Σεντούκι με διπλό πάτο (της Κατερίνας Ζαρόκωστα)

0
265

 

της Κατερίνας Ζαρόκωστα

Με την τελευταία συλλογή διηγημάτων της, «Λίγο πριν βρέξει» (εκδ. Κέδρος) η Ζέτα Κουντούρη δίνει πλέον σταθερά το στίγμα  της γραφής της. Είτε πρόκειται για διήγημα είτε για μυθιστόρημα -αναφέρομαι στα τρία, τέσσερα τελευταία της βιβλία- το περιβάλλον όπου τοποθετεί τους ήρωες της είναι αστικό – μεσοαστικό∙ και αυτοί οι ήρωες είναι κυρίως ζευγάρια που σπαράσσονται από διαπροσωπικές συγκρούσεις, αλλά και μοναχικά άτομα που επίσης τυραννιούνται από φόβους, επιθυμίες, αντιφάσεις. Η τύχη αυτών των ανθρώπων δεν ορίζεται τόσο από την στιλβωμένη συνήθως επιφάνεια της ζωής τους, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις από καλά κρυμμένα μυστικά που εν τέλει κυριαρχούν και τους οδηγούν στην αυτοχειρία ή στον φόνο.

Να όμως «που οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ», όπως γράφει η Ζέτα Κουντούρη.

Κι αν δεν ήταν αυτοχειρία;

Κι αν δεν ήταν φόνος;

«Ο κόσμος διψάει για την αλήθεια. Θέλει πάντα να ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει,

μου υπέδειξε ο εκδότης του περιοδικού.

Μπήκα στον πειρασμό να του απαντήσω πως η αλήθεια είναι πολυπρόσωπη και πολλές φορές ανύπαρκτη. Συχνά, επίσης, ανεπιθύμητη».

Αυτή η αμφισημία ως προς το ψέμα ή την αλήθεια αποτελεί τον θεματικό άξονα της συγκεκριμένης συλλογής.

Μα και πάλι «οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ».

Τα διηγήματα της Κουντούρη είναι σεντούκια με διπλό πάτο. Για τα περισσότερα από αυτά (μιλώντας εν συνόλω) θα μπορούσε να γραφτεί ένα δεύτερο διήγημα που να πιαστεί από τους υπαινιγμούς της αφήγησης-  μια κουβέντα, από δω, μια εικόνα από κει, ένα χρώμα, μια διαίσθηση – και να φτιάξει μια δεύτερη ιστορία που να συμπληρώνει την πρώτη.

«Όλα είναι αλήθεια και όλα μπορεί να είναι ψέματα…. θα μου πει, χωρίς καν να τον ρωτήσω. Σ’ το είχα πει και παλιά, καβουράκι, θυμάσαι; Όμως τι σημασία μπορεί να έχει;». Αυτή τη δήλωση που επιπλέον προέρχεται από ένα αγαπημένο πρόσωπο τον ξάδελφο Στέλιο, σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής «Τι σημασία μπορεί να έχει;» η Κουντούρη την υπηρετεί με τρόπο θαυμαστό. Είναι μαστόρισσα του υπαινιγμού, της παραπλάνησης. Η γλώσσα της απλή, οι χαρακτήρες  άνθρωποι της διπλανής πόρτα ξεγελάνε τον αναγνώστη που αίφνης πέφτει στο βάραθρο.

Δεν θα μπορούσα να παραλείψω και τον ρόλο της φύσης στα γραπτά της Κουντούρη. Κάθε τόσο η αφήγηση της ανθρώπινης βασάνου διακόπτεται από δυο τρεις φράσεις, μια παράγραφο, που μας φέρνουν το αεράκι μια φύσης όμορφης ζωογόνου που όμως σαν μοιραία γυναίκα παρακολουθεί αδιάφορη τους άνδρες να σφάζονται στην ποδιά της. Οι πύλες του επίγειου παραδείσου είναι λοιπόν κλειστές για τους ήρωες της Κουντούρη. Ούτε κοντά στη φύση μπορούν να βρουν παρηγοριά. Παραμένουν εγκλωβισμένοι στον εσωτερικό τους λαβύρινθο χωρίς διέξοδο, χωρίς απαντήσεις. Όσο για τη βροχή, αντί να φέρει λύτρωση, κάθαρση, συντελεί κι αυτή στη δημιουργία της μουντής, κλειστής ατμόσφαιρας. Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι αυτή η σκοτεινή όψη της απλής, τρέχουσας καθημερινότητας πιθανόν να έλκει την καταγωγή από τα διηγήματα του Raymond Carver και της Alice Monroe, συγγραφείς τους οποίους η Κουντούρη αγαπά ιδιαιτέρως.

«Την ώρα του φαγητού επικρατούσε μια ασυνήθιστη βουβαμάρα, σαν να κόχλαζε στην ατμόσφαιρα, μια τρικυμία που όλοι έδειχνε να τη φοβούνται, και ταυτόχρονα να την περιμένουν με αγωνία». (Σπίτια σε χρώμα κεραμιδί).

 

ιinfo: Ζέτα Κουντούρη,«Λίγο πριν βρέξει» (εκδ. Κέδρος)

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟικογενειακή σάγκα δυόμισι αιώνων (Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθρο“Ανεμοδαρμένα Ύψη”, Μεγάλα μυθιστορήματα- Μεγάλες ταινίες, Τετάρτη 7μμ, Booksplus

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ