«Χαρτογραφώντας το ιδιώδημο»

0
503

 

 

 

του Κίμωνα Θεοδώρου

 Το αποτύπωμα του ανθρώπου στο χώρο έχει σημασία και η προσέγγισή του μπορεί να αφηγηθεί ποικίλες ιστορίες για εμάς τους ίδιους, τη διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου, καθώς και την πολιτική μας συγκρότηση. Η παρούσα έκδοση αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μελέτη, η οποία ξεκίνησε με ερέθισμα το διαβόητο graffiti στο κτήριο του ΕΜΠ πέρυσι την άνοιξη, το οποίο έφτασε στο επίκεντρο της κοινής γνώμης ανασκαλεύοντας αισθητικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Το γεγονός απασχόλησε τον επίκουρο καθηγητή Κώστα Θεολόγου και τους φοιτητές του στη συζήτηση ενός μεταπτυχιακού μαθήματος στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Το μάθημα με τίτλο «Υλικός και άυλος δημόσιος χώρος στη Νεότερη Ελλάδα: Ιδιώδημο και Ιδιότητα του Πολίτη» κατέληξε να πάρει τη μορφή αυτού του βιβλίου, με σκοπό να προσεγγίσει τον δημόσιο αστικό χώρο στο ιστορικό του πλαίσιο, να τον προσδιορίσει ως υλικό και άυλο και, να εξηγήσει μια νεοελληνική ιδιαιτερότητα, ένα ιδιότροπο πολιτισμικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας: το ιδιώδημον. Οι συγγραφείς του βιβλίου, καθηγητής και φοιτητές,  καταφέρνουν να δείξουν πώς η ακαδημαϊκή αναζήτηση έχει τη δυνατότητα να συνδυάσει τον θεωρητικό προβληματισμό με τη σύγχρονη καθημερινότητα, μέσα από απτά παραδείγματα, ανοίγοντας δρόμους ανάμεσα στην πολιτική φιλοσοφία, την πολεοδομία και την κοινωνική θεωρία.

Η απροσδιοριστία του ελληνικού δημόσιου χώρου και η ασέβεια προς αυτόν, αποτελούν όψεις του νεοελληνικού  priblic, τουτέστιν το τσαπατσούλικο συνονθύλευμα του ιδιωτικού (private) και του δημόσιου (public)

Το ιδιώδημον (ιδιωτικόν+δημόσιον) ή priblic (private+public) εκλαμβάνεται ως ιδιαιτερότητα μέσω του προβληματισμού περί ασέβειας του δημόσιου χώρου από τα δρώντα υποκείμενα/ιδιώτες, κάτι που συνδέεται με το γεγονός ότι ουδέποτε στη χώρα μας καλλιεργήθηκε η ιδιότητα του πολίτη (citizenship). Ο δημόσιος χώρος μελετάται στο πλαίσιο της ρευστής νεοτερικότητας (Μπάουμαν) και προσεγγίζεται ολιστικά.  Οι προϋποθέσεις διαυγασμού του δημόσιου χώρου για την ελληνική περίπτωση περιλαμβάνουν: (α) την καλλιέργεια συνείδησης της ιδιότητας του πολίτη, (β) την άρση της μονολιθικής πελατειακής υπόστασης του πολιτικού συστήματος, (γ) τη θεσμική υλοποίηση των απαραίτητων χαρτογραφήσεων και την κανονιστική εφαρμογή τους σε όλους τους χρήστες.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου, ο δημόσιος χώρος συνιστά ένα φυσικό τοπίο και χωροχρονικό συνεχές, στο οποίο αποδίδεται τόσο υλική διάσταση, όσο και άυλη,  μεσολαβείται από τον πολιτισμό και περιλαμβάνει τα ΜΜΕ και κάθε μορφή ψηφιακής δικτύωσης (ηλεκτρονικός και διευρυμένος δημόσιος χώρος).

Η απροσδιοριστία του ελληνικού δημόσιου χώρου και η ασέβεια προς αυτόν, αποτελούν όψεις του νεοελληνικού  priblic, τουτέστιν το τσαπατσούλικο συνονθύλευμα του ιδιωτικού (private) και του δημόσιου (public). Αναδεικνύεται η ανάγκη υπογράμμισης αυτής της ιδιαιτερότητας και η έρευνα των αιτιών του φαινομένου προκειμένου να στερεωθούν τα θεμέλια μιας συζήτησης αποσαφηνίσεων, πάνω στα οποία μπορούμε να αναστοχαστούμε τις σύγχρονες «δημόσιες σφαίρες».

Μεταξύ άλλων, ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμπυκνωμένη ιστορική αναφορά στη νεότερη ελληνική επικράτεια από το 1830 έως το 1960, από τις προσπάθειες ανάδειξης ενός αρχιτεκτονικού ύφους που ορίζει την εθνική ταυτότητα,  στον γεωγραφικό διαχωρισμό των προσφύγων τη δεκαετία του 1920 και την ανάδυση ενός αστικού τοπίου με βάση τον άξονα εργασία-κατοικία δίπλα στις βιομηχανίες, μέχρι την πολύφημη μεταπολεμική πολυκατοικία. Διαφαίνεται πως ο χώρος, το αστικό τοπίο, καθορίζεται από τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις διαμέσου της πολιτικής: η αυθαίρετη δόμηση με την ανοχή της πολιτείας, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στον πολεοδομικό σχηματισμό των πόλεων. Και ακόμη, η επικράτηση της άτυπης οικονομίας σήμανε τις δικές της επιπτώσεις στον κατακερματισμό του ελληνικού αστικού τοπίου. Η ασέβεια στα όρια της χωρικότητας συμβαδίζει με την ασέβεια απέναντι στον νόμο, η οποία ως γενικότερη στάση διαμορφώνει εύλογα στάσεις ανυπακοής και αίσθηση εφημερίας, προσωρινότητας και ασυνέχειας. Αυτές οι στάσεις ερμηνεύονται από την αποδεδειγμένη  πολυνομία  και την τεκμηριωμένη αίσθηση ατιμωρησίας της παραβατικότητας.

Οι συγγραφείς, φτάνοντας στο ζήτημα graffiti,  τονίζουν τα ακόλουθα:

«Δεν θα συμμεριζόμασταν μια εστέτ άποψη, κατά την οποία ο παραβατικός writer που επεμβαίνει με graffiti στους τοίχους της πόλης, αποτελεί αντικείμενο αστυνομικής και ποινικής δίωξης. Η αισθητική κακοποίηση της πόλης αντανακλά ένα ψυχικό τοπίο και μια ιδεοληψία, αλλά η εμμονή σ’ αυτήν την αισθητική διάσταση και στην ιδεοληψία αποκρύπτει τα σπουδαία και συνταρακτικά προβλήματα της κοινωνίας του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, όπως είναι η εξαθλίωση, η εγκληματικότητα, η πορνεία, τα ναρκωτικά, η πείνα, οι άστεγοι και η απάνθρωπη φτώχεια (…) To graffiti είναι μια μορφή καλλιτεχνικής αντίστασης, δεν είναι άραγε και αυτό αποστολή της τέχνης;».

Σκοπός της κοινωνίας των πολιτών δεν είναι να ποινικοποιεί την έκφραση ή να αποκρύπτει, αλλά να φέρνει στην επιφάνεια, να ερευνά αίτια, να προτείνει λύσεις προβλημάτων και να αντιμετωπίζει. Η έκφραση και η αποδοχή αντί της απόρριψης της τέχνης του graffiti μέσα από προτάσεις που αναφέρονται -όπως η παραχώρηση επιφανειών από ιδιοκτήτες- βρίσκεται θαρρώ στην καρδιά του προβληματισμού ανάμεσα σ’ έναν άναρχο ατομικισμό και στη δημόσια σφαίρα, βρίσκεται στην καρδιά αυτού που ονομάζεται ιδιώδημον. Αν οι τερατωδίες των ναζί -όπως έχει ειπωθεί αλλού- αποτέλεσαν αισθητική παρέμβαση κατά την οποία το δάχτυλο του «καλλιτέχνη» αφαιρούσε τη μουντζούρα που δεν εναρμονιζόταν, αντιλαμβανόμαστε σε ποια κατεύθυνση κινείται η ανεξέταστη αφαίρεση της μουντζούρας, και εν κατακλείδι, η μελέτη τούτη συνεισφέρει στο αντίθετο του ανεξέταστου βίου.

 

INFO:  Κώστας Θεολόγου (Επιμέλεια). Χαρτογραφώντας το ιδιώδημο. Υλικός και άυλος δημόσιος χώρος στην νεότερη Ελλάδα: το ιδιώδημον και η ιδιότητα του πολίτη. Ελληνοεκδοτική, 2016

 

Προηγούμενο άρθροΒασιλεία Οικονόμου, Elikon
Επόμενο άρθροIlha Grande, η ατλαντική Εδέμ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ