Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός.*
Είπε ότι του φάνηκαν όλα σαν όνειρο. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας συγγραφέας. Δουλεύει λοιπόν ένα βιβλίο για μήνες –μπορεί και χρόνια– και στο χαρτί ούτε λέξη. Τι εννοώ: η δουλειά γίνεται στο μυαλό του. Το βιβλίο χτίζεται μέσα του κι ύστερα γκρεμίζεται.
Στη φαντασία του πηγαινοέρχονται μορφές.
Όμως ξέχασα να πω κάτι. Μιλώ για έναν συγκεκριμένο άγγλο μυθιστοριογράφο, αρκετά γνωστό· μιλώ για κάτι που του συνέβη παλιά.
Μου το ανέφερε μια μέρα που βαδίζαμε μαζί στο Λονδίνο. Ήμασταν συντροφιά για ώρες. Θυμάμαι ότι περπατούσαμε στην όχθη του Τάμεση· τότε μου μίλησε για το χαμένο του μυθιστόρημα.
Είχε έρθει να με συναντήσει στο ξενοδοχείο νωρίς το απόγευμα. Μιλούσε για κάποια διηγήματά μου. «Μερικές φορές», είπε, «σχεδόν αγγίζεις κάτι ουσιαστικό».
Συμφωνήσαμε ότι ποτέ κανένας δεν συνέλαβε πλήρως την ουσία – το μεδούλι.
Αν κάποιος είχε φτάσει στο μεδούλι, αν είχε καρφώσει την μπάλα στα δίχτυα, αν –ξέρετε– είχε χτυπήσει στο ψαχνό.
Τότε τι νόημα θα είχαν οι κόποι των επόμενων;
Η γνώμη μου: ορισμένοι από τους παλιούς πλησίασαν αρκετά.
Ο Κητς, σωστά; Κι ο Σαίξπηρ. Κι ο Τζορτζ Μπόροου[1] κι ο Ντιφόου.
Επί μισή ώρα αραδιάζαμε ονόματα.
Δειπνήσαμε κι ύστερα βγήκα μαζί του για περίπατο. Ήταν άντρας μικρόσωμος και μελαμψός. Οι κινήσεις του πρόδιδαν ένταση. Απ’ το καπέλο του εξείχαν ακατάστατες τούφες.
Άρχισα να μιλώ για το πρώτο του βιβλίο.
Αλλά ιδού εν τάχει η ιστορία του. Γεννήθηκε σ’ ένα αγγλικό χωριό, σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Όπως όλοι οι συγγραφείς, έτσι κι αυτός: από μικρό παιδί ήθελε να ασχοληθεί με το γράψιμο.
Δεν σπούδασε. Είκοσι ετών παντρεύτηκε.
Η γυναίκα του θα πρέπει να ’ταν μια πολύ αξιοσέβαστη κι ευγενική κοπέλα. Αν θυμάμαι καλά, ήταν κόρη ενός αγγλικανού ιερέα.
Ήταν ο τύπος της γυναίκας που ο συγγραφέας δεν θα ’πρεπε να παντρευτεί. Αλλά ποιος θα ορίσει ποιον θα αγαπήσει κανείς και ποιον θα παντρευτεί; Η κοινωνική της θέση ήταν ανώτερη από τη δική του. Είχε φοιτήσει σε κολλέγιο θηλέων· είχε λάβει καλή μόρφωση.
Δεν αμφιβάλλω ότι τον έβρισκε άξεστο.
«Αλλά επίσης μ’ έβρισκε γλύκα. Στα τσακίδια», είπε όταν αναφέρθηκε στο θέμα. «Δεν είμαι γλύκας. Δεν υποφέρω τη γλύκα».
Σε τέτοια οικειότητα είχαμε φτάσει ενώ διασχίζαμε τη λονδρέζικη νύχτα, μπαίνοντας πότε πότε σε καμιά παμπ για ποτό.
Θυμάμαι ότι πήραμε από ένα μπουκάλι ο καθένας, φοβούμενοι μην κλείσουν οι παμπ πριν τελειώσουμε την κουβέντα μας.
Τι του είπα για μένα και τις προσωπικές μου περιπέτειες, δεν το θυμάμαι.
Το θέμα είναι ότι ο συγγραφέας θέλησε να στρέψει τη γυναίκα του στον παγανισμό, να ανασκάψει μέσα της ό,τι πρωτόγονο είχε, αλλά τέτοια κοιτάσματα δεν υπήρχαν στην ψυχή της.
Είχαν δύο παιδιά.
Τότε ξαφνικά, μ’ ένα ξέσπασμα, ο συγγραφέας ρίχτηκε στο γράψιμο – εννοώ στο πραγματικό γράψιμο.
Ξέρετε πώς είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Όταν γράφει, γράφει. Είχε μια δουλειά στην αγγλική κωμόπολη όπου ζούσε. Νομίζω ήταν υπάλληλος.
Ασφαλώς, επειδή έγραφε, παραμελούσε δουλειά, γυναίκα και παιδιά.
Τις νύχτες περιδιάβαινε στα χωράφια. Η γυναίκα του τον απόπαιρνε. Φυσικά ήταν πληγωμένη – εύλογα. Καμία γυναίκα δεν αντέχει την απόλυτη σκληρότητα με την οποία ο εραστής της μπορεί κάποτε, όταν εργάζεται, να την παραγκωνίζει.
Μιλώ βεβαίως για έναν καλλιτέχνη. Οι καλλιτέχνες μπορούν να γίνουν πρώτης τάξεως εραστές. Ίσως και να ’ναι οι μόνοι εραστές.
Και είναι τέλεια αδυσώπητοι όταν αποδιώχνουν την αγάπη που τους προσφέρεται.
Το φαντάζεστε αυτό το νοικοκυριό. Ο συγγραφέας μού είπε ότι στον πρώτο όροφο του σπιτιού τους υπήρχε ένα μικρό υπνοδωμάτιο. Μιλάμε για τον καιρό που ζούσε ακόμα στην αγγλική κωμόπολη.
Ο συγγραφέας γύριζε από τη δουλειά κι ανέβαινε στο υπνοδωμάτιο. Έμπαινε και κλείδωνε την πόρτα. Συχνά, δεν σταματούσε για να φάει ενώ μερικές φορές δεν μιλούσε καν στη γυναίκα του.
Έγραφε ακατάπαυστα – γέμιζε χαρτιά και τα ’σκιζε.
Έπειτα έχασε τη δουλειά του. «Στα τσακίδια», είπε για το θέμα.
Φυσικά, δεν τον ένοιαζε. Τι αξία έχει μια δουλειά;
Τι αξία έχει μια γυναίκα ή ένα παιδί; Δεν λείπουν απ’ τον κόσμο οι αδυσώπητοι άνθρωποι.
Πολύ σύντομα, σχεδόν δεν υπήρχε ούτε ψωμί στο σπίτι.
Ο συγγραφέας είχε απομονωθεί στον πρώτο όροφο κι έγραφε. Το σπίτι ήταν μικρό και τα παιδιά φώναζαν. «Τα τσογλάνια», είπε όταν μου μίλησε γι’ αυτά. Φυσικά, δεν το εννοούσε. Καταλαβαίνω τι ήθελε να πει. Η γυναίκα του ανέβαινε τη σκάλα και καθόταν έξω από το δωμάτιο, ενώ μέσα ο συγγραφέας δούλευε. Η γυναίκα έκλαιγε με αναφιλητά, το ίδιο και το παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά της.
«Υπομονετική ψυχή, έτσι;» είπε ο άγγλος μυθιστοριογράφος. «Κι επιπλέον καλοσυνάτη». Και πρόσθεσε: «Στα τσακίδια».
Βλέπετε, είχε ήδη αρχίσει να γράφει γι’ αυτήν. Αυτή ήταν το θέμα τού μυθιστορήματός του, του παρθενικού του. Στο μέλλον ίσως αποδειχθεί το καλύτερό του.
Πόσο τρυφερά κατανοούσε τα προβλήματα και τις αδυναμίες της· και πόσο ψυχρά και στυγνά της φερόταν.
Λοιπόν, αν έχουμε ψυχή, κάτι πρέπει ν’ αξίζει, έτσι;
Έφτασαν στο σημείο να μαλώνουν κάθε φορά που μιλούσαν.
Και τότε, μια νύχτα σήκωσε χέρι πάνω της. Είχε ξεχάσει να κλειδώσει την πόρτα τού δωματίου του. Η γυναίκα όρμησε μέσα.
Πάνω που ο μυθιστοριογράφος κάτι κατάφερνε, πάνω που κάπως είχε αρχίσει να συλλαμβάνει την αλήθεια της. Κάθε συγγραφέας καταλαβαίνει σε πόσο δύσκολη θέση βρέθηκε. Χύμηξε πάνω της έξαλλος, τη χτύπησε και τη σώριασε στο πάτωμα.
Κι έπειτα, ε, η γυναίκα τον εγκατέλειψε. Και γιατί όχι; Όπως και να ’χει, αυτός τέλειωσε το βιβλίο. Ήταν ένα βιβλίο αληθινό.
Όμως για το χαμένο του μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας είπε ότι, αφότου τον άφησε η γυναίκα του, ήρθε στο Λονδίνο κι άρχισε να ζει μόνος. Σκόπευε να γράψει κι άλλο μυθιστόρημα.
Αντιλαμβάνεστε ότι είχε κερδίσει κάποια αναγνώριση, διέθετε πλέον φήμη.
Και το δεύτερο μυθιστόρημα τον παίδεψε όσο το πρώτο. Ίσως γιατί ήταν εξαντλημένος.
Και φυσικά ντρεπόταν. Ντρεπόταν για τη συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του. Προσπάθησε να γράψει το δεύτερο μυθιστόρημα, ώστε να μην είναι αναγκασμένος να σκέφτεται διαρκώς. Μου είπε ότι την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά οι λέξεις που αράδιαζε στο χαρτί ήταν όλες κούφιες. Τίποτα ζωντανό.
Μήνες και μήνες η ίδια κατάσταση. Αποσύρθηκε από τις συναναστροφές. Όσο για τα παιδιά του; Έστελνε χρήματα στη γυναίκα του και μία φορά πήγε να τη συναντήσει.
Είπε ότι η γυναίκα του ζούσε με τους συγγενείς του πατέρα της κι ότι πήγε στο πατρικό της και την πήρε. Βγήκαν για περίπατο στα χωράφια. «Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε», είπε. «Βάλθηκε να κλαίει και με αποκάλεσε τρελό. Τότε την αγριοκοίταξα όπως τότε που τη χτύπησα, κι αυτή γύρισε κι άρχισε να τρέχει κατά το πατρικό της, κι έφυγα».
Είχε γράψει ένα έξοχο μυθιστόρημα κι ήθελε, ασφαλώς, να γράψει κι άλλα. Είπε ότι μέσα στο μυαλό του γύριζαν ένα σωρό χαρακτήρες και καταστάσεις. Καθόταν για ώρες στο γραφείο του κι έγραφε, έπειτα έβγαινε στους δρόμους και περπατούσε, ακριβώς όπως περπατούσαμε οι δυο μας εκείνο το βράδυ.
Τίποτα δεν του έβγαινε όπως το ’θελε.
Είχε φτιάξει κάτι σαν θεωρία για την κατάσταση. Είπε ότι το δεύτερο μυθιστόρημα υπήρχε μέσα του σαν αγέννητο παιδί. Η συνείδησή του τον βασάνιζε για όσα είχε κάνει στη γυναίκα και στα παιδιά του. Είπε ότι ασφαλώς κι αγαπούσε τους δικούς του, αλλά δεν ήθελε να τους ξαναδεί.
Μερικές φορές νόμιζε ότι τους μισούσε. Ένα βράδυ, είπε, μετά από ώρες πάλης με τον εαυτό του, πολύ καιρό αφότου είχε κόψει τις συναναστροφές, έγραψε το δεύτερο μυθιστόρημα. Να πώς συνέβη:
Είχε περάσει όλο το πρωί καθισμένος στο δωμάτιό του, ένα νοικιασμένο δωματιάκι σε μια φτωχική συνοικία του Λονδίνου. Είχε σηκωθεί νωρίς από το κρεβάτι και, δίχως να φάει πρωινό, είχε αρχίσει να γράφει. Και όσα έγραψε εκείνο το πρωί ήταν επίσης σκάρτα.
Γύρω στις τρεις το απόγευμα, τηρώντας τη συνήθειά του, βγήκε να περπατήσει. Πήρε μαζί του και μπόλικα χαρτιά.
«Είχα στο μυαλό μου μια ιδέα που θα μπορούσα να τη δουλέψω ανά πάσα στιγμή», είπε.
Πήγε για περίπατο στο Χάιντ Παρκ. Είπε ότι η μέρα ήταν ανέφελη και φωτεινή, παρέες έκαναν τη βόλτα τους στο πάρκο. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι.
Δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του απ’ το προηγούμενο βράδυ. Εκεί που καθόταν, δοκίμασε ένα κόλπο. Αργότερα έμαθα ότι στο Παρίσι μια ομάδα νεαρών ποιητών έκανε κάτι ανάλογο και μάλιστα το ’παιρνε πολύ στα σοβαρά.
Ο Άγγλος δοκίμασε μια μέθοδο που λέγεται «αυτόματη γραφή».
Απλώς έβαλε το μολύβι στο χαρτί και το άφησε να γράψει ό,τι ήθελε.
Φυσικά, το μολύβι έγραψε ένα ασυνάρτητο κουβάρι από λέξεις. Σταμάτησε να ασχολείται.
Καθόταν στο παγκάκι και κοιτούσε τον κόσμο που περνούσε.
Ήταν κουρασμένος, σαν κάποιος που ποθεί για πολύ καιρό μια γυναίκα που δεν μπορεί να αποκτήσει.
Ας πούμε ότι υπάρχουν εμπόδια. Είτε αυτός είναι παντρεμένος είτε αυτή. Αλλάζουν βλέμματα όλο υποσχέσεις, αλλά δεν γίνεται τίποτα.
Αναμονή και πάλι αναμονή. Οι περισσότεροι ξοδεύουν τη ζωή τους στην αναμονή.
Και τότε, είπε, άρχισε ξαφνικά να γράφει το μυθιστόρημα. Το θέμα ήταν, φυσικά, οι άντρες και οι γυναίκες – οι εραστές. Τι άλλο θα απασχολούσε κάποιον σαν κι αυτόν; Μου είπε ότι θα πρέπει να σκεφτόταν πολύ τη γυναίκα του και το πόσο σκληρά της φέρθηκε. Έγραφε ασταμάτητα. Ο ήλιος έδυσε κι έπεσε η νύχτα. Ευτυχώς είχε φεγγάρι. Συνέχισε να γράφει. Είπε ότι η ένταση που ένιωθε γράφοντας ήταν πλήρης και πρωτοφανής, ήταν ανέλπιστη. Πέρασαν ώρες. Καθόταν στο παγκάκι κι έγραφε σαν μανιακός.
Έγραψε ένα μυθιστόρημα σε μια καθισιά. Έπειτα γύρισε στο σπίτι και μπήκε στο δωμάτιό του.
Είπε ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε αισθανθεί τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, τόσο ευτυχής.
«Πίστευα πως είχα παραστήσει έντιμα και δίκαια τη γυναίκα και τα παιδιά μου, τους πάντες και τα πάντα», είπε. Κι αν δεν το ήξεραν, κι αν δεν το μάθαιναν ποτέ, τι σημασία είχε;
Είπε ότι όση αγάπη είχε μέσα του την έδωσε στο μυθιστόρημα.
Το πήρε στο σπίτι και το άφησε πάνω στο γραφείο.
Τι γλυκιά αίσθηση πληρότητας η αίσθηση ότι συνέλαβες την ουσία – το μεδούλι.
Έπειτα βγήκε από το δωμάτιο, βρήκε ένα εστιατόριο που ξενυχτούσε και πήρε κάτι να φάει.
Μετά το φαγητό έκανε μια βόλτα στην πόλη. Πόσην ώρα περπατούσε, δεν ήξερε.
Έπειτα, με το ξημέρωμα, γύρισε στο σπίτι και πλάγιασε. Κοιμήθηκε όλη την επόμενη μέρα.
Είπε ότι, όταν ξύπνησε, σκέφτηκε να κοιτάξει το μυθιστόρημα. «Μέσα μου ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή ότι δεν υπήρχε», είπε. «Φυσικά, πάνω στο γραφείο δεν είδα τίποτα – μόνο λευκές σελίδες».
«Όπως και να ’χει», είπε, «εγώ ένα ξέρω: ποτέ δεν θα ξαναγράψω ένα τόσο όμορφο μυθιστόρημα».
Όταν τέλειωσε τα λόγια του, έβαλε τα γέλια.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί στον κόσμο που καταλαβαίνουν για τι ακριβώς γελούσε.
Αλλά προς τι τόση αυστηρότητα; Δεν αποκλείεται να υπάρχουν – μπορεί πέντε, ίσως κι έξι.
*
Ο Σέργουντ Άντερσον (Sherwood Anderson. Οχάιο, 1876-Παναμάς, 1941) ήταν αμερικανός πεζογράφος. Γνωστότερα έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Ουάινσμπεργκ, Οχάιο (Winesburg, Ohio, 1919) και το μυθιστόρημα Μαύρο γέλιο (Dark laughter, 1925). Ο Άντερσον θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αμερικανούς συγγραφείς των αρχών του 20ού αιώνα. Το έργο του επηρέασε αποφασιστικά την επόμενη γενιά αμερικανών πεζογράφων, ιδίως τους Στάινμπεκ, Χέμινγουεϊ και Φόκνερ.
Το διήγημα «Το χαμένο μυθιστόρημα» («The lost novel») περιλαμβάνεται στη συλλογή Θάνατος στα δάση και άλλα διηγήματα (Death in the woods and other stories, 1933).
[1] Ο Τζορτζ Μπόροου (George Borrow, 1883-1881) ήταν άγγλος μυθιστοριογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών αφηγήσεων. Ο Μπόροου ταξίδεψε στην Αγγλία και στην Ευρώπη, συχνά ακολουθώντας ομάδες Τσιγγάνων. Ο Άντερσον εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο και την προσωπικότητά του.