Του Στρατή Χαβιαρά.
Στις 30 του περασμένου Αυγούστου έφυγε ο ποιητής Σέιμους Χίνι και την επομένη η απουσία του έγινε οδυνηρά αισθητή και στο γάμο της κόρης μου. Ο Σέιμους είχε τιμήσει με την παρουσία του ανελλιπώς όλα τα στάδια ενηλικίωσης της Ηλέκτρας, αρχίζοντας με τα βαφτίσια της τον Μάη του 1982. Στον Ιερό Ναό Κωνσταντίνου και Ελένης στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης, ο φίλος ποιητής και συνεργάτης σε πολλές λογοτεχνικές δραστηριότητες στο Χάρβαρντ, είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνορθόδοξη τελετή, στη διάρκεια της οποίας με όλη τη σχετική κατάνυξη, κρατούσε σημειώσεις. Το αποτέλεσμα, ένα αστραφτερό «επί τη ευκαιρία» έμμετρο ποίημα, αφιερωμένο στη νεοφώτιστη.
«Ο Σέιμους έφυγε από το Δουβλίνο και σύντομα θα είναι μαζί μας», σήκωσε το ποτήρι του ο Άλφι στο γαμήλιο δείπνο. Ανάμεσα στους καλεσμένους, οι ιρλανδικής καταγωγής Άλφρεντ Άλκορν, συγγραφέας, και Μπομπ Σκάνλαν, σκηνοθέτης, ήταν οι μόνοι άλλοι παλιοί φίλοι του Σέιμους. Πράγματι, αφού τελείωσαν σαμπάνια και δείπνο, και αποσύρθηκαν οι νεόνυμφοι και οι πιο πολλοί καλεσμένοι, οι τρεις μας ανοίξαμε ένα μπουκάλι Old Bushmills και πιάσαμε μια από εκείνες τις πολύωρες συζητήσεις μας με τον Σέιμους, αρνούμενοι να πιστέψουμε ότι εκείνος είχε φύγει και δεν καταδεχόταν πια την παρέα μας.
Ακόμα και σήμερα, ένα εικοσαήμερο από τον θάνατο του, όταν προσπάθησα να γράψω κάτι για εκείνον, βασισμένο στην 38ετή φιλία μας, κλώτσησα μέσα μου και η κλωτσιά βρήκε το πόδι του γραφείου.Πόνεσε το καλάμι μου. Πώς θα μπορούσε κανείς να γράψει οτιδήποτε για κάποιον τόσο αγαπητό χωρίς να γράφει και για τον εαυτό του;
Το είχε κάνει ο βρετανός ποιητής Τεντ Χιουζ, όταν ο Σέιμους πήρε το Νόμπελ του 1995.
Συνοπτικά: Στις 23 του Απρίλη 1994, ο Σέιμους οργάνωσε μια δεξίωση για την 20η επέτειο μου στην Αίθουσα Ποίησης, δίνοντας μου σαν συλλογικό δώρο έναν χειροποίητο τόμο σε κασετίνα με τίτλο A Book of Names, στο οποίο πάνω από εκατό γνωστοί ποιητές και πεζογράφοι, ανάμεσα τους ο Κούτσι, Μίλος, ο Μπρόντσκι, ο Γουόλκοτ, ο Άσμπερι και ο Χιουζ, με ευχαριστούσαν και μου εύχονταν άλλα 20.
Την επόμενη χρονιά, όταν του απονομήθηκε το Νόμπελ, ήρθε η σειρά μου να οργανώσω ένα πάρτι για τον Σέιμους. Για δώρο τού κάναμε ένα magazine of names, το έκτακτο τεύχος του Harvard Review με 50 μικρά ποιητικά και πεζά κείμενα με συγχαρητήρια και ευχές από ισάριθμους φίλους του στο πανεπιστήμιο και αλλού.
Μετροφυλλώντας σήμερα εκείνο το τεύχος, σταμάτησα και ξαναδιάβασα το κειμενάκι του Τεντ Χιουζ για την απονομή του Νόμπελ στον Σέιμους. Ο Χιουζ ήταν επίσης υποψήφιος για το μεγάλο βραβείο. Παραθέτω εδώ το κείμενο του αντί για το δικό μου, το οποίο εκκρεμεί:
«Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, κάποιος άλλος Ιρλανδός σχολίασε την επιτυχία τού πρώτου βιβλίου τού Σέιμους, έτσι: “Tον διαβάζει το 90% του πληθυσμού». Εγώ (που τον είχα συναντήσει μια-δυο φορές ως τότε), θυμάμαι ότι ερμήνευσα αλλιώς το φαινόμενο Χίνι, αναφέροντας ότι ανάμεσα στις πρωτόγνωρες αρετές του στην ποίηση ήταν και μια από τις πιο σπάνιες: τα ποιήματα του επικοινωνούν ολόκληρη την παρουσία και γοητεία του. Με αυτό εννοώ, την έγκυρη, υπερευαίσθητη, υπεύθυνη, επιτακτική παρουσία και μοναδική γοητεία του πρωτότοκου γυιού μιας πολυμελούς, στενά συνδεδεμένης οικογένειας. Όμως αυτό ήταν πολύ πριν αποκτήσω κάποια αίσθηση για το εύρος, την κατεύθυνση και τον παλμό του.
Στα περασμένα τριάντα χρόνια, ήταν υπέροχο να τον βλέπεις να δαμάζει τις απαιτήσεις του ταλέντου του ποιητή και τους προβληματισμούς του Καθολικού Βορειοϊρλανδού. Και οι δυο αυτές απαιτήσεις υπήρξαν αναγκαστικά μεγάλες και επιτακτικές, αλλά εκείνος όρθωσε το ανάστημα του να τις αντιμετωπίσει θαρραλέα και τις έχει σταθερά χειριστεί με τόσο ταιριαστή κι ολότελα συνειδητή μαεστρία, που μας πείθει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα σπάνιο πεπρωμένο επαληθευμένο με σθένος. Αυτό είναι το γεγονός που αναγνωρίζεται σωστά απ’ τους συμπατριώτες του και τώρα απ’ την επιτροπή των βραβείων Νόμπελ και από όλους εμάς – που δεν είμαστε ούτε Ιρλανδοί ούτε μέλη επιτροπής βραβείων – και πρώτα απ’ όλα αναγνωρίζουμε τι σπουδαίο και εξαιρετικά ωραίο γεγονός είναι το έργο του στην παράδοση της παγκόσμιας ποίησης.
Photo: Oil on canvas 48’x60’ by Jennie Summerall, Copyright ©2000 Poetry Room, Harvard University