Ρόμπερτ Λόουελ [Robert Lowell] (1917-1977)Υπέρ των Νεκρών της Ένωσης (μτφρ: Κώστας Μπέης)

0
674

Ο Κώστας Μπέης (*) μεταφράζει Ρόμπερτ Λόουελ [Robert Lowell] (1917-1977), Υπέρ των Νεκρών της Ένωσης [For the Union-Dead]

 

“Relinquunt Omnia Servare Rem Publicam.”

 

Το παλιό Ενυδρείο της Νότιας Βοστόνης στέκει

σε μια Σαχάρα από χιόνι τώρα. Τα σπασμένα του παράθυρα καπακωμένα.

Ο ανεμοδείκτης-μπακαλιάρος από μπρούντζο έχει χάσει τα μισά του λέπια.

Οι άνετες δεξαμενές είναι στεγνές.

 

Κάποτε η μύτη μου σούρθηκε σαν σαλιγκάρι στο γυαλί·

το χέρι μου σπάραξε

να σπάσει τις φουσκάλες

που ξέφευγαν απ’ τα ρουθούνια των βλοσυρών, ενδοτικών ψαριών.

 

Το χέρι μου τραβιέται πίσω. Φορές λουφάζω

για το κάτω σκοτεινό, μαργωμένο βασίλειο

των ιχθύων κι ερπετών. Ένα πρωί τον περασμένο Μάρτη,

καταπάτησα το νέο γαλβανιζέ συρματόπλεγμα

 

του φράχτη στο Κοινό της Βοστόνης. Πίσω απ’ το κλουβί τους,

κίτρινοι δεινόσαυροι ατμεκσκαφείς μουγκρίζαν

καθώς απέσκαβαν τόνους μάζας και χόρτου

ν’ ανοίξουν το υπόγειο γκαράζ τους.

 

Χώροι πάρκινγκ αφθονούν όπως κι οι αστικοί

αμμόλοφοι στην καρδιά της Βοστόνης.

Μια ζώνη ευσεβών οπωρόχρωμων ατσάλινων δοκών

περισφίγγει το σπαρασσόμενο Βουλευτήριο,

 

που σείεται απ’ τις εκσκαφές, ως αντικρίζει τον Συνταγματάρχη Σω

και το καμπανομάγουλο Νέγρο πεζικό του

στου Σαιντ-Γκώντενς το σειόμενο ανάγλυφο του Εμφυλίου,

σε νάρθηκα από μαδέρια για το σεισμό του γκαράζ.

 

Δυο μήνες μετά την παρέλαση μέσ’ από τη Βοστόνη,

το μισό σύνταγμα ήταν νεκρό·

κατά την αφιέρωση,

ο Ουίλιαμ Τζέιμς σχεδόν άκουγε τους μπρούντζινους Νέγρους ν’ αναπνέουν.

 

Το μνημείο τους κάθεται σαν ψαροκόκαλο

στο λαιμό της πόλης.

Ο Συνταγματάρχης τους στητός, ισχνός

σαν βελόνα πυξίδας.

 

Έχει μια θυμωμένη εγρήγορση τρυποφράχτη,

άνετη ετοιμότητα λαγωνικού·

δείχνει να μορφάζει απόλαυση,

να πνίγεται για ησυχία.

 

Είναι έξω από τα νερά του τώρα. Απολαμβάνει την ωραία,

ιδιάζουσα εξουσία τού άνδρα να επιλέγει τη ζωή και να πεθαίνει―

όταν οδηγεί τους μαύρους στρατιώτες του στον θάνατο,

δεν μπορεί να σκύψει πλάτη.

 

Σε μυριάδες μικρές πόλεις η Νέα Αγγλία πρασινίζει,

οι παλιές άσπρες εκκλησιές κρατούν έναν αέρα

αραιής, ειλικρινούς εξέγερσης· ξεφτισμένες σημαίες

σκεπάζουν τα νεκροταφεία της Μεγάλης Στρατιάς της Δημοκρατίας.

 

Τα πέτρινα αγάλματα του αφηρημένου Στρατιώτη της Ένωσης

γίνονται κάθε χρόνο πιο αδύνατα και πιο νέα―

με τη σφηκοειδή μέση σκύβουν πάνω στα μουσκέτα

και ρυτιδώνουν τους κροτάφους…

 

Ο πατέρας του Σω δεν ήθελε μνημείο

εκτός το λάκκο,

όπου ρίχτηκε το σώμα του γιου του

και χάθηκε με τους «νέγρους» του.

 

Ο λάκκος είναι πιο κοντά.

Δεν έχει αγάλματα για τον τελευταίο πόλεμο εδώ·

στην Οδό Μπόιλστον, μια διαφήμιση

δείχνει τη Χιροσίμα στον ατμό

 

σ’ ένα χρηματοκιβώτιο Μόουζλερ, ο «Βράχος των Αιώνων»

που επιβίωσε της έκρηξης. Το διάστημα είναι πιο κοντά.

Όταν ζαρώνω μπρος στην τηλεόρασή μου,

τα στεγνά πρόσωπα Νέγρων παιδιών του σχολείου υψώνονται σαν μπαλόνια.

 

Ο Συνταγματάρχης Σω

υψώνεται στο μπαλόνι του,

περιμένει

το ευλογημένο διάλειμμα.

 

Το Ενυδρείο πάει. Παντού,

γιγάντια αυτοκίνητα με πτερύγια ξεμυτίζουν σαν ψάρια·

μια αδαής δουλικότητα

γλιστράει πάνω στο γράσο.

 

[1960· 1964]

(*)Ο Κώστας Μπέης είναι εκπαιδευτικός – φιλόλογος , Γ.Λ Κύθνου)

Σ η μ ε ι ώ σ ε  ι ς

*Κοινό της Βοστόνης: Boston Common = Το Πάρκο της Βοστόνης. Το ανάγλυφο του 54ου Συντάγματος Πεζικού της Μασσαχουσέτης (Robert Gould Shaw Memorial), έργο του γλύπτη Ογκάστους Σαιντ-Γκώντενς (Augustus Saint-Gaudens, 1848-1907),  αντικρίζει το Βουλευτήριο (Statehouse).

**Η μη πολιτικά ορθή χρήση του όρου «νέγρος» για λόγους ιστορικής μεταφοράς.

For the Union Dead

Robert Lowell, 1917 – 1977

“Relinquunt Omnia Servare Rem Publicam.”

 

The old South Boston Aquarium stands

in a Sahara of snow now.  Its broken windows are boarded.

The bronze weathervane cod has lost half its scales.

The airy tanks are dry.

 

Once my nose crawled like a snail on the glass;

my hand tingled

to burst the bubbles

drifting from the noses of the cowed, compliant fish.

 

My hand draws back.  I often sigh still

for the dark downward and vegetating kingdom

of the fish and reptile.  One morning last March,

I pressed against the new barbed and galvanized

 

fence on the Boston Common.  Behind their cage,

yellow dinosaur steamshovels were grunting

as they cropped up tons of mush and grass

to gouge their underworld garage.

 

Parking spaces luxuriate like civic

sandpiles in the heart of Boston.

A girdle of orange, Puritan-pumpkin colored girders

braces the tingling Statehouse,

 

shaking over the excavations, as it faces Colonel Shaw

and his bell-cheeked Negro infantry

on St. Gaudens’ shaking Civil War relief,

propped by a plank splint against the garage’s earthquake.

 

Two months after marching through Boston,

half the regiment was dead;

at the dedication,

William James could almost hear the bronze Negroes breathe.

 

Their monument sticks like a fishbone

in the city’s throat.

Its Colonel is as lean

as a compass-needle.

 

He has an angry wrenlike vigilance,

a greyhound’s gentle tautness;

he seems to wince at pleasure,

and suffocate for privacy.

 

He is out of bounds now.  He rejoices in man’s lovely,

peculiar power to choose life and die–

when he leads his black soldiers to death,

he cannot bend his back.

 

On a thousand small town New England greens,

the old white churches hold their air

of sparse, sincere rebellion; frayed flags

quilt the graveyards of the Grand Army of the Republic.

 

The stone statues of the abstract Union Soldier

grow slimmer and younger each year–

wasp-waisted, they doze over muskets

and muse through their sideburns . . .

 

Shaw’s father wanted no monument

except the ditch,

where his son’s body was thrown

and lost with his “niggers.”

 

The ditch is nearer.

There are no statues for the last war here;

on Boylston Street, a commercial photograph

shows Hiroshima boiling

 

over a Mosler Safe, the “Rock of Ages”

that survived the blast.  Space is nearer.

When I crouch to my television set,

the drained faces of Negro school-children rise like balloons.

 

Colonel Shaw

is riding on his bubble,

he waits

for the blessèd break.

 

The Aquarium is gone.  Everywhere,

giant finned cars nose forward like fish;

a savage servility

slides by on grease.

 

From Life Studies and For the Union Dead by Robert Lowell, published by Noonday Press (a division of Farrar, Straus & Giroux, Inc.). Copyright © 1964 by Robert Lowell. Used by permission. All rights reserved.

https://www.poets.org/poetsorg/poem/union-dead (1.2.2018)

 

Προηγούμενο άρθροΠαιδική εφημερίς, ένα ξεχασμένο περιοδικό (του Κυριάκου Ντελόπουλου)
Επόμενο άρθροΟ Μεγάλος Δρόμος του Χριστόφορου Λιοντάκη (του Παναγιώτη Ροϊλού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ