(Μετάφραση: Δ.Β.Τριανταφυλλίδης).
Είμαι γιος χωρικού. Γεννήθηκα το 1895 στις 21 Σεπτεμβρίου στο Κυβερνείο του Ριαζάν, στην επαρχία Ριαζάν, στο χωριό Κουμίσκαγια.
Από ηλικίας δύο ετών, λόγω φτώχιας του πατέρα μου και της πολυπληθούς οικογένειας, με έδωσαν για να με μεγαλώσει ένας εύπορος θείος από το σόι της μητέρας μου, ο οποίος είχε τρεις ενήλικες ανύπαντρους γιους, με τους οποίους πέρασα όλη σχεδόν την παιδική μου ηλικία. Τα παιδιά του θείου ήταν παλικάρια σκανταλιάρικα και παράτολμα. Από ηλικία τρεισήμισι ετών με ανέβαζαν στο άλογο χωρίς σέλα και αμέσως με έβαζαν να καλπάσω. Θυμάμαι ότι τρελαινόμουν και κρατούσα σφιχτά τα χαλινάρια.
Μετά μου έμαθαν να κολυμπάω. Ένας θείος ( ο θείος Σάσα) με πήρε στη βάρκα, απομακρύνθηκε από την όχθη, μου έβγαλε τα ρούχα και, σαν σκυλάκι, με πέταξε στο νερό. Άτσαλα και τρομαγμένα κουνούσα τα χέρια μου, και, μέχρι ν’ αρχίσω να καταπίνω νερό, εκείνος φώναζε συνέχεια: «Αχ, σκύλα! Τι θα απογίνεις;». Η λέξη «Σκύλα» ήταν πολύ τρυφερή γι’ αυτόν. Αργότερα, όταν έγινα οκτώ ετών, ο άλλος μου θείος υποκαθιστούσε μ’ εμένα το κυνηγητικό του σκυλί, κολυμπώντας στις λίμνες για να βρω τις χτυπημένες πάπιες. Έμαθα να σκαρφαλώνω πολύ εύκολα στα δέντρα. Κανένα από τα υπόλοιπα αγοράκια δεν μπορούσε να με παραβγεί. Ήταν πολλοί που τους ενοχλούσαν οι μαυροκόρακες να κοιμηθούν μετά την σπορά, έτσι κι εγώ πήγαινα και άρπαζα τις φωλιές και μου έδιναν πέντε καπίκια τη φορά. Ένας μια φορά θύμωσε, αλλά δεν τα κατάφερε, με γρατσούνισε λίγο στο πρόσωπο και στην κοιλιά και έσπασε μια κανάτα με γάλα, που κουβαλούσα στον θείο που θέριζε.
Ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά ήμουν πάντα εκείνος που οδηγούσε τα άλογα και με έναν μεγάλο δρομέα, κυκλοφορούσα δα μονίμως με μώλωπες. Επειδή καυγάδιζα συχνά με μάλωνε μόνο θειά, ο παππούς δε ο ίδιος μερικές φορές με ενθάρρυνε να μαλώνω με γροθιές και συχνά πυκνά έλεγε στην κυρά του: «Άκου δω βλαμμένη, μην τον πειράζεις! Έτσι θα δυναμώσει».
Η γιαγιά με αγαπούσε με όλη της την ψυχή και η τρυφερότητά της δεν γνώριζε όρια. Κάθε Σάββατο με έλουζαν, μου έκοβαν τα νύχια και με καπνιστό σαπούνι έπλυναν το κεφάλι μου, γιατί μόνο μανιτάρια δεν φύτρωναν στα σγουρά μου μαλλιά. Το σαπούνι όμως δεν βοηθούσε και πολύ. Εγώ πάντα έβριζα ανελέητα κι ακόμη και σήμερα νιώθω κάπως παράξενα για το Σάββατο.
Τις Κυριακές με έστελναν στην λειτουργία και, για να βεβαιωθούν ότι θα πάω σίγουρα μου έδιναν τέσσερα καπίκια: δύο καπίκια για το πρόσφορο και δύο για τον δίσκο του ιερέα. Εγώ αγόραζα το πρόσφορο και αντί για τον ιερά έκανα με τον σουγιά μου τρία σημάδια, ενώ με τα άλλα δύο καπίκια πήγαινα στο νεκροταφείο να παίξω με τα άλλα παιδιά κουμάρι.
Έτσι πέρασε η παιδική μου ηλικία. Όταν μεγάλωσα, θέλησαν να με κάνουν αγροτικό δημοδιδάσκαλο και για το λόγο αυτό με έγραψαν στο κλειστό εκκλησιαστικό – παιδαγωγικό σχολείο, από το οποίο αποφοίτησε σε ηλικία δεκαέξι ετών και έπρεπε να γραφτώ στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Ευτυχώς, αυτό δε συνέβη. Η μεθοδολογία και η διδακτική με διαβόλιζαν και δεν ήθελα ούτε να τις ακούσω.
Ποιήματα άρχισα να γράφω νωρίς, σε ηλικία εννέα ετών, αλλά την ενσυνείδητη δημιουργία την ανάγω στα 15 – 17 μου χρόνια. Ορισμένα ποιήματα εκείνων των χρόνων δημοσιεύτηκαν στην ποιητική μου συλλογή «Ραντούνιτσα»[1].
Στα δεκαοκτώ μου χρόνια εξεπλάγην με το γεγονός ότι παρότι είχα στείλει ποιήματα μου σε διάφορα περιοδικά δεν τα δημοσίευαν, και αναπάντεχα την κοπάνησα για την Πετρούπολη. Εκεί με δέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Τον πρώτο που είδα ήταν ο Μπλοκ, ο δεύτερος ήταν ο Γκοροντένσκι. Όταν κοιτούσα τον Μπλοκ, έσταζε ο ιδρώτας, γιατί για πρώτη φορά έβλεπα ζωντανό ποιητή. Ο Γκοροντένσκι με σύστησε στον Κλιούγιεφ, για τον οποίο δεν είχα ακούσει τίποτα. Με τον Κλιούγιεφ, παρά την μεταξύ μας διαμάχη, αναπτύξαμε μεγάλη φιλία, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι επί έξι χρόνια δεν είδαμε ο ένας τον άλλον.
Σήμερα ζει στο Βίτεγκρ, μου γράφει ότι τρώει ψωμί με άχυρα, πίνει σκέτο ζεστό νερό και προσεύχεται στο Θεό να έχει έναν αξιοπρεπή θάνατο.
Τα χρόνια του πολέμου και της επανάστασης, η μοίρα με έκανε να παραδέρνω εδώ κι εκεί. Την Ρωσία την διέσχισα κατά μήκος και κατά πλάτος, από τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό μέχρι την Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία Θάλασσα, από Δυσμάς μέχρι την Κίνα, την Περσία και την Ινδία.
Η καλύτερη περίοδος της ζωής μου ήταν το 1919. Τότε τον χειμώνα ζούσαμε σε συνθήκες με θερμοκρασία μείον πέντε βαθμούς. Δεν είχαμε καν ξύλα για τη σόμπα.
Στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έγινα μέλος, γιατί θεωρώ πως είμαι πολύ πιο αριστερός.
Αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Γκόγκολ.
Τα βιβλία με τα ποιήματά μου είναι: «Ράντουνιστα», «Περιστερώνας», «Μεταμόρφωση», «Αγροτικό ωρολόγιον», «Η εξομολόγηση ενός αλήτη», «Πουγκατσόφ» και «Τρίπτυχο».
Τώρα εργάζομαι πάνω σε ένα μεγάλο έργο με τίτλο «Η χώρα των παλιανθρώπων».
Στη Ρωσια, τότε δεν υπήρχε χαρτί, δημοσίευσα τα ποιήματα μου μαζί με τον Κούσικοφ και τον Μαριενγκόφ στους τοίχους της μονής Στράστνι ή τα διάβαζα οπουδήποτε στη λεωφόρο. Οι καλύτεροι θαυμαστές της ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν.
Στέλνουμε σε όλους τους αναγνώστες εγκάρδιο χαιρετισμό και συστήνουμε να δώσουν λίγη προσοχή στην ταμπέλα «Παρακαλείσθε όπως δεν πυροβολείτε!»
14 Μαΐου 1922
Βερολίνο
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
[1] Γιορτή των ανατολικών Σλάβων που λαμβάνει χώρα την εβδομάδα της Διακαινησίμου, ως ημέρα μνημόσυνου των νεκρών. Σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, οι απαρχές της χάνονται στα μακρινά χρόνια της ειδωλολατρίας των Σλάβων, πριν τον εκχριστιανισμό τους. (σ.τ.μ.)