Γιάννης Ν. Μπασκόζος.
Ένα προφητικό βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτή την εβδομάδα στα ελληνικά ενώ έχει γραφεί τη δεκαετία του ΄30 θυμίζει πολύ τη σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ. Είναι το «Δεν γίνονται αυτά εδώ» (μτφρ: Νίκος Μάντης, Καστανιώτη) του νομπελίστα Σίνκλερ Λιούις. «Το µυθιστόρηµα που προέβλεψε την αυταρχική γοητεία του Ντόναλντ Τραµπ», όπως είχε γράψει το Salon πριν από ένα χρόνο.
Σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με τις λέξεις «επίκαιρο» και «ανατριχιαστικό» μετά τα αποτελέσματα των αμερικάνικων εκλογών. Εδώ και μήνες οι αμερικάνοι διανοούμενοι το είχαν επισημάνει και το είχαν φέρει πάλι στη δημοσιότητα, διασκευάζοντας το μάλιστα και σε θεατρική παράσταση.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1935 δίνοντας μορφή στις αόριστες ανησυχίες που κατέτρωγαν τους πολίτες για αρκετά χρόνια, καθώς η χώρα παράδερνε στην οικονομική αβεβαιότητα αναζητώντας λύσεις ενώ στην Ευρώπη ανέβαινε ο φασισμός. Η απειλή του φασισμού στην Αμερική προκάλεσε το ενδιαφέρον των αναγνωστών και το «Δεν γίνονται αυτά εδώ» έγινε γρήγορα εθνικό μπεστ σέλερ (περισσότερα από 320.000 αντίτυπα) και πλέον έχει ταυτιστεί με τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που ο Λιούις έχει υφάνει στον ιστό του μυθιστορήματος.
Μολονότι οι συγκαιρινοί του Λιούις θα το θεωρούσαν φυσικό να βλέπουν στο βιβλίο την απεικόνιση της εποχής τους οι σημερινοί αναγνώστες εντυπωσιάζονται από το πόσο αναλογικές και ορισμένες φορές ταυτολογικές ομοιότητες υπάρχουν με το σήμερα.
Λίγο νωρίτερα φέτος καθώς είχε ξεκινήσει η προεδρική προεκλογική περίοδος και είχε διαφανεί ότι η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ ήταν κάτι περισσότερο από μια παροδική διασκέδαση, ο Τόνι Taccone και η Lisa Peterson, του Repertory Theatre Μπέρκλεϊ, στο Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια, αποφάσισε να προσαρμόσει μυθιστόρημα του Λιούις για μια θεατρική παράσταση. Η πρεμιέρα έγινε την 30η Σεπτεμβρίου 2016, τέσσερις ημέρες μετά το πρώτο ντιμπέιτ και είχε μεγάλη επιτυχία.
Το μυθιστόρημα του Λιούις παρουσιάζει μια εποχή με πολλές ομοιότητες με τη σημερινή. Αποβιομηχανοποίηση, μεγάλες περιθωριοποιημένες μάζες, προβληματική διακυβέρνηση, στένεμα των αγορών. Η μεσαία τάξη μισεί τις τράπεζες και τα δάνεια., από τα οποία υποφέρει. Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ευρώπη αλλά και την ανησυχητική δημοφιλία μιας ποικιλίας δημαγωγών τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες, επικρατούσε ένας ευρέως διαδεδομένος φόβος ότι η χώρα θα μπορούσε να υποκύψει σε μια φασιστική δικτατορία. Ο Λιούις έβαλε αυτούς τους φόβους στο επίκεντρο του μυθιστορήματος «Δεν γίνονται αυτά εδώ». Στο μυθιστόρημα παρελαύνει ένας μεγάλος αριθμός των πολιτικών προσωπικοτήτων της Αμερικής του ’30, των γεγονότων και των κινημάτων τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια των προβληματισμών εκείνης της δεκαετίας.
Στο μυθιστόρημα εμφανίζονται οι Αμερικανοί να εκλέγουν για πρόεδρο τον Μπερζέλιους Γουίντριπ, έναν δημαγωγό και λαϊκιστή ο οποίος εγκαθιδρύει ένα φασιστικό καθεστώς καταπίεσης, τρόμου, και απολυταρχίας – όλα επενδυμένα με τα πατριωτικά χρώματα. Ο Γουίντροπ κρύβει τον φασισμό του κάτω από τα ιστορικά λάθη της αμερικάνικης κυβέρνησης και αυτό του δίνει προσωρινά την ευμένεια του πλήθους. Ο λαϊκισμός του Γουίντριπ θυμίζει πολύ τον Τραμπ, στις λαϊκίστικες κορώνες, στην καλλιέργεια των χειρότερων αισθημάτων φόβου στο πλήθος, τις ψεύτικες υποσχέσεις μια αυταρχικής δημοκρατίας.
Αντίπαλος του είναι ο δημοσιογράφος Ντορέμους Τζέσαπ, ένας άνθρωπος με υψηλό αίσθημα ευθύνης που παραπέμπει στους διανοούμενους του 19ου αιώνα. Δεν πιστεύει σε συλλογικούς τρόπους αναμόρφωσης γιατί τους θεωρεί απολυταρχικούς και δογματικούς και αντιτίθεται σε κάθε ομάδα που επιμένει ότι κατέχει την απόλυτη και οριστική λύση για τα κοινωνικά προβλήματα. Ούτε οι «φασίστες» ούτε οι «κομμουνιστές», οι «Αμερικάνοι συνταγματιστές», οι «μοναρχικοί», ούτε και οι «ιεροκήρυκες» κατέχουν τη μοναδική απάντηση, γιατί, σύμφωνα με τον Τζέσαπ, «Δεν υπάρχει λύση! Ποτέ δεν θα υπάρξει κοινωνία κοντά στην τελειότητα!»
Μολονότι η οικογένεια και οι φίλοι του Τζέσαπ τον παρακινούν να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να μη δημοσιεύσει ένα κύριο άρθρο όπου θα καταδικάζονται τα αίσχη του καθεστώτος Γουίντριπ, η ερωμένη του, η Λορίντα Πάικ, μια ακτιβίστρια, τον υποστηρίζει. Όταν το άρθρο δημοσιεύεται, ο Τζέσαπ οδηγείται αμέσως στη φυλακή, όπου επανεξετάζει την προηγούμενη απόρριψη της βίας και αναρωτιέται κατά πόσον η δική του ευσυνειδησία και αξιοπρέπεια –δηλαδή, το να κοιτάζει τη δουλειά του– αποδείχθηκε ένας από τους κύριους λόγους για την επιτυχία του φασισμού στην Αμερική. Σκέφτεται ότι είναι οι Τζέσαπ του κόσμου ετούτου, «αυτοί που επέτρεψαν στους δημαγωγούς να τρυπώσουν στη ζωή μας, χωρίς καμία αντίσταση».
Αλλά ο Λιούις λέει και κάτι άλλο προφητικό (για τον σοσιαλισμό): «Όλες οι ουτοπίες –η φάρμα Μπρουκ, το καταφύγιο του Ρόμπερτ Όουεν, ο Ελικώνας του Άπτον Σίνκλερ– τελειώνουν μέσα σε σκάνδαλα, απάτες, φτώχια, ρυπαρότητα, απογοήτευση». Και όταν δεν καταλήγουν απευθείας στην αποτυχία, τέτοιες συλλογικές δραστηριότητες είναι επικίνδυνες για τους ατομιστές επειδή μπορούν να στραφούν στον φανατισμό και στη βία.
Ο Κλίφτον Φάντιμαν στο New Yorker, Οκτώβριος 1935, προφητικά κι αυτός, το είχε ανακηρύξει «ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία που εκδόθηκαν ποτέ σε τούτη τη χώρα», ένα βιβλίο που όλοι οι Αμερικανοί θα έπρεπε να διαβάσουν, ώστε να βοηθήσουν τη χώρα να σωθεί από επερχόμενες πολιτικές αποτυχίες και δυνητικούς τυράννους. Τώρα μπορούν να το διαβάσουν και οι έλληνες.