά για παιδιά, τη «παιδική γωνιά φιλαναγνωσίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Ματθιουδάκη: «Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μας, γιατί αφορά τα παιδιά, δηλαδή το μέλλον». Σε αυτή «γωνιά», τα παιδιά των μικτών γάμων, των Ρωμιών, αλλά και των Ελλήνων που έχουν έρθει στην Πόλη για επαγγελματικούς λόγους, μαθαίνουν ελληνικά μέσα από παραμύθια και ειδικά σχεδιασμένα παιχνίδια.
Τέλος, όλες αυτές οι δραστηριότητες πλαισιώνονται από μια σειρά εκδηλώσεων, όπως ο εξαιρετικά ενδιαφέρων κύκλος διαλέξεων που άρχισε πριν από λίγες μέρες σχετικά με τις γλώσσες και τα αλφάβητα μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ειδικοί καλεσμένοι θα μιλήσουν και θα παρουσιάσουν κείμενα στα καραμανλίδικα, τα αρμενοτούρκικα και τα λαντίνο, τη γλώσσα της εβραϊκής σεφαραδίτικης μειονότητας της Τουρκίας.
Στόχος της πολιτιστικής δράσης του Σισμανογλείου, σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο, είναι η ενίσχυση των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Όπως εξηγεί: «Η πολιτιστική παρουσία μιας χώρας σε μια άλλη είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να αναπτύξεις ουσιαστικές διμερείς σχέσεις. Η παρουσία της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη είναι κάτι ακόμα πιο σημαντικό για ‘μας. Έχουμε την Ιστορία που έρχεται από πίσω μας και τις κοινές ιστορικές καταβολές των δύο χωρών, αλλά αυτό που πρέπει κανείς να προσπαθεί να εξάγει είναι τη σημερινή Ελλάδα και αυτό κάνουμε στο Σισμανόγλειο Μέγαρο».
Μία από τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες των ανθρώπων του Σισμανογλείου είναι να ενθαρρύνουν και να υποστηρίξουν τους νέουςδιερμηνείς και μεταφραστές. Η ΑσλίΝταμάρ, μαθήτρια του τμήματος Λογοτεχνίας, μετέφρασε το βιβλίο του Σπύρου Γόγολου «Στην καρδιά της Αυτοκρατορίας», το οποίο παρουσιάστηκε πρόσφατα σε ειδική εκδήλωση στο Σισμανόγλειο Μέγαρο. Όπως λέει η ίδια: «Σπούδασα ελληνική φιλολογία, αλλά μπορώ να πω ότι τα μαθήματα στο Σισμανόγλειο με βοήθησαν περισσότερο από εκείνα στο Πανεπιστήμιο. Εδώ δεν μάθαμε μόνο γραμματική, αλλά «βουλιάξαμε» μέσα στη γλώσσα μελετώντας και μεταφράζοντας ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα».
Από τη μεριά του ο κ. Ματθιουδάκης συμπληρώνει: «Το να μπορέσουμε να δώσουμε τις βάσεις σε ανθρώπους που αργότερα θα αγαπήσουν τόσο πολύ τη γλώσσα μας ώστε αργότερα να την προβάλλουν ακόμα περισσότερο είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε» και κλείνει λέγοντας: «Έχουμε πάρα πολλές ιδέες και θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά περισσότερα πράγματα κι αυτή την ομπρέλα πολιτιστικών δραστηριοτήτων να την κάνουμε αερόστατο. Δυστυχώς, η οικονομική κατάσταση παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, δεν επιτρέπει μεγάλα πετάγματα. Προσπαθούμε με τα μέσα που διαθέτουμε και με ευφυείς και πρακτικούς τρόπους να κάνουμε πράγματα, τα οποία να έχουν ανταπόκριση σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, ενώ θέλω να πω ότι είμαστε πάντα ανοιχτοί σε όποιον χορηγό θέλει να βοηθήσει».